Κάπως έτσι ξενιτεύεται κανείς στις μέρες μας

Αντε κανένα τραγουδάκι, ευχές για χρόνια πολλά, οικογενειακές φωτό με τη γυναίκα και το παιδί… Οχι, ο Φάνης Λιάζος δεν ήταν ποτέ φανατικός χρήστης των κοινωνικών δικτύων. Ακόμα και όταν η δουλειά στο κατάστημα οπτικών, το καμάρι του, άρχισε να πέφτει αισθητά, προτιμούσε τις νεκρές ώρες να «εφευρίσκει» δουλειές του μαγαζιού από το να συνδέεται για ώρα στο facebook. Δεν φανταζόταν βέβαια τις αλλαγές που τον περίμεναν στη ζωή του ούτε και τον ρόλο που θα άρχιζαν να έχουν σε αυτήν τα social media.

«Οι δύσκολες αποφάσεις συνήθως παίρνονται γρήγορα», λέει ο ίδιος στην «Κ». Οση σκέψη και εάν έβαλαν, όσοι φόβοι και εάν έπεσαν στο τραπέζι, το πόρισμα του οικογενειακού συμβουλίου ήταν σαφές: μετανάστευση. Γερμανία. «Υπήρχε ως “plan B” στο πίσω μέρος του μυαλού μου εδώ και λίγο καιρό, καθώς υπήρχαν συγγενείς στην Γερμανία που ήταν διατεθειμένοι να βοηθήσουν. Οταν είδα τα πράγματα να πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο έπρεπε να πάρω μια απόφαση. ΄Η μένω και χρεώνομαι περισσότερο για να επανεπενδύσω σε εμπορεύματα ή κλείνω και ρευστοποιώ για να κλείσω τα όποια ανοίγματα. Δύσκολη η απόφαση να κλείνεις μια επιχείρηση που έχεις δώσει όλη σου τη δύναμη και το “είναι” για να προχωρήσει. Ομως…».

Ηταν λίγο πριν από τις γιορτές. Πρώτα ενημέρωσε τους γονείς του, μετά τους στενούς φίλους και μέσω facebook γνωστούς και πελάτες: «Φίλοι μου, έπειτα από πέντε συναπτά έτη στο λιανεμπόριο οπτικών ειδών αποφάσισα ότι ήρθε ο καιρός να αποσυρθώ. Οι λόγοι πολλοί, οι προφανείς, η οικονομία. Ετσι λοιπόν κλείνουμε και μέχρι τις 31/01 σας περιμένω όλους να σας χαιρετήσω και να σας προσφέρω τα προϊόντα μου 60%. Θα ήθελα να σας πω ένα μεγάλο ευχαριστώ από την καρδιά μου για τη στήριξη, ελπίζω να στάθηκα αντάξιος της εμπιστοσύνης σας».

Το μήνυμα άγγιξε ευαίσθητες χορδές και ξέφυγε από τα στενά όρια των «φίλων» του Φάνη. Η ανταπόκριση του κόσμου στο κάλεσμα για «ξεστοκάρισμα» ήταν συγκινητική. Οι υποχρεώσεις καλύφθηκαν και όλα ήταν έτοιμα για τη μετάβαση στην ξένη χώρα. Ουδείς όμως -ίσως ούτε κι ο ίδιος- το είχε ακριβώς «χωνέψει», μέχρι που στις αρχές Φλεβάρη έγραψε: «Ενας κύκλος έκλεισε, ένας άλλος ανοίγει. Θα μαθαίνετε νέα μου…» Πράγματι, έκτοτε, ο Φάνης άρχισε να μοιράζεται στιγμιότυπα της μετάβασης στη Γερμανία και οι διαδικτυακοί του -και όχι μόνο- φίλοι να γίνονται μάρτυρες του μεγαλύτερου ταξιδιού της ζωής του.

«Φιλιά από το Ιόνιο»

Το επόμενο ποστ ήταν μια φωτογραφία από το κατάστρωμα. «Στο καράβι για Ανκόνα», έγραφε η λεζάντα. «Μια νέα αρχή ξεκίνησε. Αφησα πίσω τους καλύτερους φίλους που θα μπορούσε να έχει κανείς και τους ευχαριστώ για τις ατέλειωτες ώρες συζητήσεων και τις συμβουλές. Φιλιά πολλά από το Ιόνιο πέλαγος!» Με συγκίνηση τις επόμενες μέρες διαβάσαμε: «Μετά από 25 ώρες καράβι, 30 ώρες άγρυπνος, 17 ώρες οδήγησης με μικρά διαλείμματα, άπειρα red bull και καραμέλες για να μην κοιμηθείς, κατάφερα να φτάσω Κολωνία με πυρετό». Πέρασε καιρός πριν δώσει νέο στίγμα: «Ολα πάνε καλά. Αναρρώνω σιγά σιγά και γνωρίζω την πόλη. Δεν έχει κίνηση, διπλοπαρκαρίσματα, κόρνες, διόδια. Αλλη νοοτροπία. Ολα είναι καινούργια, αλλά ο μικρός γιος μου είναι σαν να ήταν ανέκαθεν εδώ κι αυτό μου δίνει δύναμη και με βοηθάει».

Δύο μήνες αργότερα, μπορεί πια να το πει με βεβαιότητα. «Χωρίς το ίντερνετ, το facebook, το τουίτερ, χωρίς το κινητό μου θα ήμουν μισός. Ο σύγχρονος μετανάστης ή και φοιτητής δεν έχει καμία σχέση με τους παλιούς, αφού η επικοινωνία με τους φίλους μου είναι καθημερινή είτε μέσω των κοινωνικών δικτύων, είτε μέσω των “μαγικών” skype και viber. Το μόνο που σου λείπει είναι η επαφή, οι έξοδοι, το χτύπημα στον ώμο και η σιωπή που μοιραζόμασταν πίνοντας ποτό ή κάνοντας ένα τσιγάρο. Ολα τα άλλα τα καλύπτει το internet! Με λίγα λόγια… δεν αποξενώνεσαι, δεν ξεχνιέσαι και δεν ξεχνάς. Ανούσια τα τραγούδια της ξενιτιάς για μένα… Κι αν σου λείψουν πολύ όλα αυτά μπαίνεις στο αεροπλάνο και παίρνεις δόση από την πατρίδα. Ολα αυτά όμως για να γίνουν πρέπει να υπάρχει δουλειά και προοπτική, γι’ αυτό έφυγα και αυτό παλεύω να καταφέρω!».

ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ