Κυριακή της Σαμαρείτιδος

ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΥΡΙΤΣΗ

(ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΑΜΕΡΙΚΗΣ)

Ο Θεός είναι Πνεύμα, μας λέει, ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός εις το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο: Κεφ. 4 Χωρικά Εδάφια 5 έως 42.

Ο Χριστός, σήμερα, με τα λόγια τα οποία είπε εις τον διάλογο που είχε με την Σαμαρείτιδα γυναίκα, εθεμελίωσε  δογματικά  την Εκκλησία Του, εις το πηγάδι του Ιακώβου.

Ο Χριστός άφησε την Ιουδαία και βάδισε προς την αγαπημένη του Γαλιλαία. Πολύ ανώτερος  από τις διαβολές και από τα μίση που χωρίζουν τον κόσμο. Μακριά από το μίσος το οποίο εχώριζε δύο λαούς, Ιουδαίους και Σαμαρείτες,  Ο ένας λαός δεν ήθελε να βλέπει τον άλλονε, ούτε και να τον ακούει ακόμη. Οι Ιουδαίοι θεωρούσαν τη Σαμάρεια  μιά καταρραμένη χώρα. Επικοινωνία δεν υπήρχε ουδεμία. Αιώνιο μίσος  χώριζε τους δύο αυτούς λαούς.

Ο Μεγάλος Διδάσκαλος, ο Κύριος Ημών Ιησούς Χριστός, σαν ένας άριστος κυνηγός, είπε στους μαθητές  να πάνε στην πόλη να αγοράσουν τροφές κι αυτός τράβηξε το δρόμο προς το πηγάδι του Ιακώβου. Ένας καλός κηνυγός γνωρίζει πολύ καλά πως και που να στήσει το καρτέρι,  για να μπορέσει να  συλλάβει το θύμα για το οποίο πηγαίνει εκεί.

Κάθεται όπως ήταν κουρασμένος από το περπάτημα, ιδρωμένος, λέγει η Βίβλος, παρά το φρέαρ του Ιακώβου. Εκείνη την ώρα μιά ολομόναχη γυναίκα πηγαίνει να τραβήξει νερό, με μία μεγάλη λαϊνα, ένα μεγάλο δοχείο, για να το πάρει στο σπιτικό της.

Η γυναίκα κατάλαβε ότι ο άνθρωπος αυτός, ο οποίος ήταν στο πηγάδι, ήτανε ξένος.  Ήτανε από την άλλη μεριά και ούτε καν  ήθελε να ρίξει μία ματιά επάνω του.  Και όπως ήταν ανατριχιασμένη,  στα γρήγορα προσπαθεί να βγάλει νερό από το πηγάδι, με τον κουβά, τραβώντας με ορμή το σχοινί,  για να γεμίσει το δοχείο της και να σηκωθεί να φύγει.

Τότε, ο Χριστός, της λέγει:

-Δως μου σε παρακαλώ  λίγο νερό, να σβύσω τη δίψα μου.

Κι αυτή  με ένα άγριο βλέμμα,  τον κοιτάζει:

-Τί θέλεις από μένα; Του λέει.  Δεν γνωρίζεις ότι εμείς οι Σαμαρείτες  και η πλευρά η δική σας δεν θέλουμε να βλέπει ο ένας τον άλλο;

Το βλέμμα του Χριστού διεπέρασε τα δικά της τα βλέμματα  και χτύπησε τις χορδές της καρδιάς της.  Και τότε ο Χριστός της είπε:

-Εάν ήξερες  ότι το νερό το οποίο εγώ δίδω είναι κατά πολύ ανώτερο απ ό αυτό το δικό σου που σου ζητώ να πιώ, τότε θα μου ζητούσες εσύ να πιείς από το νερό το δικό μου, που ποτέ πάλι δεν θα διψάσεις.

Και τώρα αρχίζει ο διάλογος:

-Πού έχεις εσύ τον κουβά και το σχοινί για να τραβήξεις νερό από το πηγάδι του Ιακώβου, όπου τα ποίμνιά μας και όλοι μας πίνουμε νερό, όπως έχουνε πιεί και οι απόγονοι του Ιακώβου, και τα ποίμνιά τους; Πού έχεις εσύ το νερό, ενόσο ούτε σχοινί ούτε κουβά έχεις για να πάρεις νερό από αυτό το πηγάδι;

Τότε ο Χριστός αναγκάζεται να της πει:

-Αν ήξερες καημένη γυναίκα τι δώρο ουράνιο αυτή τη στιγμή ο Θεός στέλνει προς εσένα, θα με παρακαλούσες να σου έδινα εγώ δροσερό πηγαίο νερό.

Καθώς  συνεχίζονταν ο διάλογος, η  γυναίκα έχει αρχίσει να αισθάνεται κάπως διαφορετικά. Του λέγει:

-Εσείς,  πιστεύετε ότι ο Θεός λατρεύεται  εις την Ιερουσαλήμ. Εμείς πιστεύουμε ότι ο Θεός λατρεύεται επάνω εις το βουνό.

Τότε ο Χριστός είπε τα μεγαλύτερα και τα αθάνατα εκείνα λόγια πάνω στα οποία στερέωσε την Πίστη: Πνεύμα ο Θεός και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει  προσκυνούν.

Η γυναίκα άρχισε να αλλάζει. Ο Χριστός τότε της είπε:

-Θέλω να σου δώσω από αυτό το νερό το οποίο  ζητάς και θα σου το δώσω. Πλην, όμως, πήγαινε στο σπίτι να φέρεις να τον άνδρα σου ώστε και οι δύο μαζί να το απολαύσετε το δροσερό νερό το οποίο εγώ θα σας δώσω και ποτέ δεν θα διψάσετε πλέον.

Με τα λόγια αυτά ο Χριστός ανοίγει τα φυλοκάρδια της γυναίκας και της λέει:  Μέχρι σήμερα έχεις κοιμηθεί με πέντε διαφορετικούς άντρες. Κι αυτόν τον οποίο έχεις δεν είναι νόμιμος άνδρας σου.

Η Σαμαρείτιδα τα σάστισε. Κλονίστηκε μέσα της .

Ο Χριστός αρχίζει  να της εξηγεί πάρα πολλά πράγματα, διότι είδε πως η ψυχή της ήταν αραχνιασμένη με προλήψεις και δισειδαιμονίες. Τα λόγια του Χριστού έπεσαν σαν ένας τρομερός σεισμός.  Μπροστά σε αυτά τα λόγια,  ότι ο Θεός είναι πνεύμα και εκείνοι οι οποίοι ήσαν ενατίον του Χριστού και πολέμιοι του,  οι ίδιοι αυτοί δεν μπόρεσαν παρά να ομολογήσουν πως με όσα είπε ο Χριστός την ημέρα εκείνη, απέδειξε ότι είναι πραγματικά  ο υιός του Θεού.

 Είναι τα λόγια εκείνα επένω εις τα οποία στήριξε το οικοδόμημα της αιώνιας θρησκείας. Ίδρυσε πολύ καθαρά τη Λατρεία. Έξω και πέρα από το χρόνο.  Μακριά και ανεξάρτητα από πατρίδες και σύνορα.  Αυτή την ημέρα,  η θρησκεία του Χριστού δεν έγινε μόνο η θρησκεία της ανθρωπότητας, αλλά έγινε και η απόλυτη θρησκεία. Τα λόγια αυτά ήταν μιά αστραπή φωτός σε μιά σκοτεινή νύκτα.

Είναι αλήθεια ότι η Σαμαρείτιδα  γυναίκα,  ύστερα από αυτόν τον διάλογο που είχε με τον Δημιουργό του κόσμου, τον Σωτήρα Χριστό,  ένοιωσε βουνό μέσα της  τις  ενοχές  για όσα είχε πράξει. Και  μετάνιωσε  για τη μέχρι εκείνη τη στιμή ζωή της.

Η μεταμέλειά της την οδήγησε στο να ακολουθήσει τα βήματά Του. Ακολούθησε τους λόγους  Του. Και έγινε μία Ιερπόστολος με το όνομα Φωτεινή.

Σήμερα λοιπόν, όσες φέρουν το όνομα Φωτεινή, κανονικά εορτάζουν και όχι τα Θεοφάνεια, την ημέρα των Φώτων.

Ευχόμεθα προς όλους μία μεγάλη ευλογία και να είναι μακροχρόνιος και πολύχρονος. Φίλτατοι και αγαπητοί αναγνώστες της ηλεκτρονικής αυτής εφημερίδος, ας  μην πλανώμεθα.  Ο Θεός είναι Πνεύμα και τους προσκυνούντας αυτόν «εν πνεύματι  και αληθεία δει προσκυνείν».

Και ως την επομένη φορά που θα μιλήσουμε για τους τυφλούς,  η Παναγιά να σας σκεπάζει και άγγελος Κυρίου να προβαδίζει τα βήματά σας.

Με υγεία, χαρά και ευτυχία, με ουράνια ευλογία  και να παρακαλέσουμε τον Κύριο Ημών Ιησού Χριστόν να μας φωτίζει και το Πανάγιο Πνεύμα να μας καθοδηγεί για καλύτερες ημέρες της πατρίδος Ελλάδος.   Με ομόνοια. Με αγάπη. Με συνεση. Αγαπημένοι και ενωμένοι όλοι, μικροί και μεγάλοι. Με μιά ψυχή με μιά καρδιά,  να ιδούμε αυτή τη χώρα, να ξαναβρίσκει  πάλι το δρόμο της.