Η Σχοινούσα περιμένει να την ανακαλύψεις.

 

ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΚΑΝΤΖΕΛΗ

ΠΗΓΗ: Neoskosmos.com

Είναι από εκείνα τα νησιά που το δάχτυλό σου στο χάρτη τα προσπερνά και στέκεται πιο κει, στη Νάξο, στην Ίο, στην Αμοργό. Είναι από εκείνους τους προορισμούς διακοπών που τους ανακοινώνεις και αμέσως σε ρωτούν «διάλεξες βουνό φέτος;». Δεν μπορείς να θυμηθείς καν αν την είχες συναντήσει στο βιβλίο της Γεωγραφίας. Και όμως βρίσκεται στην καρδιά του Αιγαίου, επτά ώρες ταξίδι με το πλοίο της γραμμής από τον Πειραιά.

Η Σχοινούσα στέκει ήσυχη και διακριτική, στο κέντρο των Μικρών Κυκλάδων και περιμένει εσένα να την ανακαλύψεις.

Αγαπούσα πάντοτε την άγονη γραμμή. Μου πήγαινε περισσότερο η μικρή κλίμακα. Το μικρό νησί. Οι λίγοι άνθρωποι. Μου αρκούσε ένα καφενείο, μία ταβέρνα, δυο παραλίες. Μου άρεσε πάντα αυτό το χαμόγελο που χαράζεται όταν συναντιέσαι κάθε μέρα τον ίδιο «ξένο» που γρήγορα γίνεται γνωστός, έτσι απλά, γιατί σας γνώρισε ο τόπος. Κρατάω στο μυαλό τις αναρίθμητες ώρες που έχω κάτσει σε μία καρέκλα πίνοντας τον ελληνικό στο φλιτζάνι το χοντρό χαζεύοντας το εκτυφλωτικό λευκό των ασβεστωμένων τοίχων, τα μπλε παράθυρα, τις μπουκαμβίλιες και έχω νιώσει πως μπήκα και εγώ στο καρτ-ποστάλ. Πάνω απ’ όλα, όμως, με απορροφούσε ολοκληρωτικά η βραδύτητα, η νωχελικότητα.
Πριν ακόμη δέσει ο πολυθρύλητος «Σκοπελίτης» στο Μερσίνι, καταλαβαίνεις ότι όλα αυτά θα τα ξαναζήσεις. Επιβεβαιώνεσαι αμέσως. Όταν φύγει το καράβι και αδειάσει το λιμάνι η ησυχία είναι εκκωφαντική. Χίλια μέτρα ασφάλτου μόνο. Από το λιμάνι μέχρι το χωριό. Παντού αλλού σε πάνε χωματόδρομοι. Το χωριό, λίγα λευκά σπίτια στη σειρά, είναι χτισμένα ψηλά, έχουν θέα την Ηρακλειά, την Κέρο, το Αντικέρι και το Κουφονήσι. Στα 300 μέτρα του κεντρικού του δρόμου, όλη η “κοσμική” ζωή της. Τα παραδοσιακά καφενεία, τα μπακάλικα, οι ταβέρνες, τα μπαράκια. Όχι πολλά. Τόσα όσα. Πίνεις τον καφέ σου στις μπλε καρέκλες του παραδοσιακού καφενείου παρατηρώντας το πήγαινε-έλα του κεντρικού δρόμου, γλυκαίνεσαι στο ζαχαροπλαστείο της κεντρικής πλατείας, δροσίζεσαι με κοκτέιλ στα δυο-τρία μπαράκια του νησιού και συναντιέσαι πάλι και πάλι με το Μάνο, την Ειρήνη, το Μανώλη, το Νικόλα, το Δημήτρη, τη Ρένα, τη Ρίτα, όλοι γνωστοί σου από το σουλάτσο.

Στη Σχοινούσα δεν υπάρχουν κρυφοί θησαυροί να ανακαλύψεις. Ό,τι υπάρχει είναι μπροστά στα μάτια σου. Τα λευκά σπίτια, οι ανεμόμυλοι, οι πανέμορφες παραλίες, τα καταγάλανα νερά, η ενδοχώρα που χρυσίζει από το κριθάρι, οι σχοίνοι και οι ξερολιθιές. Δεν είναι μαγική εικόνα. Είναι αληθινή εικόνα που σε μαγεύει. Τα γαλάζια και δροσερά νερά στο Τσιγκούρι και στο Λιβάδι τα φτάνεις περπατώντας. Μην αποθαρρυνθείς από τις μεγαλύτερες αποστάσεις και χάσεις το Φυκιό, το Γερολιμνιώνα, την Ψιλή Άμμο, του Λιόλιου, την Αλυγαριά. Ειδικά την τελευταία που σε προστατεύει από τα αυγουστιάτικα μελτέμια. Σ’ όλα αυτά σε πάει και το τουριστικό σκάφος του Μανώλη, το μοναδικό του νησιού. Και σε ξαναπάει, γιατί μία φορά δε φτάνει να κολυμπήσεις στα καταγάλανα πεντακάθαρα νερά.

Ο τόπος, όμως, πάνω απ’ όλα είναι οι άνθρωποι του. Είναι λίγοι και μένουν κυρίως στο χωριό και στη Μεσαριά, το δεύτερο οικισμό και πολύ μικρό οικισμό του νησιού. Σου χαμογελούν, σε καλημερίζουν, σταματούν στο δρόμο και προσφέρονται να σε μεταφέρουν όπου πας, σε καλοδέχονται στα μαγαζιά και τα σπίτια τους και μπαίνουν κατευθείαν στην καρδιά σου. Μπορούν να χωρέσουν όλοι. Άλλωστε δεν ξεπερνούν τους 150.

Σ΄ ένα τόσο μικρό νησί, δεν περιμένεις να συναντήσεις την υψηλή γαστρονομία. Περιμένεις να δοκιμάσεις τη ντόπια φάβα, «καμάρι» του νησιού -και πραγματικά πεντανόστιμη-, φρέσκα ψάρια και θαλασσινούς μεζέδες, αλλά και ντόπια κρέατα και τίμιο μαγειρευτό φαγητό με υλικά από το μπαξέ και τα χεράκια όχι ενός σεφ με τρία αστέρια μισλέν αλλά μιας ντόπιας μαγείρισσας. Και, ναι, τα βρίσκεις! Xωρίς υπερβολή παντού στο νησί.

Και η νύχτα πέφτει στη Σχοινούσα.. Ξεκινάς πίνοντας τα κοκτέιλ σου με θέα τα φώτα στο Μερσίνι και την Ηρακλειά, αργότερα ανηφορίζεις στην πλατεία και καταλήγεις στο καφενείο να πίνεις ρακόμελα μέχρι το πρωί. Αντέχεις ακόμα; Πήγαινε στην άκρη του χωριού και δες τον ήλιο ν’ ανατέλλει πίσω από την Κέρο.
Κλικ! 17 Ιουνίου 21.15’: Περπατάω στο χωριό όταν το σκοτάδι της νύχτας δεν έχει ακόμη πέσει αλλά τα φώτα στο δρόμο είναι αναμμένα, προσπερνώ δυο γιαγιάδες που κάθονται στα σκαλιά μιας πόρτας και δροσίζονται με παγωτό ξυλάκι και κοιτάζω στο βάθος του δρόμου τον κόσμο που ξανά-συναντιέται..
Κλικ! 6 Ιουλίου 03.00’: Νύχτα με φεγγάρι και εμείς οι τρεις στο φουσκωτό δίπλα στον Αϊ Νικόλα στην είσοδο του λιμανιού. Η μηχανή σταματάει για λίγο. Γυρίζω και κοιτάζω πίσω. Απόλυτη ησυχία και τα φώτα στο Μερσίνι. Ο χρόνος σταματάει για πολύ.

Κλικ! 7 Ιουλίου 15.00’: Περπατάμε προς το Λιβάδι, περνώντας ανάμεσα από χωράφια με κριθάρι. Μαζί μου έχω την καλύτερη παρέα. Ο ήλιος μας καίει και εκείνα τα κάνει πιο χρυσά.

Έχω κρατήσει αυτές τις στιγμές να σκέφτομαι όταν ο Δεκέμβρης θα μου φαίνεται απελπιστικά μεγάλος. Έχει ξεμείνει και λίγη άμμος από το Τσιγκούρι ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου μου.

Σχοινούσα. Ο Παράδεισος σε μόλις 9 τετραγωνικά χιλιόμετρα έκταση. Τόπος μικρός και όμως δύο φορές δεν μου έφτασαν να τη γνωρίσω όλη. Θα ξαναπάω και πάλι δε θα μου φτάσει. Έχω αφήσει εκκρεμότητες πολλές. Θέλω να δω το νησί να γιορτάζει, γι’ αυτό θα ξαναπάω στη γιορτή της Φάβας και στο πανηγύρι της Παναγιάς της Ακαθής.
Πάντα μου φαινόταν μακρύ  το ταξίδι για τα νησιά της άγονης γραμμής. Ότι φτάνεις δύσκολα. Τελικά στη Σχοινούσα φτάνεις πολύ εύκολα, αλλά ΠΟΛΥ δύσκολα φεύγεις…