«Οι Ελληνοαμερικανοί – Ιστορία του Απόδημου Ελληνισμού των Η.Π.Α» (Μέρος 7o)

Δύσκολη ζωή στην αρχή

Φαίνεται ότι και η Ελληνική κυβέρνησις εζήτησε να αποθαρρύνη την μετανάστευσι με πλάγια μέσα. Ο Τύπος άρχισε να δημοσιεύη την περίοδο εκείνη επιστολές μεταναστών που περιέγραφαν με τα μελανότερα χρώματα την ζωή τους στην Αμερική. Το ότι οι επιστολές ήσαν σχεδόν όμοιες στο περιεχόμενο, δημιουργεί την υπόνοια ότι ίσως να είχαν “άνωθεν” την έμπνευσι και να αποτελούσαν μέρος μιας εκστρατείας που κατηύθυναν με κυβερνητική εντολή οι έλληνες εκπρόσωποι στην Αμερική.

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ήσαν ανυπόστατα αυτά που καταμαρτυρούσαν οι επιστολογράφοι. Οι περισσότεροι έλληνες μετανάστες ήσαν αναγκασμένοι να κά­νουν δουλειές του ποδαριού, να γίνουν “λούστροι”, μικρο­πωλητές, αχθοφόροι, πιατάδες. Ζούσαν μέσα σε τρώγλες, τέσσερεις και πέντε μαζί σ’ ένα δωμάτιο, για να οικονο­μήσουν μερικά δολλάρια να τα στείλουν στους δικούς τους στην Ελλάδα. Δυο-τρεις χιλιάδες δολλάρια την εποχή εκείνη ήταν ολόκληρη περιουσία, κι’  όσοι κατάφερναν να βάλουν στην μπάντα ένα ποσό, το έστελναν στην Ελλάδα για να παντρέψουν μια αδερφή, να συντηρήσουν την γυ­ναίκα και τά παιδιά που είχαν αφήσει πίσω, να βοηθήσουν γέρους γονιούς, να ξεπληρώσουν μια υποθήκη. Και δεν ήταν μόνο η διαφορετική γλώσσα, η έλλειψι πείρας, η άγνοια των νόμων, η διαφορετική κουλτούρα, που έκαναν δύσκολη την ζωή των πρώτων μεταναστών. Ήταν και η σκληρή στάσι που έδειχναν απέναντι στους νεοφερμένους ιδίως από τις μεσογειακές και βαλκανικές χώρες, πολλοί από τους βορειοευρωπαϊκής καταγωγής Αμερικανούς.

Δύο ήταν τα κύρια κίνητρα πίσω απ’ αυτή την αντίθεσι. Ο φόβος ότι οι νέοι μετανάστες προστιθέμενοι στο εργατικό δυναμικό θα επέφεραν συμπίεσι των ημερομισθίων. Το δεύ­τερο κίνητρο ξεκινούσε από μια ιδιότυπη μορφή ρατσισμού, από το συναίσθημα υπεροχής που εΐχαν οι Βορειοευρωπαίοι έναντι των μεσογειακών λαών και των Σλαύων. Τό 1902 ο Σάμιουελ Γκόμπερς[1] o τότε πρόεδρος της Αμερικανικής Εργατικής Ομοσπονδίας (American Federation of Labor / AFL) υπεστήριξε τhν επιβολή περι­ορισμών στην εισδοχή νέων μεταναστών. “H δύναμις αυτής της χώρας”, έγραφε, “στηρίζεται στην Ικανότητα και στην ευημερία των εργαζομένων. Αλλά τόσον η ικανότης όσον και η ευημερία του εργαζομένου λαού μας απειλούνται από την σημερινή μετανάστευσι. Φτηνά εργατικά χέρια, αμόρφωτοι εργάτες, μας παίρνουν τις δουλειές και κόβουν τά ημερομίσθια  μας.”

Το 1916, ο ρατσιστής Μάντισον Γκραντ έγραφε: “Αυτοί οι καινούργιοι μετανάστες δεν προέρχον­ται αποκλειστικώς από την Βορεία (Nordic) φυλή, όπως ήσαν οι προηγούμενοι, οι όποιοι ήλθαν εδώ αυτοβούλως για να βελτιώσουν τις κοινωνικές των συνθήκες. Σήμερα, οι εφοπλιστικές εταιρείες και τα μεταναστευτικά γραφεία διαφημίζουν την Αμερική ως την χώρα όπου ρέει μέλι και γάλα, και οι κυβερνήσεις επωφελούνται για να ξεφορ­τώσουν στην αμέριμνη, πλούσια, και φιλόξενη Αμερική τα αποβράσματα των φυλακών και των ασύλων… Ως εκ τούτου, η νέα μετανάστευσις περιλαμβάνει ένα μεγάλο και διαρκώς αυξανόμενο αριθμό παραλυμένων, πνευματικά αναπήρων, που ξεβράζουν τα κατώτατα στρώματα της Μεσογείου και των Βαλκανίων… Ο γηγενής Αμερικανός της Βόρειας (Nordic) καταγωγής θα εξαφανισθή τελείως. Δεν πρόκειται ο γηγενής Αμερικανός να αναμιχθή και να δημιουργήση οικογενειακούς δεσμούς με τις κατώτερες αυτές φυλές, αλλά ούτε και δύναται να συναγωνισθή τους νεοφερμένους εις τις χειρωνακτικές εργασίες και τα  κα­τώτερα επαγγέλματα.” [2]

Δεν ήταν μόνο ρητορικές και ακαδημαϊκές οι επιθέσεις. Πολλοί έλληνες πρωτοπόροι επλήρωσαν ακριβά την αντίθεσι “γηγενών”[3] προς τους νεοφερμένους, ιδίως από τις μεσογειακές και τις σλαυϊκές εθνότητες.

Το ρεύμα ογκώνεται, οι δεσμοί μένουν

Η εκστρατεία των επιστολών τελικά δεν έπιασε. Οι αριθμοί δείχνουν πως είχε το αντίθετο αποτέλεσμα. Στην επόμενη δεκαετία 1891–1900, 15.979 Έλληνες από την ελεύθερη Ελλάδα έφθασαν στην Αμερική. Την πιο μεγάλη ώθησι για την μετανάστευσι την έδωσε η κρίσις της σταφίδος, που έπληξε κυρίως την Πελοπόννησο την εποχή εκείνη. Όταν κατά τα μέσα του περασμένου αιώνος η φυλλοξήρα κατέστρεψε κατά μέγα μέρος τους αμπελώνες της Γαλλίας, έγινε στην Ελλάδα και ιδίως στην Πελο­πόννησο μια εντατική προσπάθεια για την δημιουργία αμπελώνων, με σκοπό τα ελληνικά αμπελουργικά προϊόντα να υποκαταστήσουν στην διεθνή αγορά τά γαλλικά. Η προσπάθεια εκείνη εσημείωσε επιτυχία και έτσι η σταφίδα έγινε ένα από τα βασικά εξαγώγιμα προϊόντα της περιοχής, με ετησία παραγωγή 120 – 150 χιλιάδων μετρικών τόννων.

Αλλά κατά την δεκαετία 1871-1879, οι Γάλλοι αμπελοκτηματίες άρχισαν με κυβερνητική υποστήριξι να φυ­τεύουν καινούργια αμπέλια και έτσι, μέσα σε λίγα χρόνια, ήσαν έτοιμοι να πάρουν πίσω τις αγορές που στο μεσοδι­άστημα είχαν στραφή προς την ελληνική σταφίδα, ιδίως στην Βρετανία και την Ρωσία. Επί πλέον, η ίδια η Γαλλία, που προηγουμένως αγόραζε την μισή σχεδόν ελληνική πα­ραγωγή –και την μεταπωλούσε στους παραδοσιακούς πε­λάτες της για να μην χάση την επαφή όσο θα κρατούσε το πρόβλημα της φυλλοξήρας– ενομοθέτησε προστατευτικά μέτρα για τους γάλλους παραγωγούς, περιορίζοντας δρα­στικά τις εισαγωγές από την Ελλάδα. Έτσι, οι έλληνες αγρότες που είχαν αντικαταστήσει τους ελαιώνες με αμ­πέλια, αντιμετώπισαν μια δεινή οικονομική κρίσι.[4]

Για αυτό και η μεγάλη πλειονότης των μεταναστών της περιόδου ήλθε από την Πελοπόννησο. Μετά δε τον άτυχο για την Ελλάδα πόλεμο του 1897, το ρεύμα άρχισε να ογκώ­νεται πραγματικά. Εκατόν εξήντα επτά χιλιάδες πεντακόσιοι δεκαεννέα έφυγαν από την Ελλάδα στην περίοδο 1901–1910, σχεδόν τα ένα τέταρτο του ενήλικου ανδρικού πληθυσμού της χώρας. Και θα πρέπει να τονισθή, ότι τά 95 τοις εκατόν των νεοφερμένων κατά τις πρώτες τέσσερεις δεκαετίες ήσαν άνδρες. Οι γυναίκες ήσαν ελάχιστες. Αργότερα, το ποσοστό θα άλλαζε ριζικά, όταν οι πρωτο­πόροι άρχισαν να φέρνουν κοπέλλες από την Ελλάδα για να φτιάξουν οικογένειες. Αλλά η αλλαγή αυτή επέρχε­ται αργότερα, κυρίως μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλε­μο. Τις πρώτες δεκαετίες, οι περισσότεροι έλληνες μετανάστες ζούσαν με την προσδοκία της επιστροφής τους στην Ελλάδα. Η καρδιά τους ήταν στον τόπο που γεννήθηκαν.

Οί συναισθηματικοί αυτοί δεσμοί βρήκαν πανηγυρική εκδήλωσι τό καλοκαίρι του 1912, όταν ο πόλεμος μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας ανεμένετο να εκραγή από στιγμή σε στιγμή.[5] Τις ελληνικές παροικίες στον Νέο Κόσμο τις εκυρίευσε πατριωτικός πυρετός. Τον Σεπτέμβριο, η οργάνωσι Ιερός Λόχος Εθελοντών έστειλε τηλεγράφημα προς την ελληνική κυβέρνησι με την προσφορά να κατέβουν τα μέλη της στην Ελλάδα για να πολεμήσουν κάτω από τα ελληνικά χρώματα. Στο Σικάγο ένα πλήθος παλλόμενο από εθνικό ενθουσιασμό συνεκεντρώθη στον ναό της Αγίας Τριάδος για να ξεπροβοδίση την πρώτη ομάδα εθελοντών που έφευγε γιά την Ελλάδα. Τον Οκτώβριο, η ελληνική κυβέρνησις εζήτησε να τεθή στην διάθεσι των εθελοντών το Μακεδονία. Τελικά, γύρω στις 25.000 επέστρεψαν για να πολεμήσουν με τον ελληνικό στρατό στην Μακεδονία, την Ήπειρο και την Θράκη. Δεδομένου οτι οι περισσότεροι υπηρέτησαν στις κανονικές μονάδες του τόπου της κατα­γωγής των και όχι σε χωριστά εθελοντικά σώματα, δεν υπάρχουν στατιστικά στοιχεία για το τι απώλειες υπέστη­σαν.

Πάντως οι απώλειες τους θα ήταν μάλλον σοβαρές συγκριτικά, επειδή οι περισσότεροι δεν πρόλαβαν να αποκτήσουν επαρκή στρατιωτική εκπαίδευσι προτού σταλούν στο μέτωπο. Καίτοι δεν υπάρχουν συγκεκριμένα στατιστικά στοιχεία, όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν προς την άποψι οτι η μεγάλη πλειονότης των εθελοντών επέστρεψε στην Αμε­ρική. Κατά την δεκαετία 1911 -1920, οι επίσημοι πίνακες δείχνουν οτι 184.201 Έλληνες ήρθαν στον Νέο Κόσμο. Ανάμεσά τους περιλαμβάνονται οι επανακάμπτοντες επίστρατοι και πολλές γυναίκες αυτή τη φορά. Με 350.000 και πλέον Έλληνες στην Αμερικανική Συμπολιτεία –τα μετα­ναστευτικά στοιχεία των ΗΠΑ αναφέρουν τον αριθμό 370.000– η παρουσία του ελληνικού στοιχείου δεν ήταν πια ένα παροδικό ή συμπτωματικό φαινόμενο. Η Ομογένεια είχε ριζώσει.


[1] Samuel Gompers (27 Ιανουαρίου 1850, Λονδίνο – 13 Δεκεμβρίου 1924,San Antonio, Τέξας): Αμερικανός εργατικός ηγέτης ιδρυτής και πρόεδρος της “Αμερικανικής Εργατικής Συνομοσπονδίας” από το 1886 μέχρι το θάνατό του το 1924 (με εξαίρεση το 1895). Υπήρξε ένας συντηρητικός ηγέτης που αγωνίστηκε να κρατήσει το εργατικό κίνημα στα πλαίσια των οικονομικών διεκδικήσεων, αποθαρρύνοντας ριζοσπαστικές και μεταρρυθμιστικές  πολιτικές επιδιώξεις. Επιδιώκοντας αποκλειστικά στις βελτίωση των οικονομικών συνθηκών, κράτησε την Ομοσπονδία πολιτικά ουδέτερη .αποθάρρυνε την είσοδο διανοουμένων μεταρρυθμιστών φοβούμενος ότι με την επιρροή τους θα προσανατόλιζαν την Ομοσπονδία σε μη οικονομικούς στόχους και επιδιώξεις στόχους της ομοσπονδίας .

[2] Ο Madison Grant (1865- 1937)., είναι  συγγραφέας του βιβλίου, The Passing of the Great Race or the racial basis of  European history, [New York, 1916].

[3] Μe τον όρο “γηγενείς,”  εκείνοι που ήσαν αντίθετοι στην εισροή μεσογειακών και σλαβικών λαών , εννοούσαν τους δυτικοευρωπαϊκής και βορειοευρωπαϊκής καταγωγής μετανάστες, που αποτελούσαν το συντριπτικό ποσοστό του πρώτου μεταναστευτικού κύματος, ή τους κατοίκους των βρετανικών αποικιών. Και βεβαίως, όχι τους πραγματικούς γηγενείς, δηλαδή τους Ερυθρόδερμους.

[4] Για τις σοβαρότατες κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες που προκάλεσε το “Σταφιδικό”, βλ., μεταξύ άλλων, Καίτη Αρώνη-Τσίχλη, Το Σταφιδικό Ζήτημα και οι Κοινωνικοί Αγώνες, Πελοπόννησος 1893-1905, [Παπαζήσης] Αθήνα 1999 // Ν. Οικονομόπουλος, Μελέτη επί του Σταφιδικού Ζητήματος,  Αθήναι 1911 // Πέτρος Πιζάνιας, Οικονομική Ιστορία της Ελληνικής Σταφίδας, 1851-1912, Αθήνα 1993.

[5] Ο Πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος, στον οποίο συμμετείχαν από τη μία πλευρά τα συνασπισμένα βαλκανικά κράτη, Βουλγαρία, Ελλάδα, Μαυροβούνιο και Σερβία και από την άλλη πλευρά η Οθωμανική Αυτοκρατορία ξεκίνησε στις 8 Οκτωβρίου 1912, όταν το Μαυροβούνιο κήρυξε πρώτο τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τα άλλα κράτη (Βουλγαρία, Ελλάδα και Σερβία) ακολούθησαν δέκα ημέρες αργότερα.