Η οδύσσεια ενός ομογενή επενδυτή

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ

Στις συχνές και από διαφορετικές πλευρές εκκλήσεις της ελληνικής Πολιτείας προς τους Ομογενείς  να έλθουν και να επενδύσουν στην γενέτειρα,  λίγοι είναι, δυστυχώς, αυτοί που ανταποκρίνονται.  Οι λόγοι πολλοί. Ο πλέον διαδεδομένος, η γραφειοκρατία που, όπως λένε, «τσακίζει κόκκαλα». Απομυζά, χρόνο, χρήμα και ενεργητικότητα του ενδιαφερόμενου … Ένας από τους Έλληνες που αγνόησε τις δυσκολίες και έσπευσε να απαντήσει θετικά στην πρόκληση «επενδύστε στην Ελλάδα»,  –σε τούτες τις δύσκολες ώρες- είναι ο ομογενής κ. Νίκος Δεληγιάννης. Έφερε συνάλλαγμα και επένδυσε ένα σημαντικό ποσόν στην σύγχρονη Τεχνολογία και, ειδικότερα, στα Φωτοβολταϊκά. Και έκτοτε ζει τη δική του Οδύσσεια…

Χρόνια στην Γερμανία  ο κ. Δεληγιάννης, έφυγε φτωχός, δημιούργησε οικογένεια και,  με σκληρή εργασία,  έφτιαξε και μία περιουσία.  Με δύο παιδιά, μία κόρη και έναν γιό, επέστρεψε στην Ελλάδα για να εγκατασταθεί οικογενειακώς. Η κόρη, Ευθυμία, συνεχίζει τις σπουδές της ενώ ο γιός, ο Θοδωρής, έχει τελειώσει τις δικές του και πλέον ασχολείται με την οικογενειακή επιχείρηση. Ο κ. Δεληγιάννης αποφάσισε ότι έπρεπε να επενδύσει στην πατρίδα του κάποια από τα χρήματα που απέκτησε και για να δώσει κίνητρα στα παιδιά του, μα και για να συμβάλει (σε έναν βαθμό) στην ελληνική οικονομία. Η ΡΗΡ ήλθε σε επικοινωνία μαζί του. Ένας ομογενής που επιστρέφει και επενδύει στην Ελλάδα, είναι ασφαλώς θέμα για ένα ομογενειακό μέσο ενημέρωσης.

Πήγαμε στην Αρκαδία και επισκεφτήκαμε τις εγκαταστάσεις των φωτοβολταϊκών που έχει πραγματοποιήσει.  Εντυπωσιαστήκαμε.  Ήταν φιλόξενοι, αυτός και η γυναίκα του Βασιλεία. Ήταν κατατοπιστικός όπως και ο γιός του Θόδωρος. Μας ξενάγησαν στις δύο περιοχές όπου έχουν εγκαταστήσει τα φωτοβολταϊκά. Τα φωτογραφήσαμε. Ζητήσαμε να μας πουν λεπτομέρειες.

Η επένδυση

Μας εξήγησαν πως λειτουργούν, μας έδωσαν λεπτομέρειες παραγωγής ρεύματος, μας ενημέρωσαν για τις τεχνολογικές εξελίξεις στον τομέα αυτόν.

Η πρώτη εγκατάσταση, στην Αρκαδία, είναι Περιστρεφόμενα φωτοβολτοταϊκά  ισχύος 100 Κιλοβάτ ενώ αποδίδουν 190.000 Κιλοβατόρες.

Η δεύτερη μονάδα,  βρίσκεται  στην Αργολίδα. Είναι σταθερά φωτοβολταϊκά ισχύος 500 Κιλοβάτ ενώ αποδίδουν 640.000 Κιλοβατόρες.

Να σημειωθεί ότι με αφορμή τις εγκαταστάσεις των φωτοβολταΪκών, αναβαθμίζονται και οι γύρω περιοχές καθώς σε πολλές περιπτώσεις γίνεται αντικατάσταση του πεπαλαιομένου δικτύου. Περνάνε καινούργιες γραμμές, ασφαλτοστρώνονται δρόμοι, όπου η πρόσβαση δεν είναι εφικτή και γενικά γίνονται έργα υποδομής στις όμορες περιοχές.

Η γραφειοκρατία

Ζητήσαμε από τον κ. Δεληγιάννη και το γιό του να μας εξηγήσουν το πώς είναι να επενδύει κανείς στην Ελλάδα.  Και, φυσικά, δεν εκπλαγήκαμε από τα όσα βίωσαν!

Πρώτα απ΄όλα, ο κ. Δεληγιάννης, με την έφεσή του να επενδύσει στη γενέτειρα στον τομέα των φωτοβολταϊκών, ήλθε αντιμέτωπος με την παθογένεια της ελληνικής δημόσιας διοίκησης.

Όταν η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) αποφάσισε να συμπληρώσει τις πηγές εφοδιασμού της με καθαρό ρεύμα από την ηλιακή ενέργεια, χρηματοδοδώντας εγκαταστάσεις φωτοβολταϊκών στη χώρα, σε οικόπεδα ή ακόμη και σε ταράτσες σπιτιών, δεν πρόβλεψε σωστά ούτε το ενδιαφέρον που θα εκδήλωνε ο αγροτικός κυρίως πληθυσμός, ούτε την ποσοσότητα που θα μπορούσε να απορροφήσει ούτε, φυσικά το κόστος που θα μπορούσε να πληρώνει για κάθε κιλοβατόρα που θα προήρχετο από τα αγροτικά φωτοβολταϊκά.

‘Ετσι πολύ σύντομα συνέβησαν πολλά, θα αναφέρουμε εδώ δύο μόνον από αυτά:

1. Η πληθώρα αιτήσεων για εγκατάσταση φωτοβολταϊκών –και μάλιστα, με διαρκώς αυξανόμενους αριθμούς αιτήσεων- ξεπέρασε τους υπολογισμούς των τεχνικών της ΔΕΗ με αποτέλεσμα σύντομα νομοί να κηρυχθούν ως κορεσμένοι και να μην δίδονται νέες άδειες.

2. Η ανεξέλεγκτη χορήγηση αδειών στην αρχή του προγράμματος, χωρίς να ζητούνται εχέγγυα υλοποίησης της επένδυσης, έφερε στην κατοχή κάποιων «επενδυτών» άδειες οι οποίες παρέμειναν ανεκτέλεστες, αφού σε περιπτώσεις οι ¨αδειούχοι» δεν διέθεταν ούτε καν το οικόπεδο!

Έτσι,  οι άδειες αυτές «απέκτησαν»  υπεραξία. Με αποτέλεσμα όσοι φρόντισαν  να εξασφαλίσουν μια άδεια (πληρώνοντας 3-4000 ευρώ) στη συνέχεια να την μεταπουλούν σε πολύ υψηλή τιμή.

«Πλήρωσα πολλά χρήματα για να πάρω την άδεια από ιδιώτη που την κατείχε χωρίς να έχει πραγματοποιήσει την επένδυση. Επλήρωσα εγώ για την άδεια για 100 KW 74.000 ευρώ! Επιπλέον πλήρωσα και 20.000 ευρώ για το οικόπεδο», μας είπε ο κ. Δεληγιάννης.

Ο κ. Δεληγιάννης χρειάστηκε και μία δεύτερη άδεια. Βρήκε κάποιον του οποίου η άδεια έληγε τέλος Ιουλίου 2012 και θα την έχανε, αφού δεν είχε τη δυνατότητα να εκτελέσει την επένδυση. «Έτσι κάναμε φιλικές διαπραγματεύσεις και πήραμε την συγκεκριμένη άδεια σε λογική τιμή».

Το ερώτημα στα χείλη του είναι εύλογο: «Πώς δίδονται άδειες σε ανθρώπους που δεν μπορούν να τις υλοποιήσουν; Δεν αντιλαμβάνεται η πολιτεία ότι έτσι δημιουργείται και συντηρείται ένα κύκλωμα εύκολου κέρδους με όλα τα επακόλουθα;»

Ένα δεύτερο ερώτημα, γιατί καλείται ο επενδυτής που θα αγοράσει την άδεια να επενδύσει στο όνομα εκείνου που την έχει εκδώσει; Από τη στιγμή που πληρώνει την άδεια, γιατί αυτή να μην γυρίζει αυτομάτως στο όνομά του;

Οι γραφειοκρατικές αγκυλώσεις δεν σταματούν εδώ. Παράδειγμα: Οι όροι σύμβασης έχουν ολοκληρωθεί από τον Ιούλιο.  Η μονάδα συνδέθηκε με τη ΔΕΗ το Σεπτέμβρη, όλα σύμφωνα με το πρόγραμμα.  Ωστόσο, είμαστε στον Οκτώβρη και ακόμη δεν έχει επιστραφεί η εγγυητική επιστολή αξίας αρκετών χιλιάδων ευρώ… Δεδομένου, μάλιστα, ότι ακόμη δεν έχει αρχίσει καν η καταβολή (εξόφληση) εκ μέρους της ΔΕΗ του αντιτίμου του ρεύματος που παίρνει από τις εγκαταστάσεις, αντιλαμβάνεται κανείς τις ανάγκες ρευστότητος που δημιουργούνται ιδιαίτερα εάν κάποιοι έχουν πάρει και δάνεια.

Θελήσαμε να κλείσουμε το ρεπορτάζ με μία ερώτηση: Μετανιώσατε που επενδύσατε στην Ελλάδα; Η απάντηση ήταν μάλλον απρόσμενη αν λάβει κανείς υπόψη του όλα όσα προαναφέρθηκαν. «Όχι, και ξέρετε κάτι;  Νομίζω πως τελικά όλα θα πάνε καλά», μας είπε ο κ. Νίκος Δεληγιάννης.

*Φωτογραφία πρώτης σελίδος: Η μία από τις δύο εγκαταστάσεις φωτοβολταϊκών του κ. Δεληγιάννη.