Πως θα μπορούσε να λειτουργεί το ελληνικό λόμπι στις ΗΠΑ: 7ο

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ

Βέβαια η αλήθεια, όπως γράψαμε χθες, είναι ότι οι Ελληνοαμερικανοί του Οχάϊο έδωσαν περιωπή στην αναιμική νίκη του Τζίμυ Κάρτερ.  Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από τα στοιχεία τα οποία έχουμε στη διάθεσή μας.  Τα ίδια στοιχεία αφήνουν, όμως,  ερωτήματα και για μία άλλη Πολιτεία, την Πενσυλβάνια όπου επίσης υπήρχε μεγάλος όγκος Ελληνοαμερικανών. Στην μεγάλη αυτή ανατολική Πολιτεία, οι διαφορές ανάμεσα στους δύο διεκδικητές της Προεδρίας ήταν πολύ μεγαλύτερες.  Γι αυτό και η οποιαδήποτε ανάλυση εκ των υστέρων δεν παρέχει φερεγγυότητα ως προς την πραγματική “συνεισφορά” των Ελληνικής καταγωγής ψηφοφόρων στην εκλογή του Τζίμυ Κάρτερ.

Ωστόσο, στην πολιτεία αυτή υπήρχαν τότε περισσότερες από 32 Κοινότητες. Περισσότερα από κάθε άλλη Πολιτεία Τμήματα της ΑΧΕΠΑ . Και μεγάλες  παροικίες, όπως της Φιλαδέλφειας, του Σκράντον, του Πίτσμουργκ, του Μονεσσέν, του Ρέντιηγ και διάσπαρτες άλλες μικρότερες σε ολόκληρη την Πολιτεία.  Παραμένει γι αυτό, το ερωτηματικό. Στην Πενσυλβάνια κέρδισε ο Κάρτερ με διαφορά 128.456 ψήφων.  Το ερώτημα που προκύπτει είναι: Ήταν μέσα σ΄αυτούς τους ψήφους οι μισοί και ένας περισσότερος, Ελληνοαμερικανοί;

“Μπορούμε να ισχυριστούμε με σοβαρές αξιώσεις ότι οι μισοί και ένας από τους 128.455 ψήφους δηλαδή 64.229 ήταν ελληνοαμερικανοί; Εάν υπήρξαν και ψήφισαν τον Κάρτερ οι τόσοι ελληνοαμερικανοί, τότε βέβαια, η νίκη του Κάρτερ  και η ήττα του Φόρντ θα είχε εξάπαντως  αδιαφιλονίκητα και αδιαμφισβήτητα την ελληνοαμερικανική και μόνον σφραγίδα”, όπως σημειώνει στο ίδιο ανέκδοτο ακόμη πόνημά του  ο εκλιπών πατριώτης, αγωνιστής εκδότης, αναμορφωτής και ουσιαστικός θεμελιωτής του “Εθνικού Κήρυκα”, Μπάμπης Μαρκέτος.

Και προσθέτει: “Εάν υπήρχε πραγματικός σύνδεσμος,  οργανωμένος και άγρυπνος μεταξύ της μητρόπολης του Ελληνισμού, των Αθηνών με άλλους λόγους, με την Ομογένεια της διασποράς, αυτό και αν ήταν κάπως δύσκολο, δεν θα ήταν διόλου αδύνατο να διερευνηθεί αμέσως, τότε, και επί τόπου πράγμα που κατά πάσα πιθανότητα θα επέτρεπε να έχουν θέσει οι Ελληνοαμερικανοί την προαναφερθείσα σφραγίδα του ισχυρισμού ότι ναι, οι ελληνοαμερικανοί έδωσαν τη νίκη σ΄έναν Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών”.

Και το σημαντικότερο, προσθέτουμε εμείς: Ότι οι Ελληνοαμερικανοί, για την στάση τους μπροστά στην Κυπριακή τραγωδία και τον εκτραχυλισμό του τουρκικού σωβινισμού, “τιμώρησαν” το δίδυμο Φόρντ-Κίσσιγκερ και ανέδειξαν Πρόεδρο των ΗΠΑ τον υποψήφιο που υποστήριξε τις ελληνικές θέσεις, ανεξάρτητα από το τι θα έκανε ή δεν θα έκανε, όπως και δεν έκανε ο Κάρτερ για την υπόθεση αυτή τελικά.  Σκέφτεται κανείς, όμως, αν η απλή υπόθεση είχε ερευνηθεί και είχε αποδειχθεί ως θεώρημα, σε ποιά ύψη θα ανέβαινε η πολιτική δύναμη της Ομογένειας, τι θάρρος θα αποκτούσαν, ποιός θα ήταν έκτοτε ο ρόλος που θα μπορούσαν να διαδραματίσουν και -ενδεχομένως- ποιά θα ήταν και η εξέλιξη των εθνικών μας θεμάτων καθώς και ο ίδιος ο Κάρτερ θα βρίσκονταν “αιχμάλωτος” της πολιτικής δύναμης που πιστοποιημένα θα αντιπροσώπευαν οι ελληνοαμερικανοί ψηφοφόροι του;

Η απρονοησία του ελληνικού κράτους δεν το επέτρεψε αυτό.  Χάθηκε μια μοναδική ευκαιρία. Θα αποθεώναμε σήμερα το  “ελληνικό λόμπι” στις ΗΠΑ αντί να το αμφισβητούμε.  Ωστόσο, σαν αυταπόδειξη του ισχυρισμού, είχαν οι Ελληνοαμερικανοί τις νέες τους κατακτήσεις εκείνη την ώρα, μέσα στο επίκεντρο του πολιτικού φάσματος των ΗΠΑ. Με τη νίκη του Κάρτερ, πανηγύρισαν τις επιτυχίες του Σαρμπάνη, του Μπραδήμα, του Γιάτρον, του Τσόγκα  και του Μπάφαλη.

Ο Σαρμπάνης ήταν ο πρώτος -και όπως αποδείχθηκε εκλεκτός- ελληνοαμερικανός που έμπαινε στο πανίσχυρο  Σώμα της Αμερικανικής Γερουσίας. Ο Τσόγκας, εάν δεν είχε ατυχήσει τραγικά με την υγεία του, είχε εξαιρετικές πιθανότητες, όπως απεδείχθη από τη φορά των πραγμάτων, να ήταν ο πρώτος ελληνοαμερικανός Πρόεδρος των ΗΠΑ. Οι Γιάτρον και Μπάφαλης διέγραψαν αξιοσημείωτη πορεία.

Αναφορικά τώρα με το μεγάλο γιατί δεν τήρησε τις προεκλογικές του δεσμεύσεις ο Πρόεδρος Κάρτερ (και που έδωσε μία ακόμη αφορμή ορισμένοι κύκλοι στην Αθήνα να αμφισβητήσουν την αποτελεσματικότητα του ομογενειακού “λόμπι”) πρέπει κανείς, έστω και παρενθετικά,  να σημείωσει ότι αυτές, υπό τον φακό και της συναισθηματικής φόρτισης της περιόδου, υπερτονίστηκαν, όχι από την ομογενειακή, αλλά από την ελληνική διοίκηση η οποία έμεινε μακριά από την αμερικανική νοοτροπία και πολιτική κουλτούρα των “ίσων αποστάσεων” αλλά και της αυτονόητης “φιλοσοφίας” στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής κάθε χώρας…

Επιγραμματικά:

1. Ο Κάρτερ σε όσα προεκλογικά έλεγε επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής και ιδιαίτερα στα όσα αφορούσαν τον ελληνισμό, δεν κατόρθωνε να είναι σαφής και θετικός στα λεγόμενά του.  Στις 7 και 10 Σεπτεμβρίου του 1976, σε συνένετυξή του στην “Ελευθεροτυπία” είχε δηλώσει: “Η παροχή στρατιωτικής βοήθειας προς την Τουρκία πρέπει να συνεχισθεί με την πρόοδο για την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος”. Αυτό ήταν και το μεγαλύτερο άνοιγμά του το οποίο, εντούτοις, δεν είχε ενταχθεί μεταξύ των δηλώσεων εκείνων που εθεωρούντο ότι αντιπροσώπευαν επίσημα τις θέσεις του…

Αυτό είχε εγκαίρως επισημανθεί από την ομογένεια. Η ελληνική Πολιτεία, ωστόσο, ποτέ δεν έδωσε την προσήκουσα προσοχή, ποτέ δεν αφουγκράστηκε τον πέρα του Ατλαντικού ελληνικό παλμό που διατύπωνε ήδη πριν ακόμη από την εκλογή του Κάρτερ επιφυλάξεις για τα όσα του αποδίδοντο ως προθέσεις του για το Κυπριακό. “Μας έδωσε το ελάχιστο ο Κάρτερ μέχρι τώρα. Εξεμεταλλεύθη πολιτικώς την περίπτωση του Κυπριακού εναντίον του Φόρντ, αλλά δεν είπε όσα είχαμε το δικαίωμα να αναμένομε ότι ήταν πρόθυμος να υπογραμμίσει και να διακηρύξει με το <νέο Πνεύμα> που έλεγε ότι επρόκειτο να διέπει την εξωτερική πολιτική”, έγραφε προεκλογικά ο Μπάμπης Μαρκέτος. Και πρόσθετε ότι “η δυστοκία αυτή μας ανησυχεί”.  (26 Οκτωβρίου 1976 Εθνικός Κήρυξ).

2. Οι πανηγυρισμοί των Ελλήνων, με την εκλογή του Τζίμυ Κάρτερ, δημιούργησαν την ψευδαίσθηση στην Αθήνα ότι επίκειτο η μονομερής παρέμβαση των ΗΠΑ για να εκδιωχθούν τα στρατεύματα κατοχής από την Κύπρο.  Η ψευδαίσθηση αυτή της Αθήνας προκάλεσε την αίσθηση της  Άγκυρας που ίσως πίστεψε ότι κάτι είχε συμφωνηθεί πίσω από την πλάτη της μεταξύ Αθηνών και Ουάσιγκτον και αντέδρασε με τρόπο που υποχρέωσε τον Αμερικανό Πρόεδρο ένα μήνα μετά την εκλογή του και επτά εβδομάδες πριν από την ορκομωσία του να δηλώσει, μιλώντας προς τα Μέλη της Επιτροπής Διεθνών Σχέσεων της Γερουσίας,  ότι: “Οι πανηγυρισμοί των Ελλήνων για την εκλογή μου δεν σημαίνουν  ότι στο πρόσωπό μου απέκτησαν κανένα συνήγορο κατεχόμενο από αίσθημα μεροληψίας και προκαταλήψεως εναντίον οποιασδήποτε άλλης χώρας…” εξυπονοώντας, φυσικά, την Τουρκία…

Το άρθρο του Μπάμπη Μαρκέτου, της επόμενης ημέρας,  με τον τίτλο “Όχι κ. Κάρτερ” ήταν απλό στη δομή του, απαλλαγμένο από αίσθημα οργής, αλλά αδυσώπητο στο νόημά του και στηριγμένο στον πυρήνα του προβλήματος που δεν είχε γίνει, προφανώς, επαρκώς αντιληπτός και στην πολιτική Αθήνα: Ότι “υπολογίζαμε όχι στην μεροληψία και την προκατάληψή του εναντίον κανενός , αλλά στην αμεροληψία που αξιώναμε να έχει στο χειρισμό του Κυπριακού μόλις θα ορκιζόταν κινούμενος στους χειρισμούς αντικειμενικά και ανεξάρτητα πού, από αυτό και μόνον θα προέκυπτε αυτομάτως ο σεβασμός προς τον ισχύοντα Αμερικανικό Νόμο που τόσο ετσιθελικά και αυθαίρετα παραβίαζε ο προκάτοχός του Πρόεδρος Φόρντ”.

ΑΥΡΙΟ Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ