Ποιός το περίμενε;

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ

Σαν μαθεύτηκε το νέο σάστισαν, ποιός περίμενε αυτοί

του κράτους ισχυροί αβασταγοί,

που περιέφεραν εν είδη επιταφείου

σε κάθε πολιτικού γραφείου,

λόγια και ισχύ ν΄ αποσπάσουνε στηρικτικά

και ει δυνατόν, παινετικά

για το μεγάλο τους ταλέντο,

ότι θα φθάναν στο μοιραίο,

στον δυστυχή τον τόπο τον ωραίο,

όπου κάποιος θα τους έλεγε, εμπρός:

από το κάστρο τούτο το ισχυρό έξω εβγάτε!

Έτσι, αλαφιασμένοι από το ξαφνικό κακό

που όμοιό του άνθρωπος άλλος να μην δει,

σωριάστηκαν σε ερείπεια κεραυνοβολημένα

σαν έμειναν μετέωροι,  στου πουθενά την άκρη.

Πίκρα και δάκρυ!

Κόσμος μαζεύτηκε πολύς -Πάντα πολλοί είναι που τρέχουν σε κηδείες,

μαθές από καϋμό ή λύπηση ή και από τα δύο,

άλλοι από περιέργεια και άλλοι από συμπόνια.

Κάποιοι μαθές να δουν τον πεθαμένο από κοντά,

μιάς και ζωντανός ούτε ματιά,

μέσα στο ισχυρό το κάστρο του αραγμένος

ούτε καταδεχότανε μαζί τους να συμπράξει…

Είναι γι αυτό που οι συγγενείς κοιτιώνται μεταξύ τους:

Αν ζωντανός είχε μαθές τόσους φίλους γκαρδιακούς κι αγαπημένους

πως έφθασε  αυτόχειρας μόνος κι απελπισμένος;

Ήταν όμως πλάνη  μιας στιγμής που σκέφτηκαν πως τώρα

που άνοιξαν τα στεγανά και ίσως να πέσουν κι άλλοι

όμοια με κείνους βολεμένοι να σταθούνε,

κάλλιο να δείξουμε πολλοί μήπως μας φοβηθούνε!

Μα ο προεστός εθέριεψε σαν ένοιωσε την πείνα

να του τραβά τα σωθικά, τα πόδια να του κόβει.

Ή τώρα είπε, ή ποτέ και το σπαθί αρπάζει

με μιας να κόψει το δεσμό στο χάος να γκρεμίσει

το θηριό που τράφηκε απ’  δικό του αίμα.

Μοιρολογήματα πολλά εκεί που φτύναν όλοι!

Στέκουν οι πάντες ενεοί πάνω από τη μαυρίλα.

Μ΄απ΄όλους βροντερότερος εκείνος ο Μπενίνο

όλμους και πύραυλους πολλούς,

πύρινους λόγους κι αφορισμούς

basta και άλλα τέτοια και κρίση πήγε να προκαλέσει,

ώσπου μαθεύτηκε μαθές πως και ο ίδιος, με υπογραφή

δίχως νροπή

τα είχε ετοιμασμένα!

Τότε εγένετο αχός, κι ο μορφονιός ο άλλος

ακόμη ψήλωσε πολύ σε μπόι και σε τόνο.

Κι έφθασε νύχτα σκοτεινή, πολλά συλλογισμένη

άλλοι ελέγανε πως ναι, τέτοια που ήταν ας πάει

κι άλλοι πως ήτανε μαθές άκομψο, τραβηγμένο.

Και βουερή υψώθηκε τώρα καινούργια αντάρα

πως ρίξανε αμπάρα

στην ελεύθερη του λόγου εκφορά.

Ανοίκειο κι ανοίκουστο

φίμωτρο να σου βάλουν…

Μα ο λαός δεν έδωσε πάνω από μια δεκάρα

σημασία και ένοια βαθύτερη καθώς άλλα τον καίγαν

ακόμη πιο επίπονα κι ακόμη πιο σπουδαία

το αύριο που και αυτό ίδιο φαινόταν μαύρο…