ΚΥΡΙΑΚΗ: Ωδή σε ένα ευχαριστώ VI.

100 τὰ φύλα τῶν ἀνθρώπων

μόνιασαν μπρὸς στὸν Θεὸ τῆς ἀντιδικίας.

Τὸ ὑπέρμετρο ἐγώ τους

ὑπηρετεῖται ἐπάξια ἀπὸ τοὺς ἀνοήτους, Κύριε.

101 καὶ μάχη μεταξὺ τῶν δύο φίλων θὰ γεννηθεῖ

καὶ τὸν πρῶτο ἢ δεύτερο ρόλο ἢ τὴν ἰσότητα θὰ ἐπιζητοῦν.

Μὰ δὲν εἶναι αὐτὲς οἱ ἔννοιες καὶ οἱ ἀρχές,

ὁ πραγματικὸς ἄνθρωπος.

102 καὶ ἤτανε ἡ γυναίκα ἄγγελος καὶ εἶπαν στὴν γὴς

πῶς δεύτερη ἤτανε, καὶ πὼς ἔπρεπε τὸν ἄρρενα νὰ ὑπηρετεῖ,

μὰ δὲν ἤξερε ὁ θυμός της, πὼς καὶ οἱ ἄγγελοι ὑπηρετοῦν.

Καὶ ἤθελε πρώτη νὰ’ναὶ καὶ ἤθελε οἱ πράξεις της καὶ ἡ τιμή τους,

νὰ σχετίζονται μὲ τοὺς ἀριθμούς, μά, ξεπέφτοντας στὴν σημασία

τῶν ἀριθμῶν, ἴσως οὔτε τρίτη ἢ τέταρτη μπορεῖ , ἔτσι νὰ’ναὶ .

103 καὶ ἤτανε ὁ ἄνδρας πρῶτος καὶ τοῦ δόθηκε ἡ ἐντολή,

τὴν γυναίκα νὰ ἀγαπᾶ, καὶ αὐτὸς δὲν θέλησε,

οὔτε θυμότανε πιά, πὼς ὁ πρῶτος πρέπει νὰ’ναί,

καὶ τώρα οὔτε δεύτερος, οὔτε τρίτος καὶ αὐτὸς θὲ νὰ’ναί.

Καὶ ἔδειξε καὶ ὁ ἄνδρας, ὅτι οὔτε αὐτὸς δὲν ἤξερε,

τὴν ψυχὴ τῆς γυνακείας ἀξιοπρέπειας καὶ φιλίας, νὰ τιμᾶ.

Οὔτε θυμότανε πιὰ ὅτι ἤτανε ἐρωτικὴ γιορτὴ

ὁ διαχωρισμὸς τῶν φύλων ἀπὸ τὶς ψυχὲς

καὶ τὸ θηλυκό του ταίρι ἔπρεπε μὲ τὴν τιμιότητα

τοῦ πραγματικοῦ ἔρωτα νὰ ἀγαπᾶ.

Μὰ δύο φύλα πραγματικὰ ὑπάρχουν.

Τὸ ἄρρεν, τὸ καλὸ ποὺ εἶναι ὁ ἥρωας τῆς ἀγάπης.

καὶ τὸ θῆλυ, ἡ ἀγάπη, ποὺ ἡ αἰτία

τῆς ὕπαρξής της, ἐνσαρκώνει τὴν χαρὰ στὸ καλό.

104 καὶ ὅλα θὰ πειραχθοῦν, ὅλα θὰ ἀλλοιωθοῦν

γιατί ἔτσι θὲ νὰ νομίζουμε πὼς μποροῦμε καὶ πρέπει.

105 μὰ αὐτὰ πραγματικὰ νὰ ἀλλάξουν δὲν μποροῦν

καὶ εἶναι σταθεροὶ οἳ νόμοι

μέχρι ὁ Κύριος νὰ μᾶς ἀποδείξει τοὺς εὐφυολόγους

συσχετισμοὺς ποὺ διατηροῦν τὶς παρουσία τῶν θανάτων

καὶ τὶς ἐπιδράσεις τους, στοὺς κανόνες τῆς ζωῆς.

106 θηρία τοῦ φτωχόψυχου πλούτου,

ποῦ αὐτὸν θέλησαν νὰ ὑπηρετοῦν, θὰ κλαύσουν,

μονάχα οἱ φτωχοί, θὰ νοιώσουν τὴν συμπόνια τῶν ἀγγέλων.

107 καὶ οἱ πόλεις ποὺ καταστράφηκαν, δὲν θὰ γνωρίζουν

τὶς τύχες τῶν ἀνθρώπων ποὺ κατοικοῦσαν σὲ αὐτὲς

μήτε τῶν ἀνθρώπων τὶς ἀκοὲς

θὰ συντροφεύουν ξανὰ τὰ ὀνόματά τους.

108 καὶ ἡ εἰρήνη, ποὺ ἂν καὶ τόσο ἐπιθυμοῦμε

τὴν παρουσία της στοὺς πολέμους μας,

φανερὰ τὶς ἐλπίδες της, νὰ μᾶς ἐπισκεφθοῦν, σκοτώνουμε.

Κὰ ὅλα αὐτὰ δείχνουν πὼς ἐπιθυμοῦμε μονάχα

νὰ συγγενεύουμε μὲ τὴν κατώτερη ἀρετή, τῆς φθορᾶς Κύριε.

109 καὶ θερμὲς σφαῖρες θανάτου στὴν γῆ θὰ κυλοῦν

καὶ οἱ λίγοι αὐτὴ τὴν ζεστασιὰ τοῦ θανάτου θὰ ἀκολουθοῦν.

110 καὶ ἡ γῆ Κύριε, θὰ ὁμοιάζει

ὡσὰν πρὶν ἡ ἐπιθυμία τῆς καλοσύνης σου

προκληθεῖ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τῆς ἀγάπης σου

τὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ πλάσεις καὶ τοῦ ἐπιτρέψεις

μὲ τὴν περίσσια τιμὴ τοῦ κυριάρχου σὲ αὐτὴν νὰ κατοικεῖ.

111 καὶ οἱ ἐλπίδες τῆς ὕλης, τὰ παιδιά, ποὺ ὅμως ἀνήκουν καὶ στὴν ζωὴ

τὶς ἀρετὲς τῆς φωτιᾶς, ποὺ σ’αὐτὲς κάνουν φιλοφρονήσεις

καὶ οἱ πόλεμοι, καὶ πάλι γοργὰ θὰ ἀσπαστοῦν.

112 Αὐτοὶ οἱ ἐχθροί σου τώρα πιά, Κύριε, καὶ θὰ συμμαχοῦν

μὲ τὸ πιστεύω τῆς κάθε ἀνομίας γιὰ νὰ προστατευθοῦν,

μὰ ἀνίσχυρα ὅλα αὐτὰ στὴν ὀργή σου, Κύριε.

ΙΩΑΝΝΗΣ.Η.Μ.ΒΑΣΣΟΣ

[], []