ΑΝΑΛΥΣΗ: Η Κυβέρνηση, ο κ. Τσίπρας και η πρόταση μομφής

ΑΝΑΛΥΣΗ

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ

Ένας από τους πολλούς λόγους για τους οποίους η Ελλάδα παραμένει χρόνια τώρα αναπτυξιακά καθηλωμένη, άτολμη σε διαρθρωτικές αλλαγές και  φοβισμένη σε ριζοσπαστικές τομές, είναι το λεγόμενο “πολιτικό κόστος”.  Δηλαδή, σε απλά ελληνικά, οι ψήφοι που στις επόμενες εκλογές θα διαρρεύσουν προς άλλα κόμματα, ως αποτέλεσμα της δυσαρέσκειας ή του ξεβολέματος  που μπορεί να προκαλέσουν ορισμένα (οικονομικά κυρίως) μέτρα σε μερίδα των ψηφοφόρων της.

Την φυσιολογική αυτή “τάση” αντίδρασης των ψηφοφόρων, που ακυρώνει την κυβερνητική δράση, μεγιστοποιεί το «σύνδρομο της αντιπολίτευσης». Δηλαδή,  η συστηματική πρακτική των πολιτικών κομμάτων και -πρωτευόντος- της εκάστοτε αξιωματικής αντιπολίτευσης να μην συμφωνεί εκ προοιμίου με απολύτως καμμία κυβερνητική επιλογή,  με απολύτως κανένα μέτρο. Ούτε καν σε επίπεδο εθνικών θεμάτων…  Με άλλα λόγια, η τακτική της  αντιπολίτευσης  για την αντιπολίτευση. Τίποτε θετικό, τίποτε αποδεκτό.

Το παράδειγμα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και πρόσφατο είναι και διδακτικό. Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι βρήκαν “κοινό τόπο” και τελικά ψήφισαν την αύξηση του Δημόσιου χρέους, τερματίζοντας την σύντομη “¨στάση πληρωμών” του αμερικανικού δημοσίου, που είχε ως μία από τις συνέπειες την προσωρινή διακοπή απασχόλησης περίπου 800.000 υπαλλήλων.

Δεν είναι αυτή ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που οι Γερουσιαστές και Βουλευτές των δύο αντιθέτων κομμάτων συνεργάζονται για την υπερψήφιση ενός νομοσχεδίου, θετικού ή και αρνητικού για την Κυβέρνηση και το Λευκό Οίκο. Ούτε είναι η Αμερική η μόνη  χώρα στον κόσμο στην οποία συμβαίνει κάτι τέτοιο.

Αντίθετα, η Ελλάδα είναι το μοναδικό, ίσως, κράτος στην ΕΕ και στο δυτικό κόσμο, όπου η συνεργασία ανάμεσα σε βουλευτές της  Κυβέρνησης και της Αντιπολίτευσης, αλλά ακόμη και η έκφραση διαφορετικής γνώμης μέσα στο ίδιο κόμμα,  θεωρείται από έγκλημα έως εσχάτη προδοσία. Αυτό, παρά και το Σύνταγμα (άρθρο 60) που διασφαλίζει “…απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση” του βουλευτή!

Έτσι, μόλις το 1989 είχαμε μια πρώτη και βραχύχρονη “σύμπραξη” αντιπολιτευόμενων κομμάτων (κοινοβουλευτική στήριξη του ΚΚΕ σε κυβέρνηση ΝΔ). Το εγχείρημα επαναλαμβάνεται σήμερα (2013) με την κυβερνητική, πλέον, συνεργασία ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, ενώ έχει ήδη αποχωρήσει ο τρίτος «συμβαλλόμενος», η ΔΗΜ.ΑΡ.

Και τότε και τώρα, η διακομματική συνεργασία όχι μόνο δεν τυγχάνει ευρείας θετικής αποδοχής από όλα τα κόμματα, αλλά, αντίθετα, πυροδοτεί αντιδράσεις τόσο σε εσωκομματικό πεδίο όσο και στην εκλογική  βάση.

Ούτως εχόντων των πολιτικών μας πραγμάτων,  προδιαγεγραμμένο είναι και  το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας που θα διεξαχθεί τα μεσάνυχτα της Κυριακής, επί της πρότασης μομφής κατά της κυβέρνησης που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ.

Αλλά και η ίδια η πρόταση δυσπιστίας  του κ. Τσίπρα είναι μία πολιτική πράξη με σαφείς μικροκομματικούς υπολογισμούς.  Δεν είναι μία ενέργεια για να προκληθεί μέσω αυτής κυβερνητική αλλαγή ούτε για να υποχρεώσει σε μία μεταβολή της  κυβερνητικής  πολιτικής, αφού και για τα δύο δεν επαρκούν  τα «κουκιά». Ούτε είναι ξεκάθαρο πως και αν κάτι τέτοιο συνέβαινε, αυτό, υπό τις κρατούσες συνθήκες, θα απέβαινε θετικό για την χώρα και τους εργαζόμενους.

Όσο και αν δεν το αποδέχεται ο κ. Τσίπρας, βαθύτερος στόχος της κίνησής του είναι  η συσπείρωση του κόμματός του μετά τα σοβαρά προβλήματα που προέκυψαν και τις  δυναμικές αντιδράσεις που πυροδότησε εσωκομματικά η ομιλία του στο πανεπιστήμιο του Τέξας καθώς για πρώτη φορά υποστήριξε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ (ως κυβέρνηση) δεν θα επιδιώξει την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη…

Αλλά ακόμη και εάν απορρίψει τον συγκεκριμένο  λόγο ο κ. Τσίπρας,  η επόμενη υπαρκτή αιτία  της κίνησής του,  είναι η εκτίμησή του ότι θα έχει πολιτικό όφελος. Ευελπιστεί ότι θα αναδειχθούν οι όποιες αδυναμίες της κυβέρνησης αλλά και της οικονομικής πολιτικής που ακολουθεί.  Ελπίζει, ακόμη,  σε τυχόν αιφνίδιες διαφορετικές φωνές εντός του κυβερνητικού συνασπισμού που και εάν δεν τον ανατρέψουν, θα θέσουν σε δοκιμασία  την συνοχή του κυβερνητικού συνασπισμού.

Το ερώτημα που τίθεται εν προκειμένω, είναι:  Και εάν ακόμη ήθελε υποτεθεί ότι είναι πιθανόν να  επιτευχθούν και οι δύο πιό πάνω στόχοι της πρότασης μομφής, σε τι θα οφεληθεί ο τόπος τούτη την ώρα από μία κυβερνητική κρίση;

Η αρνητική απάντηση είναι αυτονόητη.  Εκείνο που δεν είναι προφανές, είναι η πολιτική  αδυναμία του κ. Τσίπρα, εν μέσω όσων δεινών καταλογίζει στην Κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ ότι  έχουν σωρεύσει στον τόπο, να ενισχύσει σημαντικά την απήχηση του κόμματός του στην εκλογική βάση όπου ή εξακολουθεί να προηγείται η ΝΔ σε πρόθεση ψήφου (και ο κ. Σαμαράς σε πρωθυπουργική κατάλληλότητα) ή ο ΣΥΡΙΖΑ μόλις και μεταβίας περνάει μπροστά με κάτι κλάσματα της μονάδος και, σε κάθε περίπτωση, εντός του κοινός παραδεκτού στατιστικού λάθους.

Επομένως, αντί για αναποτελεσματική πρόταση μομφής (βούτυρο στο ψωμί των πιστωτών μας) θα ήτανε περισσότερο επωφελές για τον ίδιο και το κόμμα του, αν ο κ. Τσίπρας μελετούσε ένα κάποιο στοιχειώδες κυβερνητικό Πρόγραμμα ορθολογιστικής εξόδου από την κρίση -ώστε να προσέλκυε το λαό να εκδηλώσει την υποστήριξή του και, μελλοντικά, να τον ψηφίσει για να τον φέρει στην εξουσία.

Γνωρίζει, όμως, ο κ. Τσίπρας ότι σχέδιο εξόδου από την σημερινή κατάσταση χωρίς οδυνηρές θυσίες του λαού, δίχως επώδυνες δημοσιονομικές  και διαρθρωτικές αλλαγές και χωρίς εργασιακές Ιφιγένειες, δυστυχώς, δεν υπάρχει.  Γι αυτό και αντιμετωπίζει ως «απευκταία περίπτωση»  την αμυδρή πιθανότητα να γίνει κυβέρνηση.   Κάνει ό,τι μπορεί για να την αποφύγει, τουλάχιστον τούτη την κρίσιμη ώρα.  Και η πρόταση μομφής, απομακρύνει  ακόμη περισσότερο μια τέτοια εξέλιξη.

Ως εκ τούτου, το «σύνδρομο της αντιπολίτευσης» τη φορά αυτή λειτουργεί αντιστρόφως ανάλογα. Ενισχύει, δεν αποδυναμώνει την Κυβέρνηση.  Οποία, έτσι κι αλλιώς έχει αποδείξει ότι την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενη,  προσπερνά  το «πολιτικό κόστος».