Aνάπτυξη του ευρωπαϊκού πυλώνα άμυνας και ασφάλειας έθεσε ο Αβραμόπουλος

Την ανάγκη εστίασης στην ανάπτυξη του ευρωπαϊκού πυλώνα άμυνας και ασφάλειας, ως βήματος για την πολιτική και οικονομική ενοποίηση της Ευρώπης, επισήμανε ο Δημήτρης Αβραμόπουλος, σε ομιλία του, στο πλαίσιο της 4ης Διακοινοβουλευτικής Διάσκεψης για την κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική και αμυντική πολιτική, που διεξάγεται και ολοκληρώνεται σήμερα στο Καβούρι της Αττικής.

Ο υπουργός Εθνικής Άμυνας πρότεινε τη μετεξέλιξη του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας (European Defence Agency) σε πυλώνα της Κοινής Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και ΆΑμυνας, με βάση «την αρχής της συμπληρωματικότητας» σε σχέση με το ΝΑΤΟ, αλλά και με παραμέτρους που να εξασφαλίζουν τη συμμετοχή όλων των χωρών της ΕΕ στις αναπτυξιακές πρωτουβουλίες που θα στηρίξουν τον συγκεκριμένο πυλώνα.

«Για ποιόν λόγο να είμαστε ανταγωνιστές των ισπανικών ναυπηγείων και η Ευρώπη να βλέπει τα πράγματα μέσα από ένα πρίσμα που να αδικεί τη βιομηχανία της Ευρώπης;» αναρωτήθηκε αργότερα ο κ. Αβραμόπουλος, λαμβάνοντας αφορμή από σχόλιο Ισπανίδας ευρωβουλευτού.

«Εμείς μπορούμε να κατασκευάζουμε πχ εξαιρετικά πολεμικά πλοία και η Ισπανία κάτι άλλο. Δεν σκεφτήκαμε ποτέ το πώς θα μπορούσαμε να λειτουργήσουμε συμπληρωματικά» παρατήρησε.

Επισημαίνοντας πως οι αμυντικοί προϋπολογισμοί των περισσοτέρων χωρών της ΕΕ παρουσιάζουν κάμψη, ο κ. Αβραμόπουλος τόνισε πως στο συγκεκριμένο πλαίσιο, «τα κράτη δεν μπορούν παρά να συνενώσουν τις αμυντικές τους δυνατότητες, αλλιώς θα τεθεί σε κίνδυνο η αυτονομία τους».

Παράλληλα, ο υπουργός υπέδειξε τις δυνατότητες που προσφέρει η αμυντική βιομηχανία για ανάπτυξη, απασχόληση και καινοτομία- δυνατότητες που αξιοποιούνται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στην περίπτωση της «διαλειτουργικότητας» χωρίς δηλαδή αλληλοεπικαλύψεις και σπατάλη πόρων:

«Μπορούμε να κάνουμε πολλά για να ξεπεράσουμε τον εσωτερικό ανταγωνισμό και τις διπλές προσπάθειες (…). Πρέπει να ληφθούν μέτρα προκειμένου να κατοχυρωθεί ο ρόλος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην αμυντική βιομηχανία, με τις μεγάλες βιομηχανίες να αναθέτουν υπεργολαβίες στις μικρότερες» ανέφερε.

Ως στόχους της κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής στο χώρο της άμυνας και της ασφάλειας, ο κ. Αβραμόπουλος έθεσε κατ’ αρχήν «την κυβερνοάμυνα, τη θαλάσσια ασφάλεια και την ενεργειακή ασφάλεια, την ανάπτυξη των συνεργειών με τον τομέα Ασφάλειας και Δικαιοσύνης για την αντιμετώπιση της λαθρομετανάστευσης, του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας, αλλά και τη στήριξη σε τρίτες χώρες για την πιο αποτελεσματική διαφύλαξη των συνόρων».

«Η Ελλάδα διαθέτει ένα απ’ τα καλύτερα και πλέον αξιόπιστα αμυντικά συστήματα στην Ευρώπη, γιατί είμαστε στα σύνορα της Ευρώπης και γιατί έχουμε αισθητή δίπλα μας την έννοια της απειλής που σιγά-σιγά αρχίζει και γίνεται αισθητή και στην Ευρώπη», σημείωσε.

«Στα σύνορά μας», είπε, «σκάνε τα τσουνάμι του φονταμενταλισμού. Το βλέπετε και με άλλη έκφανση, όπως η λαθρομετανάστευση. Βρίσκουμε τρόπους να αναχαιτίσουμε αυτό το κύμα, δίχως να γινόμαστε και απάνθρωποι».5

Ο υπουργός Εθνικής Άμυνας υπενθυμίσε τα ποσά που δαπανά η Ελλάδα, παρά την οικονομική κρίση, για την δωρεάν περίθαλψη 1,5 εκατ. παράνομων μεταναστών, ακριβώς διότι «δεν θα κάνουμε έκπτωση στις ανθρωπιστικές μας αξίες».

Τέλος, απαντώντας σε σχόλιο του Κύπριου βουλευτή Νίκου Κατσουρίδη, για τις ευθύνες της ΕΕ στην ουκρανική κρίση («στη Γιουγκοσλαβία τα σύνορα δεν άλλαξαν ειρηνικά, αλλά με τα όπλα- και όταν ένας οργανισμός εφαρμόζει δύο μέτρα και δύο σταθμά, δεν θα έρθει η μέρα να πληρώσει το τίμημα;» είχε αναρωτηθεί ο Ν. Κατσουρίδης) ο κ. Αβραμόπουλος τόνισε:

«Η απάντηση δεν είναι αν φταίει ή όχι η Ευρώπη για την Ουκρανία, αλλά ότι ο διεθνής διάλογος θέλει κοντά όλους τους συντελεστές. Δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε τη δύναμη και παρουσία της Ρωσίας, ή και τις δικές της απόψεις».

«Η διπλωματία των δηλώσεων έφερε κοντά τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, αλλά πού είναι η Ευρώπη; Δείτε την πολύ σωστή δουλειά, που έκανε η βαρόνη Άστον στο να φέρει κοντά την Πρίστινα με το Βελιγράδι: Αν εξ αρχής είχε κυριαρχήσει η άποψη περί πολιτικής λύσεως στην Ουκρανία, πολλά απ’ αυτά ενδεχομένως θα είχαν αποφευχθεί », ανέφερε ο κ. Αβραμόπουλος.

Σημειώνεται πως της ομιλίας του κ. Αβραμόπουλου, ακολούθησε, κεκλεισμένων των θυρών, ομιλία της ύπατης εκπροσώπου της ΕΕ για θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας βαρόνης Άστον, η οποία αφορούσε την κρίση στην Ουκρανία, αλλά και τη στρατιωτική παρέμβαση της Ευρώπης στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία.

Με αφορμή την ουκρανική κρίση, ο αναπληρωτής γενικός γραμματέας της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης, Ματσιέζ Ποπόφσκι, παρατήρησε – μετά την ομιλία του υπουργού Εθνικής Άμυνας – πως «συνεχίζεται στο ΝΑΤΟ η συζήτηση για το πώς θα επιστρέψει στις ρίζες της η Ατλαντική Συμμαχία, για το πώς θα κάνει περισσότερα για τη συλλογική άμυνα και πώς θα μπορέσει να προσφέρει ουσιαστική αποτροπή σε απειλές».

Αναφερόμενος στη μείωση των αμυντικών δαπανών των περισσοτέρων χωρών- μελών της ΕΕ, ο κ. Ματσιέζ υπενθύμισε «το ξεκάθαρο μήνυμα των Αμερικανών συμμάχων, την ανάγκη να σοβαρευτούν οι Ευρωπαίοι και να παρέχουν περισσότερες δυνατότητες για την ίδια τους την ασφάλεια και την ασφάλεια των συμμάχων τους». Η μείωση των αμυντικών δαπανών, «θα πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο της κρίσης στην Ουκρανία, την οποία πρέπει να χρησιμοποιήσουμε, έχοντας στρατηγικό ρόλο» επισήμανε ο Ευρωπαίος αξιωματούχος.

Από ελληνικής πλευράς, σημειώνεται το ερώτημα της επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας στο Ευρωκοινοβούλιο Μαριέττας Γιαννάκου, «ως πότε ο ανεφοδιασμός εν πτήσει θα εξαρτάται απ’ το αμερικανικό Πεντάγωνο- δεδομένων των προβλημάτων που έχουμε με την Τουρκία στο Αιγαίο και δεδομένου ότι η Τουρκία διαθέτει ανεφοδιασμό εν πτήσει εδώ και πάρα πολλά χρόνια».

Σημειώνεται, εξάλλου, η τοποθέτηση και της Ελληνίδας βουλευτού του ΣΥΡΙΖΑ, Νάντιας Βαλαβάνη, η οποία υποστήριξε πως «πίσω από τη ρητορική για την ασφάλεια, που υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου, αναγνωρίζονται με ευκρίνεια τα στρατηγικά συμφέροντα των 6 μεγαλύτερων χωρών της ΕΕ που συγκεντρώνουν το 87% της παραγωγής αμυντικού υλικού».

Η 4η Διακοινοβουλευτική Διάσκεψη πραγματοποιείται στο Καβούρι της Αττικής με τη συμμετοχή 184 βουλευτών και ευρωβουλευτών που μετέχουν στις Επιτροπές Ασφάλειας και Άμυνας των νομοθετικών τους Σωμάτων, καθώς και ευρωπαίων αξιωματούχων.