Αμερικανικές αναφορές στις σχέσεις της ΧΑ με αντισημιτισμό και ρατσισμό

Νέα Υόρκη

Μέλη και υποστηρικτές της Χρυσής Αυγής «συνέχισαν να ασπάζονται ανοικτά» τον αντισημιτισμό και τον ρατσισμό αναφέρεται η ετήσια έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τις θρησκευτικές ελευθερίες.

Στο κεφάλαιο για την Ελλάδα, η έκθεση αναφέρει ότι «μέλη και υποστηρικτές του αντιπολιτευόμενου πολιτικού κόμματος Χρυσή Αυγή συνέχισαν να ασπάζονται ανοιχτά τον αντισημιτισμό και τον ρατσισμό και συνδέονται με βίαιες επιθέσεις εναντίον ατόμων που θεωρήθηκαν ότι είναι μετανάστες και πρόσφυγες».

Επίσης, επισημαίνεται ότι «επειδή η θρησκεία και η εθνικότητα συχνά είναι άρρηκτα συνδεδεμένες, ήταν δύσκολο να ταξινομηθούν πολλά περιστατικά ως ειδικά εθνοτικής ή θρησκευτικής μισαλλοδοξίας» και ότι «ηγέτες και κυβέρνηση καταδίκασαν δημόσια τις αντισημιτικές και ρατσιστικές επιθέσεις».

Στην έκθεση γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένα γεγονότα, όπως «μετά το θανατηφόρο μαχαίρωμα ενός αντι-φασίστα μουσικού από έναν αυτοαποκαλούμενο υποστηρικτή της Χρυσής Αυγής, οι Αρχές ξεκίνησαν έρευνες και έλαβαν νομικά μέτρα εναντίον της Χρυσής Αυγής με την αιτιολογία ότι είναι εγκληματική οργάνωση».

Αναφέρεται επίσης ότι «τον Οκτώβριο, το Κοινοβούλιο ήρε την ασυλία σε έξι από τους βουλευτές της Χρυσής Αυγής για να διωχθούν ποινικά και ανέστειλε την κρατική χρηματοδότηση στο κόμμα το Δεκέμβριο».

Θρησκευτικές ελευθερίες

Στη συνοπτική περίληψη που αφορά την κατάσταση των θρησκευτικών ελευθεριών στην Ελλάδα για το 2013, υπογραμμίζεται ότι «το Σύνταγμα και άλλοι νόμοι και πολιτικές προστατεύουν τη θρησκευτική ελευθερία με κάποιους περιορισμούς».

«Γενικά, η κυβέρνηση σέβεται τη θρησκευτική ελευθερία, αλλά επέβαλε περιορισμούς που επηρεάζουν μέλη μη ελληνορθόδοξων θρησκευτικών ομάδων» προσθέτει η έκθεση, ισχυριζόμενη επίσης ότι «η κυβέρνηση χορήγησε προνόμια» στην Ορθόδοξη Εκκλησία.

Μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι «τον Ιανουάριο, η κυβέρνηση τροποποίησε το νόμο για να προσληφθούν 240 θρησκευτικοί ισλαμιστές εκπαιδευτικοί για να διδάξουν το Κοράνι στα ελληνικά δημόσια σχολεία της Θράκης, ως εναλλακτική λύση για την ελληνική ορθόδοξη διδασκαλία» ενώ προσθέτει ότι «συνεχίστηκε ο σχεδιασμός» για το τζαμί στην Αθήνα.

Εξάλλου, σημειώνεται ότι «υπήρξαν αναφορές για κοινωνικές καταχρήσεις ή διακρίσεις με βάση το θρήσκευμα και τις πεποιθήσεις», προσθέτοντας ότι «η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία ασκεί σημαντική κοινωνική, πολιτική και οικονομική επιρροή».

Newsroom ΔΟΛ, με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ