Ντέιβιντ Χιλ: Να πάμε σε δίκη για τα Γλυπτά του Παρθενώνα!

Υπέρ της προσφυγής της Ελλάδας σε δίκη για να διεκδικήσει τα Γλυπτά του Παρθενώνα είναι ο Αυστραλός πρόεδρος της Διεθνούς Ένωσης των Επιτροπών για την Επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα, του εξ Αυστραλίας ορμώμενου Ντέιβιντ Χιλ, ο οποίος πρωτοστάτησε και στην άφιξη στην Αθήνα της δικηγορικής ομάδας στην οποία συμμετείχε και η Αμάλ Κλούνι.

«Όλα αυτά τα χρόνια έχουμε εξουθενωθεί με τις πολιτικές και διπλωματικές λύσεις. Από την εποχή της Μελίνας Μερκούρη δεν έχει υπάρξει πρόοδος. Δεν έχει προκύψει καμία απολύτως αλλαγή στάσης εκ μέρους του Βρετανικού Μουσείου και της βρετανικής κυβέρνησης τα τελευταία 30 χρόνια. Προσωπικά πιστεύω ότι η Ελλάδα δεν έχει άλλη επιλογή πέρα από τη νομική διεκδίκηση της επιστροφής των Γλυπτών» είπε ο κ. Χιλ.

Είναι η δικαστική οδός η ενδεδειγμένη για τον γόρδιο δεσμό μεταξύ Ελλάδας και Βρετανίας; Εκτός του κ Χιλ απαντούν και άλλοι φορείς διαφορετικών απόψεων: ο πρόεδρος της Βρετανικής για την αποκατάσταση των γλυπτών Επιτροπής Έντι Ο’Χάρα, ο καθηγητής Αρχαιολογίας, Νίκος Σταμπολίδης, και ο πρώην υπουργός Πολιτισμού, Κώστας Τασούλας

Στα αφτιά κάποιων ήχησε ως το τελευταίο δίλημμα που θα έπρεπε να προβληματίζει τη βυθισμένη στην οικονομική κρίση Ελλάδα. Κάποιοι άλλοι ξαφνιάστηκαν καθώς ήρθε σε μια στιγμή που το θέμα έμοιαζε να μη βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα του Υπουργείου Πολιτισμού. Χρειάστηκε όμως μία και μόνη τοποθέτηση του αρμόδιου υπουργού Αριστείδη Μπαλτά, στη Βουλή – σύμφωνα με την οποία «η κυβέρνηση έχει την τάση να μην προχωρήσει σε νομική διεκδίκηση, κυρίως, επειδή κινδυνεύουμε να χάσουμε το σχετικό δικαστήριο» -για να ανοίξει η συζήτηση.

Και να τεθεί εκ νέου το ερώτημα: Πρέπει η Ελλάδα να διεκδικήσει τα Γλυπτά του Παρθενώνα δικαστικά ή μέσω άλλης οδού;

Το θέμα που γεννάται μετά την τοποθέτηση της ερώτησης είναι αν αρκεί μια αιτιολογημένη αλλά ξεκάθαρη θετική ή αρνητική απάντηση ή αν η λύση αποκαλύπτεται ως μαγική εικόνα μέσα από γκρίζες ζώνες που συνδέονται με την πολιτική, τη διπλωματία, τη διεθνή κατάσταση, τη χρονική συγκυρία και τις προσωπικές επαφές. Και την ίδια ώρα ως Λερναία Ύδρα ξεφυτρώνουν κι άλλα ζητήματα: χωράει η αντιπολίτευση σε ένα τέτοιας εθνικής σημασίας θέμα; Ποιος πρέπει να χειρίζεται τέτοιες υποθέσεις; Και μήπως τελικά το παιχνίδι της δημοσιότητας με όρους Χόλιγουντ αντί να βοηθήσει γκρεμίζει τις όποιες διακριτικές προσπάθειες προσέγγισης των δύο πλευρών;

Ο Ντέιβιντ Χιλ μαζί με την Αμάλ Κλούνι και τον Αυστραλό δικηγόρο Τζέφρεϊ Ρόμπινσον, στην Αθήνα

Ο Ντέιβιντ Χιλ μαζί με την Αμάλ Κλούνι και τον Αυστραλό δικηγόρο Τζέφρεϊ Ρόμπινσον, στην Αθήνα

ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΠΛΕΥΡΩΝ

Ας δοκιμάσουμε να απαντήσουμε στα θέματα με τη σειρά. Ναι ή όχι στη δικαστική διαμάχη με τη βρετανική πλευρά; «Το σωστό είναι η ελληνική κυβέρνηση να μην προσφύγει στα δικαστήρια, αλλά να επιδιώξει διπλωματική λύση», μας λέει ο πρόεδρος της Βρετανικής Επιτροπής για την Αποκατάσταση των Γλυπτών του Παρθενώνα και επί σειρά ετών υπέρμαχος των ελληνικών θέσεων Έντι Ο’Χάρα.

«Και αυτό διότι ναι μεν υπάρχουν πολλά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο λόρδος Έλγιν υπερέβη κατά πολύ όσα του επέτρεπε η τουρκική άδεια, ωστόσο υπάρχουν πολλά νομικά προβλήματα. Η απόσπαση των Γλυπτών, για παράδειγμα, έγινε βάσει του οθωμανικού δικαίου που δεν βρίσκεται πλέον σε ισχύ. Επίσης δεν υπήρχε ελληνικό κράτος την εποχή που έδρασε ο Έλγιν ενώ μπορεί να ζητηθεί ακόμη και η παραγραφή του αδικήματος από τη βρετανική πλευρά δεδομένου ότι έχουν περάσει 200 χρόνια». «Δεν πρόκειται για ηττοπάθεια, αλλά για ρεαλιστική εκτίμηση. Κάθε δίκη είναι σε μεγάλο βαθμό αστάθμητη, έχει χαρακτήρα πολεμικής σύρραξης. Ποιος εξουσιοδοτείται να πάρει την ευθύνη της οριστικής ματαίωσης της επιστροφής; Δεν μπορεί να παίζει κανείς με αυτό το θέμα. Τα Γλυπτά είναι μοναδικά, δεν είναι ένα χωράφι για να πας στο δικαστήριο να βρεις το δίκιο σου» εκτιμά Έλληνας έμπειρος νομικός.

Όποια απόφαση κι αν πάρει η ελληνική κυβέρνηση, οι ξένες επιτροπές θα τη σεβαστούν και θα την υποστηρίξουν, μας διαβεβαιώνουν και οι δύο πρόεδροι. Το θέμα είναι αν οι ελληνικές κυβερνήσεις ανοίγουν πλήρως τα χαρτιά τους κάθε φορά ή υιοθετούν την αρχή «τα φαινόμενα απατούν». Την απάντηση δίνει ο πρώην υπουργός Πολιτισμού Κώστας Τασούλας, ο οποίος είναι εκείνος που υποδέχτηκε εν χορδαίς και οργάνοις την Αμάλ Κλούνι και διαμαρτυρήθηκε έντονα όταν ο νυν υπουργός Αριστείδης Μπαλτάς δήλωσε ότι δεν θα ακολουθήσει τη νομική οδό για τον επαναπατρισμό των Γλυπτών.

«Κι εγώ πιστεύω ότι δεν είναι σωστό να κινηθούμε νομικά. Δεν διαφώνησα με τη θέση του κ. Μπαλτά, αλλά με το γεγονός ότι διατύπωσε δημοσίως την άποψη ότι υπάρχει κίνδυνος να χάσουμε τη δίκη. Ούτε εμένα με έπεισε η δικηγορική ομάδα, αλλά δεν το είπα ποτέ. Θεωρώ ότι το ενδεχόμενο της δίκης θα λειτουργούσε ως όπλο, ως απειλή. Προτίμησα να εκμεταλλευτώ τη δημοσιότητα, η οποία εκείνη την περίοδο προκάλεσε τρεις ερωτήσεις σχετικά με το θέμα στο βρετανικό Κοινοβούλιο. Οι Βρετανοί φοβούνται τη δημοσιότητα, τους προκαλεί αμηχανία. Κι εμείς σκοπεύαμε να κλιμακώσουμε την έντασή της με πολλές δράσεις όπως συνέδριο των 24 διεθνών επιτροπών για τον επαναπατρισμό των Γλυπτών, έκθεση γελοιογραφίας στο Λονδίνο υπέρ της επιστροφής κ.ά.».

Δύσκολα μπορεί να αμφισβητήσει κάποιος πάντως το γεγονός ότι η επίσκεψη της Αμάλ Κλούνι εντάχθηκε στη γενικότερη αγωνία της τότε κυβέρνησης να κερδίσει το χαμένο έδαφος επιστρατεύοντας είτε την Αμφίπολη, είτε το ζήτημα του επαναπατρισμού των Γλυπτών. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο τότε πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς δέχθηκε κι άκουσε τις θέσεις των τριών νομικών εκ Λονδίνου επί ώρα, θέλοντας να προσδώσει βαρύτητα στην επίσκεψή τους, προκαλώντας παράλληλα την μήνιν του ελληνικού δικηγορικού κόσμου στον οποίο δεν απευθύνθηκε η Πολιτεία.

ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΙ;

Είτε δει κάποιος «αντιπολιτευτική» τακτική στην επιλογή του κυβερνώντος Αριστείδη Μπαλτά να αποστασιοποιηθεί από το ενδεχόμενο μιας δικαστικής εμπλοκής (άλλωστε ακολούθησε με συνέπεια την ανάλογη θέση που είχε πάρει την άνοιξη και ο υφιστάμενος και προκάτοχός του, αναπληρωτής υπουργός Πολιτισμού, Νίκος Ξυδάκης), είτε όχι, το θέμα είναι ότι οι πολιτικοί δεν φαίνεται να τα έχουν καταφέρει τόσο καλά, με εξαίρεση βεβαίως τη Μελίνα Μερκούρη η οποία και ξεκίνησε την εκστρατεία επιστροφής πριν από 33 χρόνια.

«Η πολιτική θα πρέπει να μείνει έξω από αυτή την υπόθεση», εκτιμά ο καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας και διευθυντής του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, Νίκος Σταμπολίδης, ο οποίος προτείνει η προσέγγιση να γίνεται σε επίπεδο διευθυντών μουσείων και αρχαιολόγων, μεταξύ των οποίων αναπτύσσεται αμοιβαία εκτίμηση, και δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα όχι μόνο στο είδος των θεσμών που συνομιλούν για το θέμα αλλά στα ίδια τα πρόσωπα. «Ο πιο πολιτισμένος τρόπος προσέγγισης είναι η αλληλοκατανόηση, η εμπιστοσύνη που χτίζεται βήμα-βήμα και θα επιτρέψει την εξομάλυνση» καταλήγει.

Σε μια τέτοια εκδοχή όμως πόσο μπορεί να βοηθήσει η δημοσιότητα που κουβαλάει η λαμπερή Αμάλ Κλούνι; «Εξαρτάται από τη χρονική στιγμή», είναι η απάντηση διεθνούς φήμης έλληνα αρχαιολόγου που γνωρίζει το θέμα σε βάθος. «Κι η εμπλοκή της Αμάλ Κλούνι στη συγκεκριμένη στιγμή δεν βοήθησε», εκτιμά, καθώς πληροφορίες θέλουν επιστήμονες από τις δύο χώρες να έχουν φτάσει σε πολύ καλό επίπεδο συνεννόησης, που θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και σε μια εντυπωσιακή αν και προσωρινή κίνηση καλής θέλησης από την πλευρά του Βρετανικού Μουσείου, με τα σχετικά ανταλλάγματα βεβαίως από τα ελληνικά αντίστοιχα ιδρύματα και με τις ευλογίες πάντοτε της πολιτικής ηγεσίας.

Η «απειλή» που αισθάνθηκε όμως το Βρετανικό Μουσείο μετά τα φλας που άναψαν στην Ελλάδα με την άφιξη της Αμάλ Κλούνι (αμέσως μετά τον γάμο της με τον Τζορτζ Κλούνι και αφού λίγους μήνες νωρίτερα ο ίδιος είχε φέρει το θέμα της επιστροφής των Γλυπτών στη διάρκεια προώθησης της ταινίας του «Μνημείων άνδρες») φαίνεται ότι πάγωσε την όποια συζήτηση.

Δεν είναι δε λίγοι εκείνοι που θεωρούν κίνηση αντιπερισπασμού στον αναβρασμό που προκάλεσε η ανάμειξη της Αμάλ Κλούνι τον δανεισμό του Ιλισού από το δυτικό αέτωμα του Παρθενώνα στο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης. «Είναι σαφές το μήνυμα που θέλησε να στείλει παγκοσμίως το Βρετανικό Μουσείο: Δανείζουμε τα Γλυπτά στις πρωτεύουσες του κόσμου, κάτι που δεν θα συμβεί αν επιστραφούν στο Μουσείο της Ακρόπολης», είναι η άποψη που επικρατεί στα πιο υποψιασμένα μέλη της ελληνικής αρχαιολογικής κοινότητας χωρίς να αποσυνδέουν τον συγκεκριμένο δανεισμό από την εξωτερική πολιτική της Βρετανίας. Ιδιαίτερα από πολιτικές ισορροπίες και οικονομικές σκοπιμότητες που αφορούσαν τη συγκεκριμένη στιγμή τις σχέσεις των δύο χωρών.

Πηγή:neoskosmos.com