Το κόστος των Ολυμπιακών Αγώνων κάνει πολλούς να βλέπουν ως λύση τη μόνιμη διεξαγωγή τους στην Ελλάδα

Όταν το 2009, η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή επέλεγε το Ρίο για να φιλοξενήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2016, δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι αυτή η επιλογή θα έμοιαζε τόσο λανθασμένη την κρίσιμη στιγμή. Tότε, η Βραζιλία ήταν ένα υπόδειγμα αναπτυσσόμενης χώρας που διεκδικούσε – ως μέλος της ομάδας των BRICS (με την Ρωσία, την Ινδία, την Κίνα και την Νότια Αφρική) – έναν σημαντικό λόγο στην διεθνή οικονομία. Τώρα, αντιμετωπίζει ταυτόχρονα την χειρότερη οικονομική κρίση από το 1930 και την χειρότερη υγειονομική κρίση από το 1918 – τα δύο αυτά φαινόμενα δεν είναι άσχετα μεταξύ τους, ούτε με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, καθώς υπολογίζεται ότι η χώρα έχει δαπανήσει 16 φορές περισσότερα χρήματα για τους αγώνες από ό,τι για την αντιμετώπιση του ιού Ζίκα.

Δεν είναι όμως μόνο ο ιός Ζίκα, η περιβαλλοντική κρίση, η φτώχεια, η εγκληματικότητα, η πολιτική αστάθεια και η διαφθορά που κάνει αυτούς τους αγώνες να μοιάζουν αποτυχημένοι προτού καν ξεκινήσουν. Είναι ο συνδυασμός τους. Και είναι αυτός ο λόγος που οι Ολυμπιακοί Αγώνες έχουν τεθεί στο στόχαστρο των ανθρώπων που διαμαρτύρονται για την κατάσταση που επικρατεί στην χώρα. Ήδη, με τα πρώτα σημάδια της οικονομικής κρίσης, οι πολίτες που ξεχύθηκαν στους δρόμους, φώναζαν στην κυβέρνηση ότι χρειάζονται ‘δουλειές’ και όχι ‘γήπεδα’. Τώρα, με την οικονομία της Βραζιλίας να αντιμετωπίζει την προοπτική της ύφεσης της τάξης του 2,5%, η ηγεσία της χώρας τρέμει στην ιδέα του πώς θα πληρώσει τον λογαριασμό.

ΣΠΑΤΑΛΕΣ ΧΩΡΙΣ ΑΝΤΙΚΡΥΣΜΑ

Για κάποιους στην Ελλάδα, αυτού του είδους οι αγωνίες,

απλώς έρχονται να επιβεβαιώσουν τις δικές τους φωνές αντίδρασης στην ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων. Και πράγματι, ο πανικός που επικρατεί αυτήν την στιγμή στο Ρίο έχει κάνει πολλούς αναλυτές να κάνουν συγκρίσεις με ό,τι συνέβη στις πόλεις που φιλοξένησαν τους Αγώνες τα τελευταία χρόνια. Η Αθήνα αποτελεί, φυσικά, το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Όπως τονίστηκε σε πρόσφατο δημοσίευμα της επιθεώρησης Washington Monthly και πριν τους Ολυμπιακούς του 2004, η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή αγωνιούσε για το κατά πόσον η Αθήνα θα αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις των Αγώνων. Μόνο που τότε, στην Αθήνα επικρατούσε ένας οργασμός αισιοδοξίας, ότι έστω και την τελευταία στιγμή, όλα θα γίνουν όπως πρέπει και οι αγώνες θα διεξαχθούν ομαλά – κάτι που δεν συμβαίνει τώρα στο Ρίο. Η επομένη των Ολυμπιακών του 2004 δικαίωσε και τις δύο πλευρές: η Ελλάδα ήταν ταυτόχρονα παράδειγμα προς μίμηση και προς αποφυγή. Από την μια, διεξήγαγε μία από τις πλέον επιτυχημένες διοργανώσεις των τελευταίων ετών, καθώς όλα πήγαν κατ’ ευχήν. Από την άλλη όμως, η εικόνα αισιοδοξίας, ευημερίας και δημουργίας, αποδείχθηκε απατηλή και κατέρρευσε, μαζί με τα ολυμπιακά ακίνητα που ρήμαξαν αναξιοποίητα, σε μία χώρα που έμεινε με τον λογαριασμό. Όπως τονίζουν οι ειδικοί, η Ελλάδα δεν ήταν η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας. Κάθε διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων καταλήγει να κοστίζει πολλαπλάσια από ό,τι προϋπολογίζεται και εν τέλει, το τελικό κέρδος είναι αμφίβολο. Αυτή η οικονομική απερισκεψία είναι μάλλον δομικό στοιχείο των Ολυμπιακών, καθώς ξεκινά από τους πρώτους σύγχρονους Αγώνες που διοργανώθηκαν στην Αθήνα το 1896. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Βαρόνος Πιέρ Ντε Κουμπερτέν που οραματίστηκε και πρωτοστάτησε στην αναβίωσή τους, είχε υπολογίσει το κόστος σε 120 χιλιάδες δραχμές – περίπου έξι φορές λιγότερο από ό,τι πραγματικά κόστισαν. Χειρότερη όμως από την οικονομική σπατάλη είναι η σπατάλη σε ανθρώπινο κεφάλαιο. Για την εκ περιτροπής φιλοξενία των Ολυμπιακών Αγώνων απαιτούνται τεράστια έργα υποδομής – κατασκευή αθλητικών εγκαταστάσεων, εκσυγχρονισμός υπαρχόντων, ενίσχυση οδικού δικτύου, κ.ο.κ. – αλλά και τεράστιες επενδύσεις στην εκπαίδευση ανθρώπων για την λειτουργία των χώρων, καλύπτοντας όλες τις ανάγκες από την συντήρηση, την διεξαγωγή των αγώνων, την διαχείριση του πλήθους, την τροφοδοσία και τις υπηρεσίες ασφάλειας. Όλη αυτή η συσσωρευμένη γνώση – που στην περίπτωση της Αθήνας, κέρδισε τις εντυπώσεις κι έκανε πολλούς να μιλούν για ένα ‘ελληνικό θαύμα’ – πηγαίνει χαμένη, όταν ο μηχανισμός αυτός πρέπει να ξαναστηθεί από την αρχή, σε μία άλλη χώρα.

Σε εποχές όπως η σημερινή, καμία χώρα και καμία οικονομία δεν έχει αυτήν την πολυτέλεια – ούτε όμως και η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή, που καλύπτει μεγάλο μέρος αυτού του κόστους. Οι επικριτές των Αγώνων κατηγορούν, ως εκ τούτου, την ΔΟΕ για εθελοτυφλία, αν όχι για συνειδητή άρνηση της πραγματικότητας. Η Επιτροπή μοιάζει σήμερα να είναι μία ελίτ αποκομμένη από την πραγματικότητα, που περιφέρεται αποικιοκρατικά από χώρα σε χώρα, ‘ευλογώντας’ πότε ένα ανερχόμενο κράτος, όπως η Κορέα το 1988, η Κίνα το 2008, η Βραζιλιά σήμερα και πότε ‘επιδοκιμάζοντας’ μια σύγχρονη μητρόπολη, όπως το Σίδνεϊ το 2000 και το Λονδίνο το 2012.

ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ Η ΜΟΝΙΜΗ ΕΔΡΑ

Δεν είναι λίγοι αυτοί που θεωρούν ότι πρέπει να μπει τέλος σ’ αυτήν την συμπεριφορά και σ’ αυτήν την σπατάλη και καλούν να πρυτανεύσει η λογική. Αυτό μεταφράζεται σε μία βασική αλλαγή των Σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων: την σταθερή διεξαγωγή τους σε ένα συγκεκριμένο μέρος, ώστε να αξιοποιηθεί όλη η τεχνογνωσία και το ανθρώπινο κεφάλαιο και να βελτιώνονται συνεχώς οι συνθήκες και ο τρόπος, με γνώμωνα την βέλτιστη ικανοποίηση των θεατών και των αθλητών. Προς επίρρωση της θέσης αυτής, οι υπέρμαχοί της παρουσιάζουν συγκριτικά το κόστος ανέγερσης νέων αθλητικών εγκαταστάσεων με το – πολύ χαμηλότερο κόστος – της συνεχούς συντήρησης και αναβάθμισης αυτών που ήδη υπάρχουν. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι οι περισσότερες από τις φωνές που καλούν για την μόνιμη διεξαγωγή των Αγώνων σε ένα μέρος, θεωρούν ότι αυτό πρέπει να είναι η Αθήνα. Όχι μόνο λόγω σεβασμού στην Ιστορία των Αγώνων και στην χώρα που τους γέννησε, όχι μόνο λόγω των εξαιρετικών επιδόσεων της Αθήνας στους Αγώνες του 2004, αλλά και γιατί αυτό, στην τρέχουσα οικονομική συγκυρία, ίσως έδινε στην Ελλάδα την ώθηση που χρειάζεται ώστε να βγει από την κρίση. “Γιατί να μην πάνε οι αγώνες πίσω εκεί από όπου ξεκίνησαν”, γράφει σε πρόσφατο άρθρο του ο Liam Bartlett, ο γνωστός δημοσιογράφος από το Περθ, υποστηρίζοντας την θέσπιση της Αθήνας ως μόνιμης Ολυμπιακής πόλης. “Όλα τα κράτη που συμμετέχουν θα συνεισέφεραν οικονομικά, ανάλογα με τον βαθμό συμμετοχής τους στους αγώνες, για την ανοικοδόμηση κτηρίων την δημιουργία έργων υποδομής και την κατασκευή ολυμπιακών χωριών. Η Ελλάδα θα ανακτούσε τον θαυμάσιο ιστορικό της ρόλο και θα κέρδιζε μία ζωτική οικονομική ώθηση που θα ωφελούσε ολόκληρη την Ευρώπη. Το κόστος θα μειωνόταν στο ελάχιστο και όλοι οι Αγώνες θα ήταν πραγματικά για τους αθλητές”, τονίζει. Μεταξύ των ανθρώπων που μοιράζονται την ίδια άποψη είναι και η ίδια η Διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η Kristine Lagarde, η οποία, όταν ερωτήθηκε, χαρακτήρισε την ιδέα “εξαιρετική”, με την προϋπόθεση ότι “θα δημιουργούσε νέα ζήτηση, κάτι που η ελληνική οικονομία χρειάζεται απεγνωσμένα”. Η μπάλα είναι τώρα στο γήπεδο της ΔΟΕ.

πηγή:neoskosmos.com