Μέρος 4ο (τελευταίο) Η αλλοίωση των νεωτερικών αραβοϊσλαμικών κοινωνιών

ΙΣΛΑΜ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ:

ΜΙΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ ΚΑΙ

ΔΙΑΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ

Δρ Νικόλαος Λάος1

Στη Μέση Ανατολή, το έθνος‐κράτος, ως θεσμός, είναι μια ευρωπαϊκή έννοια και ένα ευρωπαϊκό δημιούργημα. Η έννοια του έθνους‐κράτους, την οποία δημιούργησαν οι Ευρωπαίοι για να οργανώσουν τον πολιτικό τους βίο στη νεωτερική Ευρώπη, δεν είχε κανένα ιστορικό έρεισμα στη Μέση Ανατολή. Όμως, μετά από την αποαποικιοποίηση της Μέσης Ανατολής, οι ευρωπαϊκές αποικιοκρατικές δυνάμεις άφησαν πίσω τους στη Μέση Ανατολή τον θεσμό του έθνους‐κράτους, ως ευρωπαϊκό κατάλοιπο. Έτσι, λοιπόν, δημιουργήθηκαν τα μεσανατολικά έθνη‐κράτη, κάποια εκ των οποίων είχαν ιστορικώς μακρές συλλογικές ταυτότητες, όπως λ.χ. η Αίγυπτος και η Τυνησία, άλλα είχαν ιστορικώς πολύ βραχύτερες συλλογικές ταυτότητες, όπως λ.χ. ο Λίβανος, η Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ (ως κρατικά φαινόμενα, είναι δημιουργήματα των δυτικοευρωπαϊκών αποικιοκρατικών δυνάμεων του 20ού αιώνα), και άλλα ήταν κυρίως συνομοσπονδίες τοπικών φυλών, όπως λ.χ. η Λιβύη (βλ. T. Freedman, From Beirut to Jerusalem, Εκδ. Farrar, Straus, and Giroux, 1989).

Βεβαίως, σε όλες τις περιπτώσεις των μεσανατολικών κρατών, διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν αισθήματα κοινότητας, δηλαδή οι άνθρωποι υπάρχουν μέσω μιας κοινότητας στην οποία ανήκουν. Για παράδειγμα, στη Συρία, υπάρχουν οι εξής κοινότητες: Αλαουίτες, Σιίτες, Σουνίτες, Κούρδοι, Χριστιανοί, Δρούζοι και διάφορες άλλες μικρότερες κοινότητες. Όμως, συχνά στη Μέση Ανατολή, ο θεσμός του κράτους δεν ταυτίζεται με μια κοινότητα, αλλά περιλαμβάνει διαφορετικές κοινότητες. Για παράδειγμα, μια τοπική φυλή μπορεί να έχει μια σχετική αυτονομία, αλλά δεν παύει να είναι ενταγμένη μέσα σε ένα κράτος, στους κόλπους του οποίου συνυπάρχει με άλλες τοπικές φυλές. Έτσι, στη Μέση Ανατολή, υπάρχει μια ιστορική τριβή μεταξύ της έννοιας του έθνους, που δημιουργήθηκε από τους Ευρωπαίους, του θεσμού του κράτους, που κληροδοτήθηκε από τους Ευρωπαίους, και της αυθεντικής τοπικής κοινότητας που προϋπήρχε του ευρωπαϊκού μοντέλου του έθνους‐κράτους.

Πριν εισαχθεί και επιβληθεί η ιδέα του έθνους‐κράτους στη Μέση Ανατολή από τους Ευρωπαίους, δεν υπήρχαν ούτε έθνη ούτε κράτη, αλλά υπήρχαν τοπικές φυλές, φατρίες και θρησκευτικές κοινότητες και βεβαίως ένα ενιαίο μεγάλο ισλαμικό χαλιφάτο. Διάδοχος του αραβοϊσλαμικού χαλιφάτου υπήρξε η Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία βεβαίως, σταδιακά, εγκατέλειψε πολλές παραδοσιακές αρχές της ισλαμικής παράδοσης και αφομοίωσε σημαντικά στοιχεία του δυτικού πολιτικού συστήματος, καθιστάμενη έτσι συγχρόνως ευάλωτη στη σταδιακή αποδόμηση μέσω και λόγω της δυτικής διείσδυσης.

Η κρίση και η παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η κυριαρχία δυτικών αποικιοκρατικών δυνάμεων στον αραβοϊσλαμικό κόσμο οδήγησαν τον αραβοϊσλαμικό κόσμο σε μια μεταχαλιφατική περίοδο και σε διεστραμμένες αντιλήψεις για τη σαρία, δηλαδή τον θρησκευτικό νόμο. Για να μπορέσει ο δυτικός πολιτισμός να κυριαρχήσει επάνω στον ισλαμικό κόσμο και να ενσωματώσει τον ισλαμικό κόσμο μέσα στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, έπρεπε οπωσδήποτε να αποδομηθεί η έννοια τού χαλιφάτου. Επιδιώκοντας την αποδόμηση του χαλιφάτου και έχοντας συνειδητοποιήσει ότι αυτός ο στόχος απαιτούσε την επιβολή ελεγχόμενων από τη Δύση καθεστώτων στα ιερά προσκυνήματα του Ισλάμ (που συνδέουν πνευματικά την

«Ούμα», δηλαδή την παγκόσμια ισλαμική κοινότητα), η Μεγάλη Βρετανία, την εποχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, έθεσε ως στρατηγικό στόχο της το να αποσπάσει τα ιερά προσκυνήματα του Ισλάμ από τον χαλίφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και να καλλιεργήσει μεταξύ του αραβοϊσλαμικού κόσμου την ιδεολογία τού εθνικισμού, που οδηγεί στην εκκοσμίκευση, επιφέρει την πολυδιάσπαση και πυροδοτεί τους εθνικούς εγωισμούς.

Ο στόχος της βρετανικής Διπλωματίας επιτεύχθηκε όταν ο σαρίφ Χουσεΐν, τον οποίο οι Οθωμανοί είχαν διορίσει σαρίφ (δηλαδή ηγεμόνα) της Μέκας και ο οποίος ήταν πρόγονος του σημερινού Βασιλέα Χουσεΐν τής Ιορδανίας, έπαιξε το διπλωματικό παιχνίδι των Βρετανών και εξεγέρθηκε εναντίον του Οθωμανού χαλίφη, ανακηρύσσοντας αυτόνομη δική του εξουσία επάνω στα ισλαμικά προσκυνήματα της Μέκας, με τη συμμαχία και την προστασία της Μεγάλης Βρετανίας. Έτσι ο Οθωμανός χαλίφης διατήρησε υπό τη διοίκησή του μόνο τα ισλαμικά προσκυνήματα της Μεδίνας, τα οποία όμως έχασε το 1919, όταν τα οθωμανικά στρατεύματα στην πόλη της Μεδίνας καθοδηγήθηκαν σε εξέγερση και στάση εναντίον του επικεφαλής τους, που ήταν ο πασάς Φάκρι (Fakhri Pasha). Επίσης, το 1919, τα βρετανικά στρατεύματα, υπό τη διοίκηση του στρατηγού Άλενμπι (Allenby), κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ. Μετά από την απώλεια των ισλαμικών ιερών τόπων στην Αραβική Χερσόνησο και την απώλεια της Ιερουσαλήμ, το οθωμανικό χαλιφάτο ήταν πλέον νεκρό. Το οθωμανικό χαλιφάτο καταργήθηκε επίσημα στις 3 Μαρτίου 1924.

Στις 7 Μαρτίου 1924, ο σαρίφ Χουσεΐν, που με τη βοήθεια των Βρετανών είχε θέσει υπό την εξουσία του τη Μέκα, διεκδίκησε να γίνει ο αρχηγός του χαλιφάτου, εφόσον το οθωμανικό χαλιφάτο είχε καταργηθεί. Επίσης υπερηφανεύθηκε για το γεγονός ότι ήταν Χασεμίτης, δηλαδή ανήκε στη γενιά «Μπανού Χασίμ» της φυλής των Κουραΐς, στην οποία ανήκε ο ίδιος ο ιδρυτής του Ισλάμ Μωάμεθ. Όμως ο σαρίφ Χουσεΐν ξέχασε σε αυτήν την περίπτωση μια «λεπτομέρεια»: ότι διατελούσε υπό τη διαχείριση των Βρετανών και ότι, πριν διεκδικήσει το χαλιφάτο για λογαριασμό του, έπρεπε να ζητήσει την άδεια της Μεγάλης Βρετανίας και να συνεννοηθεί μαζί της επ’ αυτού του ζητήματος.

Η πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας στην Αραβική Χερσόνησο υπαγορευόταν από τη βούληση των Βρετανών: 1) να έχουν ένα φιλικό προς τους ίδιους καθεστώς στα ισλαμικά προσκυνήματα, ώστε να χειραγωγούν την πολιτική κατάσταση στην Αραβική Χερσόνησο, 2) να ελέγχουν την εξουσία του χαλίφη και 3) να εφαρμόσουν τον σιωνιστικό στόχο της δημιουργίας εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη. Αυτοί οι στόχοι ενσωματώθηκαν στη μυστική συμφωνία Sykes‐Picot, που υπεγράφη μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας το 1916, και στη Διακήρυξη Balfour το 1917. Βρετανοί και Γάλλοι μοίρασαν μεταξύ τους τη Μέση Ανατολή, διαιρώντας τη σε σφαίρες επιρροής, διασφάλισαν την αποδόμηση του χαλιφάτου και υποστήριξαν το σιωνιστικό κίνημα, δηλαδή τον εθνοεβραϊσμό, προς τον οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, αρχήθεν αντιτάχθηκαν και συνεχίζουν να αντιτάσσονται οι λεγόμενοι Ορθόδοξοι Ιουδαίοι (βλ. λχ.: http://www.nkusa.org/).

Η διεκδίκηση του χαλιφάτου από τον Χασεμίτη σαρίφ Χουσεΐν, στην οικογένεια του οποίου, όπως προανέφερα, ανατέθηκε αργότερα η διοίκηση της Ιορδανίας, δεν ήταν συμβατή με τα σχέδια της βρετανικής Διπλωματίας, διότι ο σαρίφ Χουσεΐν είχε τάσεις αυτονόμησης και θα μπορούσε να αναζωογονήσει το μεγάλο ισλαμικό χαλιφάτο. Γι’ αυτό, οι Βρετανοί έδωσαν τις ευλογίες τους σε έναν άλλο «πελάτη» του βρετανικού πολιτικού συστήματος στην Αραβική Χερσόνησο, συγκεκριμένα στον Αμπντ αλ‐Αζίζ Ιμπν Σαούντ. Ο Ιμπν Σαούντ λάμβανε μηνιαίο μισθό 5.000 στερλίνες από το υπουργείο Οικονομικών της Μεγάλης Βρετανίας προκειμένου να μείνει ουδέτερος απέναντι στην εξέγερση του σαρίφ Χουσεΐν. Τελικά, οι Βρετανοί εξασφάλισαν την κυριαρχία του

Σαούντ επάνω στα εδάφη που ήλεγχε προηγουμένως ο σαρίφ Χουσεΐν και ανέθεσαν στον οίκο του σαρίφ Χουσεΐν το Εμιράτο της Υπεριορδανίας, το οποίο αναγνωρίστηκε το 1922 από την Κοινωνία των Εθνών ως το Βασίλειο της Υπεριορδανίας υπό Βρετανική Εντολή.

Η κυριαρχία του οίκου των Σαούντ στην Αραβική Χερσόνησο και στους ιερούς τόπους του Ισλάμ συνδυάστηκε με μια συμμαχία μεταξύ του αρχηγού της φυλής των Σαούντ με τον αρχηγό της πουριτανικής, φανατικής ισλαμικής σέκτας των Ουαχαμπιστών. Αυτή η συμμαχία όριζε ότι η πολιτική κυριαρχία της φυλής των Σαούντ θα συνδυάζεται πάντοτε με τη θρησκευτική κυριαρχία της ισλαμικής σέκτας των Ουαχαμπιστών, οι οποίοι έχουν μια πουριτανική, φορμαλιστική και εξτρεμιστική αντίληψη για την ισλαμική σαρία (κατ’ αναλογία προς τον αγγλικό χριστιανικό πουριτανισμό του Κρόμγουελ). Έτσι, η γεωγραφική καρδιά του Ισλάμ υποτάχθηκε πολιτικά στους Σαούντ και πνευματικά στην ισλαμική σέκτα των Ουαχαμπιστών (ένα είδος ισλαμικού πουριτανισμού), χάριν των γεωπολιτικών και οικονομικών συμφερόντων των Βρετανών αρχικά και των Η.Π.Α. στη συνέχεια.

Ο Ουαχαμπισμός, ο Σαλαφισμός, η Μουσουλμανική Αδελφότητα, η Αλ Κάιντα και η ψευδεπίγραφη τρομοκρατική οργάνωση «Ισλαμικό Χαλιφάτο» (ISIS/Daesh) έχουν στρεβλή αντίληψη για τη σαρία και το χαλιφάτο, και αποτελούν παρενέργειες και πολιτικές «καρκινογενέσεις» προσπαθειών της Δύσης και σιωνιστικών κύκλων να χειραγωγήσουν τον ισλαμικό κόσμο. Ιστορικά, η Μουσουλμανική Αδελφότητα ήταν ένα δημιούργημα της αποικιοκρατικής πολιτικής Sykes‐Picot και των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών. Η οργάνωση εξελίχθηκε, εξαπλώθηκε και γέννησε ακόμη πιο μαχητικές τζιχαντιστικές ομάδες, περιλαμβανομένης της Αλ Κάιντα. Η μακρά εξορία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στη Σαουδική Αραβία, εξορία η οποία επήλθε ως συνέπεια της σκληρής κατασταλτικής πολιτικής που εφάρμοσε ο Αιγύπτιος πρόεδρος Γκαμάλ Νάσερ εναντίον της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στη δεκαετία του 1950, οδήγησε στη γέννηση ενός νεο‐σαλαφιστικού φαινομένου. Η σκληρή κατασταλτική πολιτική που εφάρμοσε, στη δεκαετία του 1980, ο τότε Σύρος πρόεδρος Χαφέζ αλ‐Άσαντ εναντίον της συριακής Μουσουλμανικής Αδελφότητας, οδήγησε σε ένα δεύτερο κύμα μετανάστευσης και εξορίας της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στη Σαουδική Αραβία.

Υπό την επιρροή του Βρετανοαμερικανού καθηγητή ανατολικών σπουδών δρος Μπέρναρντ Λιούις (Dr Bernard Lewis) του Princeton University, η μια μετά την άλλη οι αμερικανικές κυβερνήσεις πείστηκαν να παίξουν το «αραβοϊσλαμικό χαρτί» ως εργαλείο για να πολεμήσουν τη Σοβιετική Ένωση (ειδικά στην Κεντρική Ασία και τη Μέση Ανατολή). Ο πόλεμος του Αφγανιστάν, στη δεκαετία του 1980, οδήγησε στη βάθυνση της συνεργασίας των βρετανικών και των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα. Αυτή η συνεργασία γέννησε την Αλ Κάιντα και μια σειρά ομάδων ξένων μαχητών που μεταφέρθηκαν στο Αφγανιστάν, ως «μουτζαχεντίν», για να πολεμήσουν τον σοβιετικό Κόκκινο Στρατό (βλ. και https://www.theguardian.com/uk/2005/jul/08/july7.development).

Στις 23 Μαρτίου 2005, η εφημερίδα Washington Post έγραψε τα εξής: «Οι Η.Π.Α. ξόδεψαν εκατομμύρια δολάρια για να προμηθεύσουν τα Αφγανόπουλα που πήγαιναν στο σχολείο με εκπαιδευτικά βιβλία γεμάτα με βίαιες εικόνες και πολεμικές ισλαμικές διδασκαλίες… Τα αλφαβητάρια, τα οποία ήταν γεμάτα με αναφορές στη τζιχάντ και εικονογραφημένα με όπλα, σφαίρες και οβίδες, λειτουργούν έκτοτε ως το κύριο πρόγραμμα σπουδών στο σχολικό σύστημα του Αφγανιστάν. Ακόμη και οι Ταλιμπάν χρησιμοποίησαν τα βιβλία που είχαν παραχθεί στην Αμερική». Ο Στιβ Κολ (Steve Coll) έγραψε στην Washington Post, στις 19 Ιουλίου 1992: «Τον Μάρτιο του 1985, ο πρόεδρος Ρίγκαν υπέγραψε την Απόφαση Εθνικής Ασφάλειας υπ’ αριθμόν 166… (η

οποία) επέτρεπε την παροχή μυστικής στρατιωτικής βοήθειας προς τους Μουτζαχεντίν».

Όταν ο Κομμουνισμός κατέρρευσε, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μεγάλο μέρος αυτών των ριζοσπαστικοποιημένων Μουσουλμάνων συνειδητοποίησαν ότι η Δύση θα μπορούσε να παίξει τον ρόλο του «εχθρού», τον οποίο προηγουμένως έπαιζε ο Σοβιετικός Συνασπισμός. Επίσης, στη μεταψυχροπολεμική περίοδο, παράγοντες της Δύσης χρησιμοποίησαν τους προαναφερθέντες ριζοσπαστικοποιημένους Μουσουλμάνους για την αποσταθεροποίηση και ανατροπή ανεπιθύμητων καθεστώτων (όπως λ.χ. εκείνων του Καντάφι στη Λιβύη, του Μουμπάρακ στην Αίγυπτο και του Άσαντ στη Συρία), και πολιτικοί παράγοντες του Ισραήλ αξιοποίησαν τη τζιχαντιστική τρομοκρατία, ιδιαιτέρως την οργάνωση ISIS/Daesh, για τη διεξαγωγή υπονομευτικών επιχειρήσεων στη Μέση Ανατολή με σκοπό την εξυπηρέτηση ισραηλινών συμφερόντων. Γι’ αυτό, άλλωστε, στις 20 Ιανουαρίου 2016, στην έγκριτη ειδησεογραφική ιστοσελίδα Newsweek, ο Ισραηλινός υπουργός Άμυνας Μοσέ Γιάλον δήλωσε απροκαλύπτως: «προτιμώ το ISIS από το Ιράν στα σύνορά μας» (βλ. http://www.newsweek.com/israeli-defense-minister-i-prefer-isis-iran-our-borders-417726). Από την άλλη πλευρά, με ιδιαίτερη σοφία, ο πρώην Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα επιδίωξε να υπερβεί τον «πόλεμο των πολιτισμών», επικαιροποιώντας τον παραδοσιακό αμερικανικό ιδεαλισμό ως νοοπολιτικό εργαλείο ειρήνης, εφαρμόζοντας μια πολιτική εξομάλυνσης των σχέσεων μεταξύ των Η.Π.Α. και του Ιράν και επιδιώκοντας τη δημιουργία μιας τριγωνικής περιφερειακής ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ του σιωνιστικού πόλου, του σουνιτικού πόλου και του σιιτικού πόλου (ώστε αυτοί οι τρεις πόλοι να αλληλοεξισορροπούνται και να αποτρέπεται η απόλυτη ηγεμονία ενός εξ αυτών των τριών πόλων στη Μέση Ανατολή).

Σε αυτόν τον κόσμο του μεσανατολικού χάους, των πολιτικών παθών και του «πολέμου των πολιτισμών», ο Ελληνισμός καλείται να συνεισφέρει την ιδιαίτερη πνευματική τεχνογνωσία του, την οποία διαυγάζω στο βιβλίο μου Μεθεξιολογία, προκειμένου να οικοδομηθεί μια νέα, καλύτερη, «νέα τάξη πραγμάτων» και ιδιαιτέρως μια βιώσιμη παγκόσμια κοινωνία.

Φωτογραφία πρώτης σελίδας: Ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα στην ιστορικής σημασίας και μεγάλης  πολιτικής σοφίας ομιλία του στο Πανεπιστήμιο του Καΐρου, στην Αίγυπτο,
στις 4 Ιουνίου 2009.

Copyright: Νικόλαος Λάος

1 Ο δρ Νικόλαος Λάος είναι φιλόσοφος και σύμβουλος νοοπολιτικής. Μεταξύ άλλων, είναι ο συγγραφέας του βιβλίου Μεθεξιολογία: Φιλοσοφική Θεολογία και Θεολογική Φιλοσοφία για τη Θέωση της Ανθρωπότητας (Αθήνα: Εκδόσεις Δίαυλος, 2017), το οποίο, to 2016, εκδόθηκε στα αγγλικά από την εκδοτική εταιρεία Pickwick Publications του αμερικανικού εκδοτικού ομίλου Wipf and Stock Publishers: http://wipfandstock.com/methexiology.html Για την ελληνική έκδοση, βλ.: http://www.diavlos-books.gr/product/1027/metheksiologia-filosofiki-theologia-kai-theologiki-filosofia-gia-ti-theosi-tis-anthropotitas-