«Θέλουμε να κάνουμε τη Μελβούρνη σταθερό προορισμό για νέους Έλληνες ερευνητές»

Μελβούρνη.- «Η Αυστραλία είναι ηγετική δύναμη σε πολλούς τομείς, μεταξύ αυτών η ψυχιατρική και οι νευροψυχιατρικές διαταραχές», εξηγεί ο καθηγητής Διονύσης Βελακούλης, επικεφαλής του τμήματος νευροψυχιατρικής του Βασιλικού Νοσοκομείου Μελβούρνης, και διδάσκων στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Μελβούρνης.

«Βρισκόμαστε στην πρωτοπορία της έρευνας για το πάρκινσον, το αλτσχάιμερ, την άνοια, τη σχιζοφρένεια και μία άλλη σειρά νευροψυχιατρικών διαταραχών. Αυτό μας κάνει ελκυστικό προορισμό για νέους Έλληνες ερευνητές, πολύ περισσότερο δε που η Μελβούρνη σημαίνει πολλά για τον ελληνισμό. Τούς αρέσει να έρχονται εδώ και να έρχονται σε επαφή με την παροικία».

Ο καθηγητής, ο οποίος πέρσι απόσπασε το βραβείο Επαγγελματικής Αριστείας από το Ελληνο-Αυστραλιανό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, μιλά για το πρόγραμμα επισκεπτών ερευνητών που θέσπισε, μαζί με τον καθηγητή νευροψυχίατρο Χρήστο Παντελή, επιστημονικό διευθυντή του κέντρου Νευροψυχιατρικής της Μελβούρνης.

Ο καθηγητής Διονύσης Βελακούλης, ο πρώτος επισκέπτης ερευνητής Δρ Στέφανος Δημητρακοπουλος και ο καθηγητής Χρήστος Παντελής.

Η ιδέα του προγράμματος ήρθε ως απάντηση στην οικονομική κρίση, η οποία δημιούργησε πολλά εμπόδια στην επιστημονική έρευνα. «Όποτε υπάρχει οικονομική κρίση, ένα από τα πρώτα πράγματα που κόβουν οι κυβερνήσεις είναι η χρηματοδότηση της έρευνας. Δεν θεωρείται βασική υπηρεσία, οπότε προτιμούν να εφαρμόσουν περικοπές εκεί, αντί για παράδειγμα να αναγκαστούν να κλείσουν ένα νοσοκομείο».

Ελπίζοντας να καταφέρουν να κάνουν κάτι για να βοηθήσουν νέους ψυχιάτρους από την Ελλάδα, οι δύο επιστήμονες συνεργάστηκαν με τον Καθηγητή Ψυχιατρικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Νίκο Στεφανή. Εξασφαλίζοντας την χρηματοδότηση από την φαρμακευτική εταιρεία Servier Laboratories Australia, χάρη στον διευθυντή της, Βασίλη Χατζηδάκη, το πρόγραμμα ξεκίνησε το 2015. Ο Δρ. Στέφανος Δημητρακόπουλος ήταν ο πρώτος ερευνητής που ήρθε στη Μελβούρνη το 2016 και πέρασε έξι μήνες δουλεύοντας πάνω σε μία έρευνα για την κατανόηση των αλλοιώσεων του εγκεφάλου σε ανθρώπους με σοβαρές μορφές σχιζοφρένειας.

Τώρα, έναν χρόνο αφότου εκείνος επέστρεψε στην Ελλάδα, το πρόγραμμα κατάφερε να μαζέψει αρκετά χρήματα για έναν δεύτερο επισκέπτη. «Η χρηματοδότηση δεν είναι ποτέ εύκολη», λέει ο Δρ Βελακούλης. «Είναι πολύ ανταγωνιστικό πεδίο και χρειάζεται πολύ σκληρή προσπάθεια ώστε να καταφέρει κανείς να αποσπάσει επιχορήγηση από το Εθνικό Συμβούλιο Ιατρικής Έρευνας – μόνο ένα 15-20% τα καταφέρνουν και έτσι κι αλλιώς, η κυβέρνηση δεν χρηματοδοτεί προσπάθειες όπως αυτές που θέλαμε εμείς να δημιουργήσουμε. Εμείς εξαρτώμαστε από την χρηματοδότηση των φιλανθρωπικών οργανισμών ή των φαρμακοβιομηχανιών. Βασιζόμαστε πολύ στην παροικία. Είχαμε πολύ γενναιόδωρες εισφορές από την AHEPA αλλά και από ιδιώτες, τόσο στις εκδηλώσεις που διοργανώνουμε, όσο και από ηλεκτρονικούς εράνους» (σ.σ. μέσω της ιστοσελίδας https://doyourownthing.everydayhero.com/au/greek-australian-travelling-f…).

Αυτή η διαδικασία της ανεύρεσης πόρων μπορεί να είναι εξαιρετικά απαιτητική, ιδιαίτερα καθώς χρειάζεται να έχει κανείς διαφορετικά προσόντα από όσα απαιτεί η επιστημονική έρευνα. «Έχει γίνει σημαντικό κομμάτι του ερευνητικού έργου», παραδέχεται γελώντας ο καθηγητής. «Ειδικά για τους ιατρικούς ερευνητές στα νοσοκομεία. Δεν είναι αποκλειστικά δικό μας καθήκον, αλλά σίγουρα εμπλεκόμαστε σε μεγάλο βαθμό».

Πέρα από το οικονομικό, αυτό που ο ίδιος αναγνωρίζει ως ιδιαίτερα σημαντικό είναι να προσφέρει ενημέρωση στην ευρύτερη κοινότητα, εξηγώντας στους ανθρώπους ότι αξίζει τον κόπο να προσφέρουν για αυτόν τον σκοπό.

«Οι Έλληνες γιατροί και ψυχίατροι είναι πολύ καλά εκπαιδευμένοι, αλλά δεν έχουν πολλές ευκαιρίες να ασχοληθούν με την έρευνα. Η ιατρική έρευνα απαιτεί διαφορετικά προσόντα από την ιατρική πρακτική, το να εξετάζεις ασθενείς στο νοσοκομείο ή στην κλινική. Το να είσαι γιατρός είναι επιστήμη, αλλά είναι και τέχνη, ενώ το να κάνεις ιατρική έρευνα απαιτεί μία πιο επιστημονική προσέγγιση κι αυτό δεν έχουν την ευκαιρία να το κάνουν στην Ελλάδα, να κάνουν την δουλειά που κάνουμε εμείς με τις προδιαγραφές υψηλού επιπέδου που το κάνουμε.

Γι’ αυτό και είναι επωφελής αμοιβαία αυτή η συνεργασία. Γιατί εμείς έχουμε έναν άνθρωπο που έρχεται και συμμετέχει στην έρευνα, μας βοηθά με το έργο μας για έξι μήνες, ενώ ταυτόχρονα μαθαίνει τη διαδικασία της έρευνας, επιστρέφει στην Ελλάδα και συνεχίζει αυτό το έργο, συνεχίζουμε την συνεργασία μας. Όλα έχουν να κάνουν με τη δημιουργία σχέσεων συνεργασίας».

Τώρα που η ομάδα είναι έτοιμη να υποδεχτεί τον δεύτερο επισκέπτη ερευνητή, το μυαλό τους είναι ήδη στραμμένο στους επόμενους. «Έχουμε πολλές ιδέες για τον τρίτο και τον τέταρτο επισκέπτη. Έχουμε ξεκινήσει συζητήσεις για να στήσουμε μία μελέτη γενετικής στη Μελβούρνη, η οποία έχει μεγάλο ελληνικό πληθυσμό, αλλά αυτό θα χρειαστεί ακόμη μεγαλύτερη χρηματοδότηση» λέει ο καθηγητής. Όσο για τη μεγαλύτερη φιλοδοξία του για το πρόγραμμα είναι να το καταστήσει ετήσιο, ώστε οι ερευνητές να εναλλάσσονται κάθε έξι ή 12 μήνες. «Θα θέλαμε να είναι κάτι που να μπορούμε να προσφέρουμε σε ετήσια βάση. Θα ήταν ωραίο να εξελιχθεί έτσι ώστε να γίνουμε ένας σταθερός προορισμός για Έλληνες ερευνητές ή ακόμα και να ξανακαλέσουμε κάποιον που έχει ήδη εργαστεί μαζί μας».

Πηγή:neoskosmos/