Ποια είναι η αλήθεια για την οικονομία

Αθήνα.- Φαινομενικά ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας χθες στη Βουλή είχε κάθε λόγο να δηλώνει ότι η κυβέρνησή του έχει ένα κοινωνικό προφίλ που δεν είχαν οι προηγούμενες. Με βάση τους επιλεκτικούς και αποσπασματικούς όρους με τους οποίους διαμορφώνεται η δημόσια σφαίρα, ο πρωθυπουργός παρουσίασε δύο τομές: την εξασφάλιση ότι δεν θα μειωθούν οι συντάξεις και την απόφαση να μειωθούν οι ασφαλιστικές εισφορές για ορισμένες κατηγορίες ελευθέρων επαγγελματιών.

Όμως, όπως συμβαίνει συχνά, τα φαινόμενα απατούν. Τα μέτρα αυτά δεν μπορούν να αναιρέσουν ότι στο πλαίσιο των μεταμνημονιακών δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η κυβέρνηση ο κύριος όγκος των πολιτικών που εφαρμόζονται και που αποτυπώνονται και στο προσχέδιο του προϋπολογισμού κατατείνουν σε μια αυστηρή λιτότητα.

Και δεν έχουν άδικο τα «Νέα» σήμερα να θέτουν επτά ερωτήματα:

) Οι ασφαλιστικές εισφορές παραμένουν εξοντωτικές

2) Οι φόροι εξακολουθούν να είναι βουνό για όλους

3) Οι δημόσιες επενδύσεις κόβονται κατά 550 εκατ. ευρώ

4) Τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς ιδιώτες φθάνουν τα 3 δις. ευρώ.

5) Τα κόκκινα δάνεια συνεχίζουν να είναι μεγάλο βαρίδι

6) Οι προσλήψεις συμβασιούχων στο Δημόσιο καλά κρατούν

7) Οι αποκρατικοποιήσεις και οι μεταρρυθμίσεις έχουν κολλήσει

Οι συντάξεις που μειώνονται

Καταρχάς έχουμε τις πραγματικές μειώσεις των συντάξεων. Το μέτρο της μη περικοπής των συντάξεων δεν αφορά το σύνολο των συντάξεων. Αφορά 1,4 εκ. ασφαλισμένους που θα είχαν αρνητική «προσωπική διαφορά» με βάση τον επανυπολογισμό που θα γινόταν με βάση το νόμο Κατρούγκαλου.

Την ίδια στιγμή, όσοι έκαναν αίτηση για συνταξιοδότηση μετά τις 12/05/2016 παίρνουν ή θα πάρουν τις σαφώς μειωμένες συντάξεις που προβλέπει ο νέος νόμος.

Συνεχίζουν κανονικά μια σειρά από μειώσεις όπως είναι αυτές οι οποίες επιβλήθηκαν αναδρομικά από την 1/1/2016 στα μερίσματα των συνταξιούχων του δημοσίου, στα εφάπαξ τα οποία αιτήθηκαν ασφαλισμένοι μετά την 1/9/2013, αλλά και στο ΕΚΑΣ το οποίο κόβεται σταδιακά κάθε χρόνο από την 1/6/2016.

Παράλληλα, η κυβερνητική δέσμευση ότι δεν θα υπάρξει καμιά αύξηση των συντάξεων μέχρι το 2022, σε αντίθεση με την πρόβλεψη του νόμου Κατρούγκαλου για αυξήσεις από το 2019 στις κύριες συντάξεις με βάση την αύξηση του ΑΕΠ και του πληθωρισμού, σημαίνει ότι σε αυτό το διάστημα οι συντάξεις θα υφίστανται πραγματική μείωση κατά περίπου 2% το χρόνο.

Οι περικοπές στα «αντίμετρα»

Για να μπορέσει να πείσει η κυβέρνηση τους «θεσμούς» για τη μη περικοπή των παλαιών συντάξεων, αναγκάστηκε να κάνει περικοπές 1,73 δισ. από θετικά μέτρα τα οποία είχε προβλέψει ότι θα έπαιρνε. Αυτά περιλαμβάνουν 190 εκ. για το πρόγραμμα των σχολικών γευμάτων, 140 εκ. για τη δημιουργία νέων μονάδων προσχολικής αγωγής, 600 εκ. επιδότησης ενοικίου (που μόνο εν μέρει αντισταθμίζονται από τα 400 εκατομμύρια του στεγαστικού επιδόματος), 100 εκ. επενδύσεων στην ενέργεια, 100 εκ. επενδύσεων στον πρωτογενή τομέα, 100 εκ. που αφορούσαν τον νέο αναπτυξιακό νόμο, 260 εκ. από τα προγράμματα ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης του ΟΑΕΔ και 240 εκατομμύρια από την επιδότηση της συμμετοχής των ασφαλισμένων στα συνταγογραφούμενα φάρμακα.

Την ίδια στιγμή ψαλιδίζεται σημαντικά και το πρόγραμμα που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός στη φετινή ΔΕΘ. Για παράδειγμα η μεσοσταθμική μείωση του ΕΝΦΙΑ δεν είναι 30% όπως είχε αρχικά εξαγγελθεί αλλά 10%.

Αντίστοιχα, για άλλη μια φορά διατηρείται χαμηλά το Πρόγραμμα Δημόσιων Επενδύσεων. Μάλιστα, εάν δεν υπήρχε η απαίτηση πόρων για τη συμμετοχή στα συγχρηματοδοτούμενα έργα του ΕΣΠΑ, θα είχαμε και μεγαλύτερη περικοπή.

Η διατήρηση υψηλής φορολογίας

Την ίδια στιγμή η φορολογία διατηρείται σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα. Οι συνολικοί φόροι (χωρίς επιστροφές) θα αυξηθούν κατά 1 δισ., καθώς από 45,4 δισ. φέτος, προβλέπεται να φτάσουν τα 46,4 δισ. το 2019. Αντίστοιχα, ο ΦΠΑ ενισχύεται κατά 177 εκατ., φτάνοντας στα 17,22 δισ.

Αυτό σημαίνει ότι το πρόβλημα της υπερφορολόγησης παραμένει, την ίδια στιγμή που βλέπουμε να συσσωρεύονται ληξιπρόθεσμες οφειλές ακόμη και για ποσά κάτω των 500 ευρώ.

Η ανεύρετη ανάπτυξη

Το σχέδιο προϋπολογισμού στηρίζεται και σε μια σειρά υπεραισιόδοξων εκτιμήσεων για τους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, καθώς προβλέπει ανάπτυξη 2,5% για την επόμενη χρονιά.

Ωστόσο, μια ματιά στις παραμέτρους πάνω στις οποίες στηρίζει η κυβέρνηση αυτή την εκτίμηση τότε τα πράγματα γίνονται λιγότερο αισιόδοξα. Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση η ανάπτυξη «θα προκύψει από την περαιτέρω ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης και την εύρωστη επενδυτική δραστηριότητα έναντι του 2018». Μάλιστα, ο προϋπολογισμός έχει μια εντυπωσιακή πρόβλεψη για αύξηση 11,9% στον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου, έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς δείκτες έντονης επενδυτικής δραστηριότητας.

Αναρωτιέται, όμως, κανείς πόσο εφικτά αυτά μέσα σε μια συνθήκη που χαρακτηρίζεται από τη λιτότητα (με χαρακτηριστική συμπύκνωση και τον ιδιαίτερα χαμηλό μέσο μισθό στον ιδιωτικό τομέα) αλλά και τη στάση επενδυτικής αναμονής μέχρις ότου ολοκληρωθεί ο εκλογικός κύκλος της επόμενης χρονιάς.

Πηγή: in.gr