Επιστολή Καμμένου σε Βούτση για την ΚΟ: Καμία γνωμοδότηση επιτροπής δεν είναι αναγκαία

Την θέση των ΑΝΕΛ πως καμία γνωμοδότηση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής δεν είναι αναγκαία, ανέπτυξε με επιστολή του πριν από λίγη ώρα στον πρόεδρο της Βουλής, ο Πάνος Καμμένος.

Ο κ. Καμμένος επικαλείται γνωμοδότηση του 2013 -την οποία στηρίζει και ως θέση του κόμματός του- βάσει της οποίας η συγκρότηση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας ταυτίζεται με την ίδρυσή αυτής σε αρχικό χρόνο. «Δεν κατανοούμε για ποιό λόγο, ενώ τα ανωτέρω είναι ξεκάθαρα, προβήκατε σε δήλωση προς τους Κοινοβουλευτικούς Συντάκτες,, ισχυριζόμενος ότι, ΤΑΧΑ, εμείς ως ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ υποβάλλαμε αίτημα για νέα γνωμοδότηση, το οποίο εσείς προτίθεστε να διαβιβάσετε προς την Επιστημονική Υπηρεσία», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Η επιστολή Καμμένου

«Όπως γνωρίζετε, σήμερα το μεσημέρι 4.2.2019, η εκπροσωπούσα της Κ.Ο. κα Μαρία Κόλλια – Τσαρουχά, σας ανέπτυξε τα επιχειρήματά μας και την ξεκάθαρη θέση μας, ότι ΟΥΔΕΜΙΑ προσφυγή σε ΝΕΑ γνωμοδότηση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής είναι αναγκαία.

Και τούτο, διότι ΗΔΗ υφίσταται από το 2013 γνωμοδότηση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, σύμφωνα με την οποία, η συγκρότηση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας ταυτίζεται με την ίδρυση αυτής σε αρχικό χρόνο.

Δεν κατανοούμε για ποιό λόγο, ενώ τα ανωτέρω είναι ξεκάθαρα, προβήκατε σε δήλωση προς τους Κοινοβουλευτικούς Συντάκτες,, ισχυριζόμενος ότι, ΤΑΧΑ, εμείς ως ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ υποβάλλαμε αίτημα για νέα γνωμοδότηση, το οποίο εσείς προτίθεστε να διαβιβάσετε προς την Επιστημονική Υπηρεσία.

Ποτέ δεν υπήρξε τέτοιο αίτημα, δεδομένης της ύπαρξης γνωμοδότησης του 2013, όπου καλύπτει πλήρως το θέμα.

Προς πλήρη επιβεβαίωση των ανωτέρω σας επισυνάπτουμε το υπόμνημα που σας καταθέσαμε:

«Κύριοι,

Όπως γνωρίζετε, κατά το άρθρο 1 παρ. 1, 2, 3, του Συντάγματος η Προεδρευομένη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, αποτελεί  το πολίτευμα της Ελλάδας, μέσω του οποίου ο λαός και άπαντες οι εξουσίες  που πηγάζουν από αυτόν, συναποτελώντας την λαϊκή κυριαρχία, πρέπει απαρέγκλιτα και άφευκτα να εκφράζονται.

Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 52 του Συντάγματος, η ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής κυριαρχίας τελεί υπό την εγγύηση όλων  των λειτουργιών της πολιτείας, δηλαδή, και της νομοθετικής εξουσίας αυτής, έχοντας υποχρέωση να διασφαλίζουν την ανόθευτη και ελεύθερη έκφρασή της σε κάθε περίπτωση.

Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 60 του  Συντάγματος, ορίζει, ότι οι βουλευτές, που συναποτελούν  το Κοινοβουλευτικό Σώμα και ασκούν την σχετική λειτουργία της πολιτείας, έχουν απεριόριστο δικαίωμα γνώμης και ψήφου ΚΑΤΑ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ.

Επομένως, κάθε προσπάθεια, έμμεση ή άμεση,  για παρεμπόδιση, ή απίσχνασης της βούλησης των βουλευτών, δυνάμενης να μεταβάλλεται κατά ιδεολογική βάση ή να συμπίπτει ανα πάσα  στάση της κοινοβουλευτικής περιόδου με άλλες ιδεολογικές κατευθύνσεις, σύμφωνα με την βουλευτική συνείδηση, ως ανόθευτου μέσου έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας, αποτελεί μέγιστη και θεμελιώδη  παράβαση τόσο του άρθρου 1 όσο και των άρθρων 52 και 60, τα οποία προσθέσαμε.

Ο βουλευτής, κατά το χρονικό διάστημα από το αρμόδιο πρωτοδικείο ανακήρυξή του έως την κατάθεση  στο προσωρινό Προεδρείο της Βουλής δήλωση περί συμμετοχής του σε μια ιδεολογική πλατφόρμα που στο πλαίσιο του Κοινοβουλίου ονομάζεται Κοινοβουλευτική Ομάδα, έχει την δυνατότητα αυτοδιαβούλευσης, προς διαμόρφωση της πρώτης ιδεολογικού χαρακτήρα κοινοβουλευτικής πράξης του.

Για το λόγο αυτό, το άρθρο 15 παρ.2 ορίζει, ότι κατά τη βάση συγκρότησης της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, που είναι το χρονικό σημείο κατάθεσης των δηλώσεων των βουλευτών στο προσωρινό προεδρείο, θα πρέπει οι ανακηρυγμένοι προ κάποιων ημερών από το πρωτοδικείο βουλευτές να εξακολουθούν να ανήκουν στο Κόμμα εκείνο, με το οποίο εκλέχθηκαν και ανακηρύχθηκαν βουλευτές.

Τούτο, συνάδει απολύτως με τα υπερκείμενα και προαναφερθέντα άρθρα 1, 52 και 60 του Συντάγματος, καθώς για την πρώτη ιδεολογικού χαρακτήρα κοινοβουλευτική πράξη των βουλευτών, η οποία λαμβάνει χώρα κάποιες λίγες ημέρες μόνο μετά από την εκλογή και ανακήρυξη του βουλευτή, υπό την ιδεολογική πλατφόρμα, ενός Κόμματος, και αυτό αποτελεί αυτονόητη προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό του Κόμματος, που εισήχθη στη Βουλή με το όριο κοινοβουλευτικής εισόδου με το 3%, ότι είναι ΑΡΑΓΗΣ ΕΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΟΜΜΑΤΙΚΗ ΠΛΑΤΦΟΡΜΑ – ΦΟΡΕΑΣ και όχι κρυμμένος συνασπισμός κομμάτων, ο οποίος έχει διαφορετική αντιμετώπιση, ακόμη και στην χρηματοδότησή του με βάση το άρθρο 2 παρ.3 του ν. 4304/2014.

Εξάλλου, η ιδεολογική διαφοροποίηση ενός βουλευτή, που μόλις πριν από λίγες ημέρες έχει εκλεγεί και ανακηρυχθεί κάτω από μια ιδεολογική κατεύθυνση ενός Κόμματος, η οποία αποτέλεσε και την δεσπόζουσα αιτία διαμόρφωσης της λαϊκής βούλησης, που εκφράστηκε σύμφωνα με το άρθρο 1 του  Συντάγματος, ΘΑ ΚΑΤΑΣΤΡΑΤΗΓΟΥΣΕ  ΤΟΝ ΘΕΜΕΛΕΙΟ ΛΙΘΟ ΤΗΣ ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΜΕΝΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, καθώς θα αποτελούσε εμπάργκο του ίδιου του πολιτεύματος και του λαού.

Για αυτούς τους λόγους, ο νομοθέτης δικαίως, τηρεί σκληρή και επαχθή στάση κατά τη φάση της ίδρυσης – συγκρότησης της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, που πραγματοποιείται με τις δηλώσεις των Βουλευτών στο προσωρινό Προεδρείο της Βουλής και γι’ αυτό χρησιμοποιεί για τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο έως δηλαδή, ίδρυση – συγκρότηση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, τον όρο «εξακολουθούν να ανήκουν στο κόμμα με το οποίο εκλέχθηκαν».

Κάθε άλλη παρέμβαση στην ελεύθερη διαμόρφωση της κατά συνείδησης βούλησης των βουλευτών θα αποτελούσε πλήρη διάρρηξη και καταστρατήγηση των άρθρων 1, 52 και 60 του Συντάγματος, καθώς θα στερούσε από τον Βουλευτή την δυνατότητα ΣΕ ΥΣΤΕΡΗ ΧΡΟΝΙΚΗ ΦΑΣΗ να συνταχθεί με άλλη ιδεολογική κατεύθυνση, δηλαδή με άλλη υπαρκτή Κοινοβουλευτική Ομάδα.

Εξάλλου, όταν ο βουλευτής μεταβάλλει ιδεολογική θέση και επιθυμεί να ταυτιστεί με άλλη ιδεολογική κατεύθυνση – κοινοβουλευτική ομάδα, παρατηρούνται δυο φάσεις:

α) Ο βουλευτής εισέρχεται και αθροίζεται σε ήδη συγκροτημένη – ιδρυμένη Κ.Ο. Κατά τη φάση αυτή, ο νεοειρχερχόμενος βουλευτής ΑΦΟΜΕΙΩΝΕΤΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ και όλοι μαζί ΑΔΙΑΚΡΙΤΩΣ, πλέον, αποτελούν μία και ενιαία  Κ.Ο.

β) Σε οποιαδήποτε ύστερη χρονική φάση, κατά την οποία ένας βουλευτής αποχωρήσει, οι υπόλοιποι βουλευτές λογίζονται ίσοι και όμοιοι ιδεολογικά – κοινοβουλευτικά. Κάθε προσπάθεια διάκρισης των βουλευτών μίας Κ.Ο. σε αυτήν τη δεύτερη φάση,  θα αποτελούσε ΑΝΕΠΙΤΡΕΠΤΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΟΠΟΙΗΣΗ ταυτισμένων ιδεολογικά βουλευτών, σύμφωνα με τα άρθρα 1,52 και 60 του Συντάγματος».