Πέθανε ο ιδρυτής του “Νέος Κόσμος” Αυστραλίας, Δημήτρης Γκόγκος

Ο «Νέος Κόσμος» πενθεί  για την απώλεια του ιδρυτή της εφημερίδας, Δημήτρη (Τάκη) Γκόγκου, που έφυγε ήσυχα το μεσημέρι της Δευτέρας σε ηλικία 88 ετών.*

Ο θάνατός του, σίγουρα, αφήνει ένα μεγάλο κενό και σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής.

Όπως είχα την ευκαιρία να γράψω και άλλες φορές ήταν στις 13 Φεβρουαρίου του 1957, ημέρα των γενεθλίων του Δημήτρη Γκόγκου, που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά ο «Νέος Κόσμος».

 

Γνώρισα τον Δημήτρη Γκόγκο προς τα τέλη της δεκαετίας και εργάστηκα για τις επιχειρήσεις του 40 ολόκληρα χρόνια. Δεν ήταν απλά ο εργοδότης μου. Ήταν ένας καλός φίλος. Ζήσαμε μαζί αλησμόνητες στιγμές που δεν περιορίζονταν στον εργασιακό χώρο μόνο. Είχαμε οικογενειακές σχέσεις, κάναμε ταξίδια στην Ελλάδα, μοιραζόμασταν τα πάντα.

Κάποια στιγμή θα γράψω για όλα αυτά γιατί, έχω την αίσθηση, πως λίγοι ξέρουν και έζησαν τον Δημήτρη Γκόγκο όσο εγώ.

Τώρα δεν είναι η στιγμή γιατί είμαι συγκλονισμένος. Περιορίζομαι απλά να σας δώσω κάποια στοιχεία για το ποιος ήταν ο Δημήτρης Γκόγκος, αντλώντας πληροφορίες από προηγούμενες αναφορές μας.

Ο Δημήτρης Γκόγκος σε νεαρή ηλικία στη Χίο

ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΟΓΚΟΣ
Γεννήθηκε: Στις 13 Φεβρουαρίου 1931 στη Χίο, από Μικρασιάτες πρόσφυγες γονείς.

Μεγάλωσε: Στο Βαρβάση Χίου, με εξαίρεση κάποιο χρονικό διάστημα στην Κύπρο.

Σπούδασε: Απόφοιτος του Καποδιστρείου Γυμνασίου Χίου με παράλληλη ενασχόληση τη δημοσιογραφία.

Μετανάστευσε: Το 1950 στη Μελβούρνη και δούλεψε για μια μέρα στο εργοστάσιο της General Motors Holden, αλλά και σε αρκετά άλλα εργοστάσια, πριν αφοσιωθεί αποκλειστικά στη δημοσιογραφία. Η απόφασή του να μείνει μόνιμα εδώ φέρνει όλη την οικογένεια στην Αυστραλία.

Υπηρέτησε ως γραμματέας στον Πανελλήνιο Σύλλογο «Ορφέας» εξυπηρετώντας τους νεοφερμένους μετανάστες και εντάχθηκε στο προοδευτικό πολιτικό κίνημα.

Πριν ξεκινήσει με τον «Νέο Κόσμο», εργάστηκε ως ο μοναδικός συντάκτης της εφημερίδας «Αυστραλοέλληνας» που κυκλοφορούσε κάτω από ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες, λόγω της αυστηρής αυστραλιανής νομοθεσίας που, ουσιαστικά, απαγόρευε την κυκλοφορία ξενόγλωσσων προοδευτικών εντύπων.

Πολλά μέσα ενημέρωσης ασχολήθηκαν με τον Δημήτρη Γκόγκο και το φαινόμενο “Νέος Κόσμος”

Ο «ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ»
Θυμάμαι όταν ετοιμάζαμε το αφιέρωμα για τα 30 χρόνια του «Νέου Κόσμου», το 1987, που ο (τότε) διευθυντής μας, Δημήτρης Γκόγκος, μου είπε με το χαρακτηριστικό του χιούμορ: «Εντυπωσιακό το αφιέρωμα. Ελπίζω να προλάβουμε να κάνουμε και τα… σαράντα της» – εννοώντας, φυσικά, την 40ή επέτειο της έκδοσης του «Νέου Κόσμου» και όχι το… μνημόσυνό του!

Τα χρόνια πέρασαν και γιορτάσαμε το 1997, με ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία, την 40ή επέτειο έκδοσης της εφημερίδας με μια εντυπωσιακή έκδοση 120 (μεγάλων) σελίδων που αποτελεί και ρεκόρ για τον «Νέο Κόσμο».

Την 50ή επέτειο (λες και ήταν χθες) την γιορτάσαμε με τέσσερα περιοδικά που έγραψαν ιστορία το 2007.

Και την 60η επέτειο την γιορτάσαμε με ακόμα ένα εντυπωσιακό αφιέρωμα.

Έχω γράψει, αρκετές φορές, πως οι σχέσεις που αναπτύσσουν οι εφημερίδες σε κάθε μήκος και πλάτος της Γης με το αναγνωστικό τους κοινό είναι κάτι παραπάνω από ξεχωριστές. Στην περίπτωση του «Νέου Κόσμου» η σχέση που έχουν δημιουργήσει οι άνθρωποι της εφημερίδας μας με σας, είναι σχέση ζωής. Μια σχέση η οποία αναπτύχθηκε και μεγάλωσε μαζί με τα προβλήματα και τα όνειρα πολλών ανθρώπων που βρέθηκαν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Ελλάδα, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Και που συνεχίζεται σήμερα με τα παιδιά τους και με τα εγγόνια τους.

Θερμή χειραψία του Δημήτρη Γκόγκου με τον (τότε) αντιπρόεδρο της Ελληνικής κυβέρνησης Τζαννή Τζαννετάκη υπό το βλέμμα του (τότε) προέδρου της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης Γιώργου Φουντά

Από το 1957 που βγήκε το πρώτο φύλλο του «Νέου Κόσμου» μέχρι σήμερα, πολλά έχουν αλλάξει τόσο στην εμφάνιση της εφημερίδας όσο και την θεματολογία της. Σήμερα ο «Νέος Κόσμος» είναι δίγλωσσος και δεν περιορίζεται μόνο στις τρεις έντυπες εκδόσεις του την εβδομάδα. Έχει ισχυρή παρουσία στο διαδίκτυο με πολλές χιλιάδες πιστούς αναγνώστες. Παραμένει, χωρίς αμφιβολία, η εφημερίδα του Ελληνισμού της Αυστραλίας και προσπαθεί να αφουγκράζεται με προσοχή και ευαισθησία τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα όλης της ομογένειας (πρώτης, δεύτερης και τρίτης γενιάς) και να τα αναδεικνύει τόσο στην ελληνική όσο και στην αγγλική γλώσσα. Οι βασικές αρχές της εφημερίδας δεν άλλαξαν όμως.

Φιλική κουβέντα με την ηθοποιό Τζένη Καρέζη μαζί με την ‘Αντζελα Κουτροπούλου

Ο «Νέος Κόσμος» παραμένει μια εφημερίδα που από το ξεκίνημά της έως σήμερα, δεν περιορίστηκε μόνο στον δημοσιογραφικό ρόλο της και ίσως αυτό να εξηγεί την άρρηκτη σχέση με το κοινό της. Και αυτό το οφείλει σε ένα μεγάλο βαθμό στον Δημήτρη Γκόγκο. Στη δεκαετία του ’60 έφτανε στο σημείο να οργανώνει μέχρι και συσσίτια για τους άνεργους Έλληνες μετανάστες. Επίσης, πρωτοστάτησε στους αγώνες για τα εθνικά μας θέματα και δεν είναι τυχαίες οι φιλελληνικές θέσεις όλων των αυστραλιανών κυβερνήσεων. Είχε ιδιαίτερα έντονη αντιδικτατορική δράση και, εκτός των άλλων, συνέβαλε στο να περιοδεύσουν τότε στην Αυστραλία οι Ανδρέας Παπανδρέου, Μίκης Θεοδωράκης και άλλοι αντιστασιακοί.

Αργότερα, πρωτοστάτησε στη δημιουργία Έδρας Νεοελληνικών στο Πανεπιστήμιο Μελβούρνης, αλλά –κυρίως- στην καθιέρωση του πολυπολιτισμού.
Το Εργατικό Κόμμα, μετά την άνοδο του Γκοφ Ουίτλαμ στην εξουσία το 1972, υιοθέτησε πολλές από τις προτάσεις του «Νέου Κόσμου» για την καθιέρωση του πολυπολιτισμού. Πολιτικές που συνέχισε και ενδυνάμωσε αργότερα ο Φιλελεύθερος Μάλκολμ Φρέιζερ. Η άρση της απαγόρευσης πολιτογράφησης Αυστραλών πολιτών σε μετανάστες που ανέπτυσσαν πολιτική δραστηριότητα, η μεταφορά συντάξεων στο εξωτερικό, η δημιουργία της SBS αλλά και η χρηματοδότηση των μεταναστευτικών σχολείων, ήταν μερικές από τις καμπάνιες του «Νέου Κόσμου» που είχαν επιτυχία. Και δεν είναι τυχαίο που η πρώτη άδεια του ραδιοφωνικού σταθμού 3ΕΑ (ήταν το ξεκίνημα της SBS) εκδόθηκε στο όνομα του Δημήτρη Γκόγκου.

Οι αγώνες μας για τους μετανάστες και τον πολυπολιτισμό δεν σταμάτησαν και δεν σταματούν ποτέ.

Μετά τα χρόνια της μαζικής μεταπολεμικής μετανάστευσης δημιουργήθηκαν όμως και άλλες ανάγκες. Πρωτοστατήσαμε, λοιπόν, στη δημιουργία της «Πρόνοιας» από όπου στη συνέχεια δημιουργήθηκε και η «Φροντίδα» οι πρώτοι έρανοι της οποίας γίνονταν στα γραφεία μας. Και έτσι φτιάχτηκαν και τα πρώτα γηροκομεία.
Στηρίξαμε και στηρίζουμε τις προσπάθειες για τη διατήρηση της γλώσσας μας και του πολυπολιτισμού. Ακόμα και το γεγονός ότι η Ελληνική εντάχθηκε στο ενιαίο πρόγραμμα διδασκαλίας του αυστραλιανού εκπαιδευτικού συστήματος, οφείλεται στις χιλιάδες υπογραφές που συγκέντρωσαν οι αναγνώστες του «Νέου Κόσμου».
Ο «Νέος Κόσμος» συμμετείχε στη δημιουργία της «Ελληνικής Εβδομάδας» και, αργότερα, του Φεστιβάλ «Αντίποδες».

Θα πρέπει, όμως, να πούμε ότι πρώτος της εκδότης ήταν ο Δημήτρης Γκόγκος αλλά στην καθιέρωση και ανάπτυξη της εφημερίδας συνέβαλε ο πρώτος της αρχισυντάκτης και συνέταιρος Νώντας Πεζάρος καθώς και ο άλλος συνέταιρος Χρήστος Μουρίκης και τα εκατοντάδες άτομα που εργάστηκαν όλα αυτά τα χρόνια για την εφημερίδα.

Τη διεύθυνση της εφημερίδας έχει αναλάβει εδώ και χρόνια ο γιος του Δημήτρη Γκόγκου, ο Χριστόφορος Γκόγκος, Ελληνοαυστραλός δεύτερης γενιάς. Τα άλλα δυο παιδιά του είναι ο Γιώργος και η Τάνια.

ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΟΓΚΟ
Ο Δημήτρης Γκόγκος, γεννήθηκε στη Χίο από Μικρασιάτες γονείς. Και από συντάκτης της «Πρωίας» Χίου, στα τέλη της δεκαετίας του ’40, έφτασε να εκδίδει (μαζί με τους συνεταίρους του) στην Αυστραλία τον «Νέο Κόσμο». Αργότερα, αγόρασαν και τη «Νέα Ελλάδα» που στη συνέχεια έγινε «Νέος Κόσμος». Ο Τάκης Γκόγκος υπήρξε, επίσης, εκδότης της εφημερίδας «Κόσμος» του Σίδνεϊ, την οποία πούλησε, της εφημερίδας «Ελληνική Φωνή», του περιοδικού «Το Νέο», του «Χρυσού Οδηγού», αλλά και ιδιοκτήτης ραδιοφωνικού σταθμού και τηλεοπτικός παραγωγός στο κανάλι 31. Μαζί του συνεργάστηκα σε όλα αυτά τα μέσα με εξαίρεση την εφημερίδα «Ελληνική Φωνή».

Ο Τάκης Γκόγκος, φοίτησε στο Γυμνάσιο Αρρένων Χίου όπου και ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του καριέρα ως μέλος της συντακτικής επιτροπής του γυμνασιακού περιοδικού «Σφίγγα». Ο ίδιος θυμόταν ότι κάποτε έγραψε ένα άρθρο στη «Σφίγγα» για τον Μαχάτμα Γκάντι και επειδή τον χαρακτήρισε «σοσιαλιστή», όχι μόνο αποβλήθηκε αλλά επιδιώχθηκε να μην του επιτρέψει να φοιτήσει σε κανένα γυμνάσιο του νησιού! «Ήταν ιδιαίτερα δύσκολα τα χρόνια εκείνα και δεν απολαμβάναμε τις ελευθερίες που απολαμβάνουν οι σημερινοί νέοι» έλεγε ο κ. Γκόγκος.

Μαθητής γυμνασίου άρχισε να δημοσιογραφεί και στην «Πρωία» του Νίκου Χαρακιάδη που είχε και δικό του τυπογραφείο. «Θυμάμαι», έλεγε «ότι τα μέσα που διαθέταμε ήταν ελάχιστα. Όχι μόνο δεν είχαμε ίντερνετ και τέλεξ, αλλά ούτε καν ραδιόφωνο. Ξύπναγα από τα μαύρα μεσάνυχτα, πριν πάω στο γυμνάσιο και πήγαινα στο Βουνάκι (στην πλατεία της Χίου) σ’ ένα ζαχαροπλαστείο που διέθετε και… ραδιόφωνο. Εκεί άκουγα τις ειδήσεις, κρατούσα σημειώσεις και έκανα ρεπορτάζ. Μερικές φορές, λόγω παρασίτων, άκουγα λίγες λέξεις, χρησιμοποιούσα τη φαντασία μου και τα υπόλοιπα τα συμπλήρωνα εγώ». (Κάπως έτσι γράφαμε αργότερα και εμείς τις ειδήσεις από την Ελλάδα στο «Νέο Κόσμο»).

Ένα πρόσφατο πάρτι γενεθλίων του. Έχει στο πλευρό του τον γιό του Χριστόφορο, την κόρη του Τάνια (με την τούρτα), τον αδελφικό του φίλο Στιβ και άλλα αγαπημένα συγγενικά πρόσωπα.

Ο κ. Γκόγκος θυμόταν ότι όταν άρχισε να εργάζεται στην «Πρωία» η εφημερίδα ήταν «Φιλελευθέρων Αρχών». «Μια μέρα», έλεγε, «καθώς πηγαίναμε στα γραφεία μαζί με τον Λευτέρη Χαβιάρα, μεγαλύτερό μου, συντάκτη, που αργότερα έγινε δικηγόρος, πήραμε το φύλλο της εφημερίδας στα χέρια και πάθαμε σοκ! Από «Φιλελευθέρων Αρχών» έγινε «Εφημερίς Εθνικοφρόνων Αρχών». Πλησίαζαν εκλογές τότε και ο εκδότης, που θα είχε τους λόγους του, αποφάσισε να αλλάξει στρατόπεδο και να υποστηρίξει το κόμμα του Τσαλδάρη. Εμείς, διαμαρτυρόμενοι, κατήλθαμε σε απεργία…».

Με τις αγαπημένες του εγγονές (κόρες του γιου του Χριστόφορου).

Νωρίς ο Δημήτρης Γκόγκος, όπως εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες νέοι εκείνης της εποχής διαπίστωσε ότι η μετανάστευση ήταν η μόνη «διέξοδος» στα αδιέξοδα της μετεμφυλιακής Ελλάδας… Έτσι με βαριά καρδιά αποφάσισε να δεχθεί μια πρόσκληση του θείου του, που ήταν εγκατεστημένος στη Μελβούρνη της Αυστραλίας και να μεταναστεύσει. Στην Αυστραλία της μαζικής, μεταπολεμικής μετανάστευσης, ο Δημήτρης Γκόγκος πέρασε από όλα εκείνα τα στάδια που πέρασαν οι μετανάστες εκείνης της εποχής. Εργασία σε βαριές βιομηχανίες, αδικίες, ρατσισμός, μοναξιά. κακουχίες… Ανήσυχος και έντονα πολιτικοποιημένος, ο Δημήτρης Γκόγκος νωρίς-νωρίς συνειδητοποίησε ότι δεν τον ενδιέφεραν «τα πλούτη και η δόξα», αλλά ο αγώνας για ένα καλύτερο αύριο όλων και, κυρίως, των Ελλήνων μεταναστών που έφταναν κατά καραβιές στα λιμάνια της Αυστραλίας. Εντάχθηκε σε προοδευτικές οργανώσεις και συνέχισε, παράλληλα με τους αγώνες τους κατά των διακρίσεων σε βάρος των μεταναστών και τη δημοσιογραφική του πορεία ξεκινώντας το 1951, από τον «Αυστραλοέλληνα» του Γ. Τόλη, πριν ξεκινήσει το «Νέο Κόσμο» που συνεχίζει αδιάκοπα εδώ και 62 χρόνια να ενημερώνει την ομογένεια.

Μια πρόσφατη φωτογραφία του Χριστόφορου Γκόγκου με τον πατέρα του

 

Ο ΜΙΜΗΣ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΑΚΗ ΓΚΟΓΚΟ
Ο γνωστός ακαδημαϊκός Μίμης Σοφοκλέους έγραψε πρόσφατα για τον Δημήτρη Γκόγκο:
Ο ευγενέστατος Τάκης Γκόγκος (ιδρυτής του «Νέου Κόσμου») έχει στην Οδύσσειά του και κυπριακή διάσταση. Πριν αφιχθεί στην Αυστραλία, πέρασε ως «πρόσφυγας» αδελφός εκ Χίου μαζί, με χιλιάδες άλλους Χιώτες που, ξεφεύγοντας το 1942-1943 από την χιτλερική λαίλαπα κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ψάχνοντας πού να απαγκιάσουν, βρήκε όπως και οι υπόλοιποι, προσωρινό καταφύγιο στην Κύπρο. Φοίτησε ως έφηβος σε κυπριακό σχολείο και μετά τον πόλεμο (το 1948 αν θυμάμαι καλά) έφτασε ως μετανάστης στη Μελβούρνη, με το άλλο κύμα της «Ελλάδας των λευκών μαντηλιών», κατά πώς λέει ο Νίκος Νινολάκης στο ομώνυμο ποίημά του.

Ένιωθε, συνεχώς υποχρέωση και ευγνωμοσύνη στην Κύπρο. Όποτε τον συναντούσα στον «Νέο Κόσμο» και αλλού, είχε πάντα έναν καλό λόγο να πει για την Κύπρο, εκφράζοντας πάντα την αγάπη του για την Κύπρο που γνώρισε. Εν μέρει, εκτιμώ -τώρα που το σκέφτομαι- ότι η στάση του «Νέου Κόσμου» απέναντι στην Κύπρο και το κυπριακό πρόβλημα, ίσως, να οφειλόταν σ’ αυτή την προσωπική σχέση του Τάκη Γκόγκου με την Κύπρο. Αληθινός φίλος της Κύπρου και ο Γκόγκος και, φυσικά, ο «Νέος Κόσμος». Πάντα πλήρως ενημερωμένος για τα τεκταινόμενα στην Κύπρο και το πρόβλημά της στα διεθνή fora. Κατανοούσε o Tάκης καλά αρκετά στοιχεία της διαλέκτου, με την οποία ήρθε σε επαφή και, μάλιστα, σε επαρχιακή κυπριακή περιοχή, την ταλαιπωρημένη σήμερα Καρπασία.

Θα ήθελα να αφηγηθώ κάτι για την επίσκεψη που έκανε ως χρέος προς την Κύπρο: όταν είχα επιστρέψει και εγώ στην Κύπρο το 2002 ένιωθε πλέον άνετα να πραγματοποιήσει μια παλιά του επιθυμία. Μου τηλεφώνησε λέγοντάς μου ότι ήθελε να έρθει στο νησί για να παραδώσει στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κύπρου ένα αρχαίο αντικείμενο της Κύπρου που αγόρασε σε ανύποπτο χρόνο από κάποιον αντικέρ (προφανέστατα αρχαιοκάπηλο) που εκείνος σίγουρα ο άνθρωπος θα το είχε κλέψει από κάποια συλλογή, όταν οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Κύπρο το 1974· ο Γκόγκος το αγόρασε, το φύλαξε μέχρι να βρισκόταν η κατάλληλη ευκαιρία ώστε να το φέρει ο ίδιος σε ταξίδι-προσκύνημα στο «νησί» του, διότι έτσι αποκαλούσε την Κύπρο! Ήρθε, αφού πιο πριν κάναμε όλες τις απαραίτητες ενέργειες, μέσω του τότε διευθυντή του μουσείου Δρ Σοφοκλή Χατζησάββα, για να παραδώσει με «άφατον χαράν», που θα έλεγε και ο Παπαδιαμάντης, το βάζο της γεωμετρικής περιόδου στο Μουσείο.

Έμεινε λίγες μέρες στη Λεμεσό, σε ένα μικρό ξενοδοχείο απέναντι από τη θάλασσα (που τώρα έχει κατεδαφιστεί), όπου τον ξεναγήσαμε με τη Σαλώμη σε διάφορα μέρη ανά την Κύπρο. Όταν τον πήραμε στην περιοχή των Αγγλικών Βάσεων στην Επισκοπή, ο Τάκης Γκόγκος υπήρξε ιδιαίτερα εκδηλωτικός. Θυμήθηκε τα ωραία του…. Γαλλικά!!! Πάλεψε και πόνεσε την Κύπρο, είχε πολλούς φίλους σε όλη την Αυστραλία και ένιωθε την Κύπρο σπίτι του. «Ηome», θα έλεγα αγγλιστί.

Ένιωσε μεγάλη ικανοποίηση που πραγματοποίησε το ταξίδι αυτό που το χρωστούσε πρώτα στον εαυτό του ως τάμα και, φυσικά, στην Κύπρο, καθώς έλεγε και στους ανθρώπους που τον είχαν φιλοξενήσει τότε στην Καρπασία στην Επτακώμη αν δεν κάνω λάθος (δεν είχαν ανοίξει ακόμα τα οδοφράγματα για να επισκεπτόμαστε το χωριό που έζησε τότε)… Δεν ξεχνούσε το σχολείο της Αμμοχώστου απ’ όπου θαρρώ είχε αποφοιτήσει (αν δεν κάνω λάθος). Νομίζω, ότι σε μια συνέντευξη που πήρε η Κωνσταντίνα Ντούνη από την μητέρα του Τάκη (και την οποία κατέθεσε στο Συμπόσιο Προφορικής Ιστορίας της Αυστραλίας που είχε ως θέμα του την «Μετανάστευση και εγκατάσταση των Μικρασιατών στην Αυστραλία» στο RMIT), διηγείται την ιστορία της οικογένειας στην Κύπρο τη δεκαετία του 1940.

 

*ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ