ΔΝΤ: Ικανοποίηση για το 2019 – Προβληματισμός και αστερίσκοι από το 2020 και μετά

Κατώτερος του αναμενόμενου θα είναι ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας σύμφωνα με την έκθεση του ΔΝΤ, το οποίο κατεβάζει τον πήχη σε σχέση με τους επίσημους στόχους για το 2019 και το 2020. Το Ταμείο προτείνει για μία ακόμη φορά διεύρυνση της φορολογικής βάσης, άρση των μέτρων προστασίας της πρώτης κατοικίας και κατάργηση 13ης σύνταξηςαλλά και της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις.

Το ΔΝΤ προβλέπει χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα από το 2020 και μετά, αν και κάποια μέλη του Δ.Σ. δεν συμφωνούν για το εάν θα πρέπει να πέσει ο στόχος με ό,τι αυτό συνεπάγεται για νέα μέτρα.

Χαμηλές προσδοκίες για τις επενδύσεις και την παραγωγικότητα, δυσμενή δημογραφικά αλλά και μεγάλες προκλήσεις από το εξωτερικό συνθέτουν ένα μάλλον γκρίζο σκηνικό για την ελληνική οικονομία, που για μία χώρα που απώλεσε το 25% του ΑΕΠ της κατά την κρίση, εξακολουθεί να εμφανίζει σχετικά χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Το ΔΝΤ βλέπει ρυθμούς ανάπτυξης 1,8% φέτος (από 1,9% πέρυσι και έναντι στόχου για 2%) και 2,3% το 2020 (έναντι στόχου για 2,8% στον φετινό προϋπολογισμό). Οι εκτιμήσεις του Ταμείου φαίνεται ότι ως προς αυτά συμπίπτουν με εκείνες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με το Ταμείο να αναθεωρεί τις προβλέψεις του μέσα σε ένα μήνα καθώς προέβλεπε 2,2% για το 2020.

Αναφορικά με τον βασικό δημοσιονομικό στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος, το ΔΝΤ αναμένει υπέρβασή του φέτος, στο 3,7% του ΑΕΠ. Για το 2020, ωστόσο, το βλέπει να υποχωρεί στο 3,1% του ΑΕΠ και για το 2021 και 2022 στο 2,7% και 2,6% αντίστοιχα.

Υπενθυμίζεται ότι η Κομισιόν αντιθέτως δεν αμφισβητεί την επίτευξη του στόχου του 3,5% για το 2021 και το 2022.

Για τα επόμενα έτη, μετά το 2022, το ΔΝΤ υπολογίζει ότι θα κινηθεί στο 2,3% το 2023 και στο 2,2% το 2024. Υπενθυμίζεται ότι ο συμφωνημένος στόχος με τους Ευρωπαίους πιστωτές είναι πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% έως το 2022 και 2,2% στη συνέχεια. Η Αθήνα θεωρεί ότι χάρη και στις ευνοϊκές συνθήκες στις αγορές ομολόγων, που βελτιώνουν τη βιωσιμότητα του χρέους, μπορεί  και θα πρέπει ο στόχος αυτός να χαμηλώσει για να δοθούν περισσότερες ανάσες στην οικονομική ανάπτυξη.

Όσον αφορά στο δημόσιο χρέος αναμένεται σταδιακή μείωσή του. Υπολογίζεται ότι θα διαμορφωθεί στο 176,5% του ΑΕΠ φέτος  για να υποχωρήσει στο 171,4% του ΑΕΠ το 2020 και στο 166,3% την αμέσως επόμενη χροινά. Το 2022 θα είναι στο 161%, το 2023 θα έχει υποχωρήσει στο 155,6% και το 2024 θα στο 152% του ΑΕΠ.

Το πρώτο εξάμηνο του 2019, σύμφωνα με την έκθεση του Ταμείου, υπήρξε επιβράδυνση η οποία  ήταν αποτέλεσμα των αδύναμων ιδιωτικών επενδύσων και της υποεκτέλεσης των δημόσιων επενδύσεων. Μεσοπρόθεσμα, όπως σημειώνει, ως βαρίδι στην ανάπτυξη, λειτουργούν τα δυσμενή δημογραφικά και τη χαμηλή παραγωγικότητα, ενώ και η εξωτερική θέση «είναι πιο αδύναμη από ό,τι δείχνουν μεσπρόθεσμα θεμελιώδη».

Οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι είναι επίσης αισθητοί, προειδοποιεί το Ταμείο.  Σε αυτούς περιλαμβάνονται ο αυξανόμενος προστατευτισμός και η πιο αδύναμη παγκόσμια ανάπτυξη, τα εμπόδια σε οικονομικές μεταρρυθμίσεις και μία ενδεχόμενη περαιτέρω επιδείνωση των ισολογισμών των τραπεζών. Ωστόσο, σημειώνει, πως οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές θα είναι πιο ισορροπημένες, ειδικά εάν οι φιλικές στην ανάπτυξη μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης μεταφραστούν σε πιο γρήγορα αποτελέσματα και οι αγορές αντιδράσουν ευνοϊκά σε πρόσθετη πρόοδο.

Οι εκτελεστικοί διευθυντές του Ταμείου αναγνωρίζουν την πρόοδο στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, όπως και την συνεχή ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, αλλά υπογραμμίζουν ότι οι σημαντικές προκλήσεις επιμένουν. Σε αυτό το πλαίσιο αξιολογούν θετικά τη νέα δέσμευση της κυβέρνησης για φιλικές στην ανάπτυξη πολιτικές και καλωσορίζουν τις πρώτες δράσεις της. Ωστόσο ξεκαθαρίζουν ότι απαιτείται διαρκής και βαθύτερη φαρμογή των μεταρρυθμίσεων, με την ανάπτυξη μίας πλήρους γκάμας εργαλείων πολιτικής, όπως και ισχυρή πολιτική βούληση για την αντιμετώπιση των κατεστημένων συμφερόντων, προκειμένου να δοθεί ουσιαστική ώθηση στις επενδύσεις, την ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή.

Οι διευθυντές στηρίζουν επίσης την απόφαση των ελληνικών αρχών να μειώσουν τους άμεσους φόρους, αλλά ζητούν «πιο φιλόδοξες προσπάθειες για διεύρυνση της φορολογικής βάσης και ενίσχυση της συμμόρφωσης στην πληρωμή των φόρων». Η διεύρυνση της βάσης αναφέρεται βεβαίως στο αφορολόγητο όρι ο, που σύμφωνα με το ΔΝΤ θα πρέπει να πέσει, ενώ η συμμόρφωση έχει να κάνει με τους μηχανισμούς πάταξης της φοροδιαφυγής.

Ζητούν επίσης στροφή στις προτεραιότητες των δαπανών προς περισσότερες επενδύσεις και στοχευμένες κοινωνικές δαπάνες, αλλά και ενίσχυση της διαχείρισης του δημοσινομικού ρίσκου.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην έκθεση ένας  αριθμός διευθυντών πιστεύει ότι οι ελληνικές αρχές θα πρέπει να επιδιώξουν συνεννόηση με τους Ευρωπαίους εταίρους τους προς έναν χαμηλότερο στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα που θα στηρίζει τους στόχους της ανάπτυξης. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη, αφού σταθερά εδώ και χρόνια το ΔΝΤ θεωρεί τους συμφωνηθέντες στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα μη ρεαλιστικούς και επιζήμιους για την ανάπτυξη. Ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί πως η έκθεση αναφέρει ότι «ένας αριθμός άλλων διευθυντών, όμως, τάχθηκε υπέρ της διατήρησης του στόχου, που όπως είπε συμφωνήθηκε με βάση τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες και τις επιπτώσεις για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους».

Οι διευθυντές έδωσαν έμφαση στην σπουδαιότητα της αποκατάστασης της ανθεκτικότητας του τραπεζικού τομέα και της δυνατότητάς του να στηρίξει την πραγματική οικονομία και την ανάπτυξη. Στο πλαίσιο αυτό υποδέχονται με ικανοποίηση τους φιλόδοξους στόχους για μείωση των κόκκινων δανείων, σημειώνοντας ότι το σχέδιο Ηρακλής μπορεί να βοηθήσει σε αυτή την κατεύθυνση. Ωστόσο ζητούν παράλληλα πιο συνεκτική, φιλόδοξη και καλά συντονισμένη στρατηγική για την εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών, που θα στηρίζεται σε μηχανισμούς της αγοράς. Αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει τη βελτίωση του νομικού πλαισίου, μία αναθεώρηση του νόμου για την πτώχευση ιδιωτών, που θα οδηγεί τελικά σε άρση της προστασία της πρώτης κατοικίας.

Η απάντηση της ελληνικής πλευράς

Αυστηρή είναι η απάντηση της ελληνικής πλευράς μέσω του εκπροσώπου της χώρας στο ΔΝΤ, Μιχάλη Ψαλιδόπουλου. Στην επιστολή του, που δόθηκε μαζί την έκθεση του ΔΝΤ, επισημαίνεται ότι οι ειδικοί του Ταμείου δίνουν υπερβολική έμφαση στο παρελθόν και σε πιθανές προκλήσεις και υποτιμούν τις θετικές πρόσφατες εξελίξεις οι οποίες βελτιώνουν σημαντικά τις βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Καλεί δε το ΔΝΤ στις επόμενες εκθέσεις του να προβεί σε «πιο ισορροπημένη αποτίμηση».

Η ελληνική πλευρά στην απάντησή της υπογραμμίζει ότι η κυβέρνηση «έχει την ιδιοκτησία της μεταρρυθμιστικής της ατζέντας και έχει εκλεγεί με εντολή να την εφαρμόσει και ως εκ τούτου υπάρχει ισχυρή κοινωνική συναίνεση», ενώ επιμένει στους δικούς της στόχους για την ανάπτυξη (2% φέτος και 2,8% το 2020).

Χαρακτηρίζει δε εξαιρετικά απαισιόδοξη την αξιολόγηση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, επισημαίνοντας ότι αυτή δεν λαμβάνει υπόψη τη ραγδαία πτώση στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων και των επιτοκίων δανεισμού που παρατηρήθηκαν τους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες και ειδικότερα τους τελευταίους τρεις μήνες.

Συνολικά εκτιμά ότι «παρά τις θετικές αναφορές της η έκθεση δίνει υπερβολικά μεγάλο βάρος στο παρελθόν και στις προκλήσεις και υποτιμά τις πρόσφατες θετικές εξελίξεις που βελτιώνουν σημαντικά τις βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας», προσθέτοντας ότι «οι εξελίξεις στην αγορά, οι ελληνικές οικονομικές προοπτικές είναι πολύ πιο ευνοϊκές από αυτές που παρουσιάζονται στην έκθεση».

 

πηγή:newpost.gr