Ελλάδα – Τουρκία : Τι να περιμένουμε από τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ

Το αντανακλαστικό της αναβολής όχι απλώς της λήψης μιας απόφασης αλλά και της ουσιαστικής λήψης θέσης έναντι ενός προβλήματος είναι ενδημικό στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ορισμένοι θα μπορούσαν να πουν ότι το να προσπαθεί διαρκώς να κερδίσει χρόνο, είναι και μια από τις τακτικές χάρη στις οποίες έχει μακροημερεύσει το πιο προχωρημένο πείραμα οικονομικής και πολιτικής ολοκλήρωσης στον κόσμο.

Και αυτή η τακτική συνδυάζεται με μια άλλη χαρακτηριστική δεξιότητα, που επίσης απαντάται συχνά στους διαδρόμους των Βρυξελών: την προσπάθεια πάντοτε να βγαίνει ένας θετικός απολογισμός ή ένας απολογισμός που να παραπέμπει σε δράσεις, ακόμη και όταν πρόκειται στην πραγματικό για απραξία ή και αναβλητικότητα.

Αυτό εξηγεί εκτός των άλλων και το πόσο αποφασιστικά η Ευρώπη σπεύδει να θεωρήσει απόδειξη θετικών εξελίξεων ή ακόμη και επίλυσης προβλήματος οποιαδήποτε ένδειξη που θα μπορούσε να θεωρηθεί έως και θετική.

Όλα αυτά έχουν καταγραφεί πολλές φορές και σε σχέση με τα ζητήματα που αφορούν την Τουρκία, ιδίως το τελευταίο διάστημα.

Η διαρκής ευρωπαϊκή αμηχανία έναντι των προβολών ισχύος της Τουρκίας

Η Τουρκία τα τελευταία χρόνια έχει κλιμακώσει τις προβολές ισχύος της, σε μια προσπάθεια ταυτόχρονα να κατοχυρωθεί ως «περιφερειακή δύναμη» αλλά και να εξάγει τις εσωτερικές αντιφάσεις, ξεκινώντας από τη λανθάνουσα κοινωνική κρίση που φέρνει η εμφανής εξάντληση του τουρκικού αναπτυξιακού υποδείγματος.

Αυτό έχει αποτυπωθεί στην ενεργή ανάμειξή της σε γεωπολιτικές κρίσεις από τη Λιβύη και τη Συρία μέχρι τον Καύκασο, την διεκδίκηση σημαντικών βαθμών αυτονομίας έναντι των ΗΠΑ και βέβαια στις μονομερείς ενέργειες ως προς την έρευνα για υδρογονάνθρακες στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και την αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Αποκορύφωμα όλων αυτών η ριζική επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων την περασμένη χρονιά, με αποκορύφωμα τις στιγμές έντασης με την παρουσία τουρκικών ερευνητικών σκαφών, που για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια επανέφερε στο προσκήνιο το ενδεχόμενο «θερμής» σύγκρουσης ανάμεσα στις δύο γειτονικές χώρες.

Την ίδια στιγμή σε ορισμένα από τα πεδία στα οποία παρεμβαίνει η Τουρκία έρχεται σε σύγκρουση και με τις πολιτικές και τους πάγιους σχεδιασμούς ευρωπαϊκών χωρών όπως η Γαλλία που δεν βλέπει με καθόλου καλό μάτι την προσπάθεια της Τουρκίας να διεκδικήσει αυξημένο ρόλο όχι μόνο στη Μεσόγειο, αλλά και στην Αφρική.

Όμως, την ίδια στιγμή υπάρχουν και πεδία στα οποία η Ευρώπη εξαρτάται από την Τουρκία. Η μεταναστευτική πολιτική της Ένωσης εξακολουθεί να προϋποθέτει την τήρηση και εφαρμογή των όσων προβλέπει η Κοινή Δήλωση ΕΕ και Τουρκίας για το μεταναστευτικό και προσφυγικό. Χώρες όπως η Γερμανία έχουν σημαντικό μέρος των πολιτών τους να είναι τουρκικής καταγωγής και δεν θα ήθελαν να αποξενωθούν από αυτούς. Η Τουρκία παραμένει ένας ιδιαίτερα σημαντικός εμπορικός εταίρος για την ΕΕ και υπάρχουν περιθώρια μεγαλύτερης ανάπτυξης των διμερών οικονομικών σχέσεων.

Αυτό εξηγεί όχι μόνο γιατί υπάρχουν χώρες που δεν θεωρούν αναγκαία την επιδείνωση των ευρωτουρκικών σχέσεων αλλά γιατί ακόμη και οι προτάσεις για κυρώσεις μπορεί να γίνονται στον ορίζοντα τελικά να μην εφαρμοστούν.

Από την απόφαση του Δεκεμβρίου στην τωρινή Σύνοδο

Την περασμένη φορά που η ΕΕ συζήτησε τις ευρωτουρκικές σχέσεις σε επίπεδο κορυφής ήταν τον περασμένο Δεκέμβρη. Τότε, υπό το βάρος όσων είχαν προηγηθεί είχε  δοθεί έμφαση στο ενδεχόμενο κυρώσεων, αν και η επιλογή της Τουρκίας να αποσύρει το ερευνητικό σκάφος Ορούτς Ρέις από διαφιλονικούμενες περιοχές, είχε οδηγήσει σε ηπιότερους τόνους.

Όπως ανέφεραν χαρακτηριστικά τα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 10-11 Δεκεμβρίου 2020: «Η ΕΕ παραμένει προσηλωμένη στην υπεράσπιση των συμφερόντων της και των συμφερόντων των κρατών μελών της, καθώς και στην προάσπιση της περιφερειακής σταθερότητας. Εν προκειμένω, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κάλεσε το Συμβούλιο να εγκρίνει πρόσθετες καταχωρίσεις βάσει της απόφασής του της 11ης Νοεμβρίου 2019 σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω των παράνομων γεωτρήσεων της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Επίσης, κάλεσε τον Ύπατο Εκπρόσωπο και την Επιτροπή να υποβάλουν έκθεση σχετικά με τις εξελίξεις όσον αφορά τις πολιτικές, οικονομικές και εμπορικές σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας, καθώς και σχετικά με τα μέσα και τις επιλογές για την ακολουθητέα πορεία, συμπεριλαμβανομένης της επέκτασης του πεδίου εφαρμογής της προαναφερόμενης απόφασης, προς εξέταση το αργότερο κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μαρτίου του 2021.»

Σε αυτό το πλαίσιο, ο Ύπατος Εκπρόσωπος της ΕΕ για ζητήματα Εξωτερικών Υποθέσεων και Πολιτικής Άμυνας Ζοσέπ Μπορέλ μαζί με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προετοίμασαν έκθεση για την κατάσταση των ευρωτουρκικών σχέσεων. Η συγκεκριμένη έκθεση κάνει μια αποτίμηση τόσο των προβλημάτων που υπάρχουν, καταγράφοντας και τις μορφές «παραβατικότητας» της Τουρκίας, όμως συνάμα αποτιμά θετικά τα βήματα αποκλιμάκωσης. Ως προς την προτεινόμενη πολιτική απέναντι στην Τουρκία, η έκθεση προτείνει μια παραλλαγή τακτικής «καρότου και μαστίγιου». Από τη μια διαπιστώνει πεδία όπου θα μπορούσε να υπάρξει αναβάθμιση των διμερών σχέσεων, μέσα από έναν εκσυγχρονισμό της ισχύουσας από το 1995 τελωνειακής ένωσης ανάμεσα σε ΕΕ και Τουρκία και μέσα από μια ενίσχυση της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης στην Τουρκία για να ανταποκριθεί στις ανάγκες της φιλοξενίας των Σύριων προσφύγων στο έδαφός της. Από την άλλη, προβλέπει ενίσχυση κυρώσεων που να είναι κλιμακούμενες και ταυτόχρονα αντιστρέψιμες απέναντι στην Τουρκία, φτάνοντας μέχρι του σημείου της στοχοποίησης του τουρκικού τουρισμού, σε περίπτωση νέων προκλήσεων.

Στο πνεύμα, αν και όχι το γράμμα, της έκθεσης κινήθηκαν και τα προσχέδια συμπερασμάτων που αρχικά προτάθηκαν και τα οποία προέβλεπαν το «εκσυγχρονισμό της Τελωνειακής Ένωσης», την χρηματοδότηση για τους πρόσφυγες και εκ νέου την απειλή κυρώσεων σε περίπτωση που η Τουρκία προχωρήσει σε «νέες ανατροπές ή μονομερείς ενέργειες κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου», με Λευκωσία και Αθήνα να διαμηνύουν ότι δεν καλύπτονται από αυτά.

Ιδιαίτερη σημασία έχει εδώ και το γεγονός ότι η όποια βελτίωση ως προς τις προκλήσεις σε σχέση με διαφιλονικούμενες περιοχές έχει συνδυαστεί με τη ιδιαίτερη επιμονή της Τουρκίας σε λύση «δύο κρατών» στην Κύπρο, στοιχείο που ακυρώνει την προοπτική οποιασδήποτε λύσης στο πλαίσιο των αποφάσεων του ΟΗΕ που στηρίζει και η ΕΕ, κάτι που εξηγεί και την κυπριακή ανησυχία.

 

Η αμερικανική πολιτική και το συνολικό ερώτημα για τον ρόλο της Τουρκίας

Σε όλα αυτά έρχονται να προστεθούν και συνολικότεροι υπολογισμοί. Μέσα στην συγκυρία του «Νέου Ψυχρού Πολέμου» και παρά τις εντάσεις που υπάρχουν όχι μόνο στις ευρωτουρκικές αλλά και στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, ιδίως μετά το ζήτημα με τις ρωσικές συστοιχίες S-400 και την αποπομπή της Τουρκία από το πρόγραμμα για τα F-35, φαίνεται να κυριαρχεί και η λογική ότι «στο τέλος του δρόμου» είναι σημαντικό να παραμείνει η Τουρκία στη Δύση.

Αυτό φάνηκε και κατά από την πρόσφατη δήλωση του αμερικανού ΥΠΕΞ Άντονι Μπλίνκεν στην έδρα του ΝΑΤΟ ότι «η Τουρκία είναι ένας παλαιός και πολύτιμος σύμμαχος». Ούτε είναι τυχαίο ότι η Τουρκία έχει προταθεί από τις ΗΠΑ να είναι ο τόπος για μία από τις επόμενες συναντήσεις των αντιμαχόμενων πλευρών του Αφγανιστάν στο πλαίσιο της διαδικασίας εξεύρεσης πολιτικής λύσης.

Αυτό μπορεί να εξηγήσει το γιατί η Τουρκία προσπαθεί να εκμεταλλευτεί αυτή τη συνθήκη προς όφελός της, με τον Ερντογάν να δηλώνει στο συνέδριο του κόμματός του ότι η Τουρκία θέλει να αυξήσει «τον αριθμό των φίλων της» και να μεταμορφώσει την περιοχή «σε μια νησίδα ειρήνης» και να προσθέτει ότι «θα συνεχίσουμε να οικοδομούμε τις σχέσεις μας με όλες τις χώρες, από τις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι τη Ρωσία, από την Ευρωπαϊκή Ένωση μέχρι τον αραβικό κόσμο ανάλογα με τα συμφέροντα της Τουρκίας και τις προσδοκίες του λαού μας».

Εξηγεί όμως και την προσπάθεια των ευρωπαϊκών κρατών να δουν θετική δυναμική στην τρέχουσα στάση της Τουρκίας και να αναφερθούν στις κυρώσεις ως κάτι που αφορά το μέλλον και την ενδεχόμενη νέα προκλητικότητα της Τουρκίας, χωρίς να ζητούν κάτι πιο δεσμευτικό από τη διατήρηση του τρέχοντος υποτίθεται πιο «ήπιου» κλίματος.

Απέναντι σε αυτή την ταλάντευση έσπευσε ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου να καλέσει την ένωση να μην καθυστερεί αλλά να προχωρήσει και την αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης και στην κατοχύρωση της δυνατότητας των τούρκων πολιτών να κινούνται στην Ευρώπη χωρίς βίζα.

Η Ελλάδα επιμένει στη «διττή προσέγγιση»

Σε αυτό το τοπίο η ελληνική κυβέρνηση επικεντρώνει στο να είναι σαφής η «διττή προσέγγιση» στο κείμενο των συμπερασμάτων και στην πολιτική της ΕΕ έναντι της Τουρκίας. Αυτό σημαίνει ταυτόχρονα την αναβάθμιση των σχέσεων υπό την προϋπόθεση προόδου αλλά και τη σαφή τοποθέτηση για κλιμακούμενες κυρώσεις εάν η Τουρκία επιστρέψεις το δρόμο των κυρώσεων.

Αυτό φάνηκε και από τις δηλώσεις του Έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη κατά τη συνάντησή του με τον Κύπριο Πρόεδρο Νίκο Αναστασιάδη:

«Συμφωνήσαμε ότι στο αυριανό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο οφείλουν όλοι να επιμείνουν στη διττή προσέγγιση της ΕΕ απέναντι στην Τουρκία. Χαιρετήσαμε την έκθεση Μπορέλ» είπε για να προσθέσει: «συνολικά η Ένωση οφείλει να επιμείνει στην αξιόπιστη εφαρμογή της πολιτικής της διττής προσέγγισης απέναντι στην Τουρκία. Χαιρετίσαμε την έκθεση Μπορέλ, επισημάναμε την ανάγκη τα συμπεράσματα να κινούνται στο ίδιο πνεύμα».

Και ο Κυριάκος Μητσοτάκης συνέχισε λέγοντας πως: «Στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο η Τουρκία έχει αποσύρει τα ερευνητικά της πλοία. Το γεγονός αυτό δεν είναι ασήμαντο, απομένει να δούμε έαν θα έχει διάρκεια. Είναι στο χέρι της Τουρκίας να αποδείξει εάν είναι ειλικρινής προσέγγιση ή παραπλανητικός ελιγμός. Αν θα ακολουθήσει το δρόμο του διεθνούς δικαίου ή εάν ακολουθήσει την παραβατικότητα. Αυτή η επιλογή θα έχει συνέπειες».

«Οι αξιώσεις περί λύσης δύο κρατών είναι εκτός πλαισίου της ΕΕ» συνέχισε ο Έλληνας πρωθυπουργός και συμπλήρωσε: «Κοινή μας είναι η θέση για την κατάργηση των αναχρονιστικών εγγυήσεων και απομάκρυνση των κατοχικών δυνάμεων».

Σε αυτό το φόντο εύλογο είναι Ελλάδα και Κύπρος να επιδιώξουν πολύ πιο ξεκάθαρες διατυπώσεις στο σχέδιο συμπερασμάτων, στο πνεύμα των συγκεκριμένων προτάσεων που εμπεριέχει η έκθεση Μπορέλ ως προς το είδος των ενδεχόμενων κυρώσεων αλλά και την αποτίμηση της κατάστασης στις ευρωτουρκικές σχέσεις.

Πηγή:In.gr