Γιατί όλα στο «γόνατο»; Γιατί όλα την «τελευταία» στιγμή;

ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ

Κοιτάζοντας τη φωτογραφία από τον Αγιασμό του σχολείου Oakleigh Grammar (πάνω) για την έναρξη του νέου σχολικού έτους μας ήλθε στο νου το γνωστό σλόγκαν «μία φωτογραφία χίλιες λέξεις» . Θα γράφαμε, για την περίπτωση, «μία φωτογραφία χίλιες  λέξεις αισιοδοξίας».

Το Σχολείο Ιδρύθηκε το 1983 από την Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα του Oakleigh – Μελβούρνη και σήμερα διδάσκει πολλές εκατοντάδες  παιδιά, από νήπιο μέχρι και Λύκειο, που εντρυφούν στην ελληνική Γλώσσα και τον Πολιτισμό και τον πάνε …ψέλνοντας  μέχρι το Βυζάντιο, με την Βυζαντινή Χορωδία του Σχολείου! Κοιτάζοντας τη φωτογραφία, Δεν μπορεί παρά να γίνεσαι αισιόδοξος για το μέλλον της ελληνικής Γλώσσας, όσο και αν όντως συντρέχουν, παράλληλα, και αρκετοί  σοβαροί αρνητικοί παράγοντες.  Όπως, π.χ. το γεγονός ότι σε ορισμένες περιοχές οι νεώτεροι ομογενείς έχουν ήδη φθάσει σε τρίτη αν όχι και τέταρτη γενιά, που σημαίνει ότι πολλοί ούτε ακούνε ούτε μιλούν στο σπίτι τους Ελληνικά.

Δεν είναι μόνον το Σχολείο Oakleigh Grammar ποου προάγει την ελληνομάθεια. Σπουδαίο και το  Σχολείο SAHETI στο Γιοχανερμπουργκ, το οποίο, μάλιστα, πρόσφατα επισκέφθηκε ο Υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας δηλώνοντας εντυπωσιαμένος για  «το υψηλό του επίπεδο, τα προσόντα που προσφέρει στους αποφοίτους του».

‘Όπως το Oakleigh Grammar έτσι και το SAHETI, οι μαθητές δεν έχουν όλοι ελληνικές ρίζες,  κάτι που, όπως είπε ο κ. Δένδιας, αντανακλά «στο όραμα των ιδρυτών του SAHETI, ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα ανοιχτό σε όλους. Εφαρμογή, έτσι, της ιδέας των Αρχαίων Ελλήνων προγόνων μας», όπως ανέφερε .

Δεν είναι ωστόσο,  λιγότερο σημαντικό το ελληνικό Σχολείο του Αγίου Δημητρίου στην Αστόρια ή τα 13 ελληνικά απογευματινά σχολεία της Αρχιερατικής Περιφέρειας Βορείου Νέας Ιερσέης, και όλα τα άλλα και ελληνόγλωσσα Σχολεία στις ΗΠΑ.   Ή τα ελληνικά Σχολεία στο Μόναχο και σε άλλες πόλεις της Γερμανίας, τα Charter ή τα ελληνόφωνα Σχολεία του Καναδά και άλλων ευρωπαϊκών και μη πόλεων. Το κάθε ένα από αυτά έχει την Ιστορία του και την Προσφορά του.

Πώς έχει, λοιπόν,  το θέμα της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης; Η ελληνική Γλώσσα έχει δυνατότητα να διασωθεί; Και τι χρειάζεται να γίνει για να εξασφαλισθεί η διάδοση και η διάσωσή της;  Απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά  δίνουν αφενός ο γνωστός καθηγητής  Γιώργος Μπαμπινιώτης ο οποίος σχετικά πρόσφατα πραγματοποίησε επιστημονικό ταξίδι στην Αυστραλία και  ο  Καθηγητής Joseph Lo Bianco στον οποίο ο Σύλλογος Καθηγητών Νέων Ελληνικών Βικτώριας (ΣΕΝΒ) ανέθεσε τη διεξαγωγή σχετικής έρευνας. (Σχετικά δημοσίευσε ο τοπικός ομογενειακός Τύπος).

Ο Γιώργος Μπαμπινιώτης, που μίλησε με καθηγητές γονείς και μαθητές, είπε πως το πρώτο που πρέπει να γίνει είναι «η ανάγκη να συνειδητοποιήσουν οι Ελληνες γονείς ότι πρέπει να στέλνουν τα παιδιά τους στο ελληνικό σχολείο, για να γνωρίσουν και να αγαπήσουν τη σημερινή Ελλάδα».

Κατά τον καθηγητή χρειάζονται, όμως, και περισσότεροι (και καλύτερα αμειβόμενοι) εκπαιδευτικοί από την Ελλάδα στην Αυστραλία και στις άλλες χώρες υποδοχής Ελλήνων μεταναστών.

Επίσης, πρότεινε τη Ριζική αναδιοργάνωση τής διδασκαλίας τής ελληνικής γλώσσας σύμφωνα με τη σύγχρονη μεθοδολογία διδασκαλίας μιας γλώσσας ως δεύτερης ή και ως ξένης. Ζήτησε, παράλληλα, κατάλληλα βιβλία  και κατάλληλα εκπαιδευμένους δασκάλους.

Οι εξ Ελλάδος εκπαιδευτικοί μαζί με όσους έχουν σπουδάσει στην Ομογένεια μπορούν να επιτελέσουν, σε συνεργασία μεταξύ τους, το δύσκολο αυτό έργο κατά άριστο τρόπο. Μια ειδική σεμιναριακή εκπαίδευση για το πώς μπορούν να διδάξουν εύκολα και αποτελεσματικά τη δομή (γραμματική και συντακτική) τής σύγχρονης Ελληνικής είναι απαραίτητη λόγω των ειδικών συνθηκών των παιδιών στην αλλοδαπή, είπε ο κ. Μπαμπινιώτης και πρόσθεσε πως  απαιτείται καλύτερη συνεργασία των ελληνικών πανεπιστημίων με τα πανεπιστήμια του Εξωτερικού. Το θέμα δεν είναι να υπογράφονται συμφωνίες συνεργασίας των Πανεπιστημίων αλλά να παίρνουν σάρκα και οστά για μεγάλα θέματα, είπε.

Από την πλευράς του καθηγητή Joseph Lo Bianco η δική του έρευνα κατέληξε και αυτή σε ορισμένα συμπεράσματα.

Ως γενική αρχή που πρέπει να διέπει τη στρατηγική είναι ότι πρέπει να προωθήσουμε την ελληνική γλώσσα σε τρεις μεγάλους τομείς:

1) Να οικοδομήσουμε την ικανότητα γνώσης της ελληνικής γλώσσας, ώστε περισσότεροι νέοι άνθρωποι να μάθουν τη γλώσσα σε ένα επίπεδο που να τους δίνει αυτοπεποίθηση να τη χρησιμοποιούν

2) Να δημιουργήσουμε ευκαιρίες εμβάθυνσης και εμπλουτισμού της γνώσης της γλώσσας και

3) Να μπορούν οι διδασκόμενοι να συνδεθούν με τη γλώσσα σε προσωπικό επίπεδο.

Ερευνάται: Η σύνταξη δήλωσης αριστείας για τη διδασκαλία της νεοελληνικής γλώσσας

– Η αύξηση του αριθμού εξειδικευμένου στα Ελληνικά προσωπικού

-Η υποστήριξη αποσπασμένων εκπαιδευτικών από την Ελλάδα

-Η αύξηση του αριθμού των μαθητών σε όλους τους τομείς

-Η αύξηση της ευαισθητοποίησης σχετικά με την αξία της εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας

-Η δημιουργία νέων προγραμμάτων προσχολικής εκπαίδευσης και νηπιαγωγείων

-Η αύξηση της ευαισθητοποίησης σχετικά με τη σημασία της δίγλωσσης ανατροφής των παιδιών.

Συμπεράσματα εν πολλοίς ταυτόσημα των δύο ανεξάρτητων καθηγητών και γνωστά από ετών στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ. Τα οποία, όμως, δεν υλοποιήθηκαν από τις ελληνικές κυβερνήσεις και τους κατά καιρούς υπουργούς Παιδείας. Για να είμαστε και δίκαιοι, και για λόγους Πανδημίας. Αν και, δυστυχώς, το πρόβλημα δεν είναι της τελευταίας δεκαετίας. “Κρατάει χρόνια πολλά αυτή η κολώνια”…

Αντίθετα, από την πλευρά της η Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού & Δ.Δ. προώθησε την ψηφιακή μαθησιακή εφαρμογή  “Staellinika» για την εξ αποστάσεως μάθηση των νέων ομογενών.

Και, το κερασάκι στην τούρτα. Μόλις χθες (Τρίτη 7/2/2023) υπεγράφη Πρωτόκολλο Συνεργασίας για την αξιοποίηση της Εκπαιδευτικής Τηλεόρασης ως συμπληρωματικής μεθόδου εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας, της ιστορίας και του πολιτισμού  από τους Απόδημους Έλληνες. Το Πρωτόκολλο υπέγραψαν ο Υφυπουργός Εξωτερικών Ανδρέας Κατσανιώτης και ο Υφυπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων Ζέττα Μ. Μακρή.

Καλοδεχούμενες και οι δύο πρωτοβουλίες. Καλοδεχούμενες αλλά  σε διαφορετικά πεδία από τις εισηγήσεις των αρμοδίων καθηγητών.

Με όσα πατριωτικά λόγια και εάν διανθίσει κανείς τις πρωτοβουλίες αυτές, έρχονται  σε κάθετη αντίθεση με τις εκτιμήσεις τα συμπεράσματα και τις προτάσεις των ως ανωτέρω καθηγητών κ.κ. Γιώργου Μπαμπινιώτη και  Joseph Lo Bianco, οι οποίοι συστήνουν όχι ψηφιακή, αλλά την «δια ζώσης» εκμάθηση των ελληνικών από τα παιδιά των ομογενών. σε ελληνόγλωσσα σχολεία και με διαμεσολάβηση δασκάλων, ομογενών και από την Ελλάδα,  καθώς και προγράμματα φιλοξενίας.

Οι ψηφιακές και δορυφορικές διδασκαλίες σε ό,τι αφορά ειδικά παιδιά ομογενών, που ζουν σε ένα ξένο περιβάλλον, με επιδράσεις πολλές φορές μη επιβοηθητικές,  έχουν αυτονόητες δυσκολίες και αμφίβολα αποτελέσματα.

Αλλά  πέραν τούτων, ένα ερώτημα θα  πρέπει , επίσης, να απαντηθεί: Είναι δυνατόν, λίγες εβδομάδες πριν από τις εκλογές να υπογράφονται  Πρωτόκολλα και να γίνονται εξαγγελίες για την τηλεοπτική  διδασκαλία των Ελληνικών και τα οποία προγράμματα θα μετατραπούν ή και θα ακυρωθούν ενδεχομένως από μία τυχόν εκλογική κυβερνητική αλλαγή;  Ή και εάν  ακόμη δεν αλλάξει η Κυβέρνηση,  το πιθανότερο είναι μετεκλογικά να διορισθούν άλλοι υπουργοί  στα αρμόδια υπουργεία, με άλλες, ίσως, «ιδέες» και άλλες σκέψεις;

Γιατί όλα στο «γόνατο»; Γιατί όλα την «τελευταία» στιγμή; Γιατί επιμένουμε κάθε ένας αρμόδιος  “να τουφεκάει στον αέρα”; Γιατί όλα αυτά να μην αποτελούν μέρος μιάς στρατηγικής διακομματικής πολιτικής για την ομογένεια; Γιατί να μην γίνουν στο ξεκίνημα της τετραετίας ώστε να υπάρχει επαρκής χρόνος να  ευδοκιμήσουν στη διάρκειά της;  Γιατί, τέλος, να μην ελαχιστοποιούμε τους αρνητικούς παράγοντες ώστε να μένει μόνον η αισιοδοξία για το μέλλον της ελληνικής Γλώσσας και του Οικουμενικού Ελληνισμού;