Γούντι Άλεν: Όταν σκέφτομαι την Ελλάδα, μου έρχεται στο μυαλό το ελληνικό θαύμα

Με αφορμή την 50ή ταινία του, «Γυρίσματα της τύχης», αλλά και την τελευταία περιοδεία του με την μπάντα του, ο αειθαλής σκηνοθέτης Γούντι Άλεν βρέθηκε στην Αθήνα και μοιράστηκε με τη Realnews αποστάγματα σκέψης μιας πλούσιας όσο και τρικυμιώδους διαδρομής σχεδόν 88 χρόνων.

Είναι μάλλον αδύνατον να ακούσει κανείς το όνομα του Γούντι Άλεν χωρίς να πάει το μυαλό του στο γκρίζο σύννεφο που αιωρείται από πάνω του. Όλοι έχουν άποψη για τις φοβερές κατηγορίες που εκτοξεύθηκαν εναντίον του από την πρώην σύντροφό του, Μία Φάροου, και την υιοθετημένη κόρη τους, Ντίλαν, περί κακοποίησης όταν η δεύτερη ήταν επτά ετών. Αρκετοί ένιωσαν τον θαυμασμό τους για εκείνον να χλομιάζει ή να στερεύει. Αλλοι, επίσης πολλοί, εστίασαν στο ότι δεν υπήρξαν επαρκή στοιχεία ώστε να οδηγηθεί στο δικαστήριο η υπόθεση, στη θερμή υπεράσπιση που παρείχε στον Αλεν ο ψυχοθεραπευτής υιοθετημένος γιος της Φάροου και του Αλεν, Μόουζες, στην τραγική κατάληξη που είχαν κάποια από τα 14 υιοθετημένα παιδιά της Μία, στον 30χρονο, άρρηκτο δεσμό του Γούντι με την πάλαι ποτέ πέτρα του σκανδάλου Σουν Γι, στη χωρίς όρους στήριξη και αγάπη που του παρέχουν με κάθε τρόπο οι δύο υιοθετημένες κόρες του ζευγαριού, Μπεσέ και Μάντζι.

Και υπάρχουν και εκείνοι που έχουν αποφασίσει να μην επιλέξουν στρατόπεδο σε αυτήν τη δαιδαλώδη διαμάχη και να διαχωρίσουν τον άνθρωπο από τον δημιουργό. Πράγματι, αν υπάρχει ένας κάτοικος του πλανήτη που να δικαιούται τον τίτλο «δημιουργός», αυτός είναι ο Γ. Αλεν. Κωμικός, συγγραφέας, μουσικός, σεναριογράφος και, πάνω από όλα, σκηνοθέτης και δη παραγωγικότατος. Πόσοι μπορούν να παινευτούν ότι έχουν γυρίσει 50 ταινίες;

Ο ίδιος, πάντως, δεν περηφανεύεται ποτέ για τίποτα. Από κοντά, είναι όσο ευφυής, αυτοσαρκαστικός και χαμηλών τόνων τον έχεις φανταστεί μέσα από τους ρόλους του. Το πολύ-πολύ να δηλώσει για τον εαυτό του «είναι αλήθεια, υπήρξα τυχερός».

Είναι η δεύτερη φορά που τον συναντώ με αφορμή μια ταινία του και, στα 20 χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από εκείνη την πρώτη συνέντευξη στο Φεστιβάλ Βενετίας, δεν φαίνεται να έχουν αλλάξει πολλά. Είναι το ίδιο ευγενής, απλός και γλυκός. Εξακολουθεί να μην ακούει πολύ καλά και να απολαμβάνει τη φιλοσοφική ανάλυση.

Η συζήτηση μαζί του σε κάνει να ξεχνάς ότι έχεις απέναντί σου έναν από τους διασημότερους ανθρώπους στον κόσμο και να φαντάζεσαι ότι συνομιλείς με τον συμπαθή, σοφό ηλικιωμένο της διπλανής πόρτας. Πλάνη, βεβαίως, γιατί ο Γ. Αλεν δεν υπήρξε άνθρωπος της διπλανής πόρτας κανενός. Είτε τον αγαπάς είτε όχι, δεν μπορείς να μην αναγνωρίσεις τη μοναδικότητά του.

Είναι σχεδόν 88 ετών και τα «Γυρίσματα της τύχης», που παρουσίασε σε πρεμιέρα η Spentzos Film σε συνεργασία με το 29ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας – Νύχτες Πρεμιέρας (στις αίθουσες από τις 27 Σεπτεμβρίου), είναι η 50ή ταινία του και η πρώτη που γύρισε στη γαλλική γλώσσα. Θα είναι η τελευταία; Εξαρτάται από τη χρηματοδότηση και τις δυνάμεις του.

Έρωτας και εξουσία

Με φόντο το Παρίσι, ο Άλεν ξετυλίγει μια γοητευτική ιστορία με πρωταγωνιστές τον έρωτα, τη ζήλια και την αιώνια μονομαχία της προσωπικής ευθύνης με το τυχαίο. Η Φανί (Λου ντε Λάαζ) και ο Ζαν (Μελβίλ Πουπό) μοιάζουν με το ιδανικό παντρεμένο ζευγάρι: επιτυχημένοι, λίαν ευκατάστατοι, μοιάζουν όσο ερωτευμένοι ήταν όταν πρωτογνωρίστηκαν. Φυσικά δεν είναι, γιατί ο Ζαν θεωρεί τη Φανί περίπου κτήμα του και η Φανί αρχίζει να νιώθει ολοένα και πιο εγκλωβισμένη στην πλήξη. Οταν θα συναντήσει έναν παλιό συμμαθητή της (Νιλς Σνάιντερ) όλα θα ανατραπούν και η ταινία θα αποκτήσει μια απολαυστική -αλλά πάντα κυνικά ανάλαφρη- απόχρωση θρίλερ.

Πόσο ευθύνονται οι ήρωες για την πορεία της ζωής τους; Πόσο έρμαια της τύχης είναι; Αυτό το ερώτημα διαποτίζει την ιστορία, άλλωστε απασχολεί τον αειθαλή σκηνοθέτη διαχρονικά – αν και είναι εμφανές προς τα πού γέρνει η σκέψη του.

«Πολλοί ανακουφίζονται με την ιδέα ότι όλα συμβαίνουν για κάποιον λόγο. Εσείς δεν το πιστεύετε. Όμως, γιατί είμαστε εδώ, τι νόημα έχουν όλα όσα κάνουμε αν τα πάντα είναι τυχαία;», τον ρωτώ. «Μα δεν ξέρουμε γιατί είμαστε εδώ! Δεν έχω κάτι να σας πω για να νιώσετε καλύτερα», απαντά ο Γ. Αλεν χαμογελώντας. «Η ύπαρξή μας δεν είναι το αποτέλεσμα κάποιου σχεδίου. Είμαστε εδώ κατά τύχη. Έστω, κατά καλή τύχη, αν προτιμάτε να το δείτε έτσι».

Αφοσιωμένος εξερευνητής της πολύπλοκης ανθρώπινης φύσης, έχει άραγε καταλήξει αν οι άνθρωποι είναι βασικά καλοί ή κακοί; «Από κληρονομική άποψη, από τη φύση μας, δεν είμαστε τίποτα. Είμαστε λευκό χαρτί. Κάθε άνθρωπος, όμως, είναι ελεύθερος να διαλέξει ποιος θα είναι. Πιστεύω ότι, καθώς η ανθρωπότητα έχει εξελιχθεί, οι περισσότεροι άνθρωποι εξελίχθηκαν θετικά. Υπάρχουν περισσότεροι καλοί παρά κακοί», λέει με αναπάντεχη αισιοδοξία. Φυσικά, υπάρχει και η παγίδα: «Παρόλο που ο αριθμός των κακών είναι μικρός, εξακολουθεί να είναι αρκετά μεγάλος. Είναι κρίμα, επειδή οι κακοί κάνουν τον κόσμο ακόμα πιο δυσάρεστο από όσο είναι. Αντί να τον βελτιώνουν, τον χειροτερεύουν. Ταυτόχρονα, βέβαια, νομίζω και οι έντιμοι άνθρωποι αυξάνονται σε σχέση με τους εγκληματίες».

Ο έρωτας και η αναζήτηση της εξουσίας. Ποιο θεωρεί το βασικό μας κίνητρο; «Δεν υπάρχει ένα παγκόσμιο κίνητρο», απαντά χωρίς δεύτερη σκέψη. «Ο καθένας έχει διαφορετικό. Ανήκουμε και εμείς στο ζωικό βασίλειο αλλά, όπως ανέφερε και ο Τενεσί Γουίλιαμς, η πορεία μας είναι σκοτεινή, δεν έχουμε ιδέα προς τα πού πηγαίνουμε. Δεν υπάρχει συγκεκριμένος σκοπός, μόνο ο στόχος που σχεδιάζει ο καθένας για τον εαυτό του. Και δεν έχει και νόημα, τελικά. Δεν είναι μια καλή κατάσταση και, το μόνο που μπορείς, είναι να κάνεις την κατάσταση αυτή όσο καλύτερη γίνεται, να προσπαθήσεις να καταλάβεις τι είναι καλό και τι κακό».

Ο Γ. Αλεν, που διασκέδασε και προβλημάτισε γενιές και γενιές με τους υπαρξιακούς προβληματισμούς του, πλησιάζει τα 90. Όλα τα θεμελιώδη ερωτήματα που τον απασχόλησαν θεωρητικά και από απόσταση, πίσω από την ασπίδα της νεότητας, ορθώνονται τώρα απέναντί του σε απόσταση αναπνοής. Ξέρεις ότι αυτά που λέει τον αφορούν πιο άμεσα από ποτέ. «Εχουμε το ένστικτο να επιβιώσουμε, να τεκνοποιήσουμε, να σωθούμε αν υπάρχει κίνδυνος», μας λέει.

«Όμως, αν κάποια στιγμή σταθείς και αναρωτηθείς “Μα γιατί τα κάνω όλα αυτά; Ποιο είναι το νόημα, αφού στο τέλος θα χαθώ για πάντα; Τα έργα μου, τα έργα του Σαίξπηρ και του Δάντη, δεν θα χαθούν κάποια στιγμή;”. Διανοητικά είναι πολύ δύσκολο να βρεις έναν καλό λόγο για την ύπαρξη της ζωής. Όμως, κάτι στο αίμα σου, στα κύτταρά σου, σου λέει “θέλω να ζήσω, να κάνω παιδιά, να τα προστατεύσω…” Αυτή είναι η βασική μας παρόρμηση».

Είναι ακόμα περίεργος; Υπάρχει κάποια απάντηση που εξακολουθεί να ψάχνει; «Ναι, φυσικά: Γιατί υπάρχουν όλα αντί να μην υπάρχει τίποτα!», λέει γελώντας. «Πολύ θα ήθελα να το ξέρω, όμως δεν θα το μάθω ποτέ».

Όποτε σκέφτεται την Ελλάδα, τι έρχεται στο μυαλό του; «Μα το ελληνικό θαύμα! Την ώρα που έπαιρνα το πρωινό μου αναρωτιόμουν “Θεέ μου, άραγε ο Σωκράτης απολάμβανε κάπου εδώ τον ίδιο χυμό πορτοκαλιού με μένα;” Το ελληνικό φαινόμενο, αυτό μου έρχεται στο μυαλό. Οι αρχαίοι δραματουργοί, οι ποιητές, οι φιλόσοφοι, η άνθηση της Αθήνας και της Ελλάδας ως το λίκνο του αληθινού πολιτισμού όπως τον γνωρίζουμε. Είναι φανταστικό, αν το σκεφτείς! Εχω επισκεφθεί τον Παρθενώνα, βρέθηκα κάποια στιγμή σε ένα αρχαίο θέατρο και σκέφτηκα ότι εδώ έγραφαν οι αρχαίοι τα έργα τους, ακριβώς όπως εμείς γράφουμε θεατρικά για το Μπρόντγουεϊ, εδώ ανέβηκε η πρώτη, αυθεντική παραγωγή του Οιδίποδα, οι ηθοποιοί στέκονταν εδώ – πραγματικά, δεν το χωράει το μυαλό σου! Αυτό σημαίνει τα πάντα… Και, την ίδια στιγμή, τίποτα», αλλάζει ξαφνικά ρότα, κυριευμένος από τον μόνιμο προβληματισμό του περί νοήματος των πάντων: «Οι Ελληνες δραματουργοί υπήρξαν ιδιοφυΐες, αλλά ταυτόχρονα αναδύεται ένα γιγάντιο “και λοιπόν;”».

Το ίδιο βράδυ της συνέντευξης, θα εμφανιστεί στο Ηρώδειο, με το κλαρινέτο και την μπάντα του, στο πλαίσιο της αποχαιρετιστήριας περιοδείας του. Δεν θα παίξει ξανά. Του λέω ότι θα βρίσκομαι εκεί, να τον απολαύσω. «Οχι, όχι», απαντά βιαστικά, με κωμική σχεδόν αγωνία. «Μην τους ακούτε τι λένε! Πιστέψτε με και δεν σας το λέω από μετριοφροσύνη: Θα είμαι φριχτός!».