Έκκληση Ελπιδοφόρου για την «λύτρωση» της Μονής της Χώρας- Δήλωση Σάββα Τσίβικου

Νέα Υόρκη.- Ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής κ Ελπιδοφόρος εξέδωσε ανακοίνωση μέσω της οποίας αφ ενός μεν εκφράζει την απογοήτευσή του για την μετατροπής της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη σε τζαμί, αφ ετέρου δε καλεί την τουρκική κυβέρνηση να επανεξετάσει την απόφασή της και να την “λυτρώσει”.

Καλεί επίσης τον Λευκό Οίκο να δείξει ενδιαφέρον για αυτές τις εξελίξεις και αυτό για δύο βασικούς λόγους. Ο πρώτος σχετίζεται με την απόφαση η οποία «αντιβαίνει σε μια από καιρό αναγνωρισμένη αρχή του πλήρους διαχωρισμού Εκκλησίας και Κράτους».

Και ο δεύτερος με το γεγονός ότι «αυτές οι αποφάσεις της τουρκικής κυβέρνησης (η επανα-μετατροπή της Αγίας Σοφίας και της Μονής της Χώρας καθώς και άλλων μνημείων), μπορούν να υπονομεύσουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες καθώς και να επικυρώσουν την εργαλειοποίηση της θρησκείας».

Παραθέτουμε το πλήρες κείμενο της ανακοίνωσης του Αρχιεπισκόπου Αμερικής, κ. Ελπιδοφόρου.

«Μετά τον ένδοξο εορτασμό της Ανάστασης του Κυρίου μας την περασμένη Κυριακή, η καρδιά και το μυαλό μας στρέφονται στην ισχυρή Εικόνα αυτής της ιερής στιγμής στην ιστορία της σωτηρίας μας, στη Μονή της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη. Σε όλο τον κόσμο, ανά τους αιώνες αυτή η Ιερή Εικόνα, που βρίσκεται στο Παρεκκλήσι της Μονής, έχει εμπνεύσει εκατομμύρια ανθρώπων με την ελπίδα της Ανάστασης.

Η ίδια η εικόνα έχει αναπαραχθεί ξανά και ξανά για να αποτελέσει την υπέρτατη απεικόνιση της «Καθόδου στον Άδη» από τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, ακόμη και στον Άγιο Νικόλαο στο Σημείο Μηδέν, όπου η συντροφιά των λυτρωθέντων περιλαμβάνει τους Ήρωες εκείνης της μοιραίας ημέρας.

Με βαριά καρδιά επομένως, λάβαμε την είδηση από την επίσημη ανακοίνωση της τουρκικής κυβέρνησης για τη μετατροπή της Μονής της Χώρας, ενός φάρου πολιτιστικής κληρονομιάς ανοιχτού σε όλους, από μουσείο σε τζαμί, όπου η λαμπρή αυτή αγιογραφία τώρα καλύπτεται για άγνωστο σκοπό.

Αυτή η απόφαση, που έρχεται μετά από την επανα-μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τέμενος, αποτελεί παραφωνία στη συμφωνία του αμοιβαίου σεβασμού και κατανόησης μεταξύ των ανθρώπων όλων των θρησκειών.

Η λογική του «δικαίου της κατάκτησης» πάνω στο οποίο βασίστηκε η εκ νέου μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε ισλαμικό τέμενος τον Ιούλιο του 2020, υποδηλώνει μια οπισθοχώρηση του ανθρώπινου πολιτισμού, στα μεσαιωνικά πρότυπα.

Επιπλέον, η πρακτική της προσευχής σε «κατακτηθέντα μνημεία» στον 21ο αιώνα, από έναν θρησκευτικό λειτουργό που κραδαίνει ξίφος, επαναφέρει το στοιχείο της βίας και το συνυφαίνει με το θρησκευτικό συναίσθημα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Η Μονή της Χώρας, γνωστή για τα εκπληκτικά βυζαντινά ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες της, κατέχει μια μοναδική θέση στον τρόπο της ανθρώπινης έκφρασης. Το να βλέπουμε τώρα τους θησαυρούς της να μην είναι διαθέσιμοι σε κοινή θέα, είναι απώλεια όχι μόνο για τους Ορθόδοξους αδελφούς μας, αλλά για όλους τους ανθρώπους με πίστη που βρίσκουν ομορφιά και νόημα στην ιερή της τέχνη.

Είναι προνόμιο της τουρκικής κυβέρνησης να λαμβάνει αποφάσεις όπως κρίνει σκόπιμο. Ωστόσο, η Αγία Γραφή προσφέρει αυτή τη χρήσιμη συμβουλή: “«Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾽ οὐ πάντα συμφέρει», που σημαίνει ότι «όλα μπορεί να είναι δυνατά για μένα, αλλά δεν είναι όλα ωφέλιμα» (Α’ Κορινθίους 10:23). Η άμεση πολιτική σκοπιμότητα δεν θα πρέπει να κρύβει τη μακροπρόθεσμη ζημιά. Όλοι οι άνθρωποι με πίστη καλούνται να αναλάβουν μια κοινή ευθύνη, για να αποφευχθεί ο περιττός πόνος και ο διχασμός που προκαλούνται από τέτοιες αποφάσεις.

Καλούμε την τουρκική κυβέρνηση να επανεξετάσει την απόφαση μετατροπής της Μονής της Χώρας (σε τέμενος), αναγνωρίζοντας τη βαρύτητα αυτής της ενέργειας και τις συνέπειές της, ειδικά από τη στιγμή που το παγκόσμιο κέντρο της Ορθοδοξίας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη, και σε μια χώρα όπου πολλοί από τους πολίτες ανήκουν σε διαφορετικές θρησκείες και δόγματα.

Τέλος, η αμερικανική κυβέρνηση θα πρέπει να δείξει ενδιαφέρον για αυτές τις εξελίξεις. Πρώτον διότι αντιβαίνει σε μια από καιρό αναγνωρισμένη αρχή του πλήρους διαχωρισμού Εκκλησίας και Κράτους.

Και δεύτερον, αυτές οι αποφάσεις της τουρκικής κυβέρνησης (η επανα-μετατροπή της Αγίας Σοφίας και της Μονής της Χώρας καθώς και άλλων μνημείων), μπορούν να υπονομεύσουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες καθώς και να επικυρώσουν την εργαλειοποίηση της θρησκείας.

Ο Ύπατος Πρόεδρος της AHEPA, κ. Σάββας Τσίβικος, Για την Μονής της Χώρας

Ο Ύπατος Πρόεδρος της AHEPA, της κορυφαίας οργάνωσης των Ελληνοαμερικανών, κ. Σάββας Τσίβικος, εξέδωσε ανακοίνωση μέσω της οποίας αφ’ ενός μεν καταδικάζει την απόφαση του «καθεστώτος» Ερντογάν για την μετατροπή της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη σε τζαμί, αφ ετέρου ζητά από τον Λευκό Οίκο και την διεθνή κοινότητα να ασκήσουν πιέσεις στην Τουρκία για την επιστροφή τόσο της Μονής της Χώρας, όσο και της Αγίας Σοφίας στην πρότερή τους κατάσταση ως μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.

Παραθέτουμε σε απλή μετάφραση το πλήρες κείμενο της δήλωσης του ύπατου προέδρου της AHEPA.

H AHEPA καταδικάζει έντονα τη μετατροπή του Μουσείου της Χώρας, της πρώην ιστορικής Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας και Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO που βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη, σε τζαμί από το καθεστώς Ερντογάν.

Αυτή η ενέργεια καταδεικνύει περαιτέρω τη βαθιά και κατάφωρη περιφρόνηση της θρησκευτικής ελευθερίας και των διεθνών κανόνων από την Τουρκία και παραβιάζει τους διεθνείς και τους νόμους των ΗΠΑ. Στερεώνει το απύθμενο ρεκόρ της Τουρκίας σε αυτά τα στάνταρ.

Καθώς το Μουσείο της Χώρας είναι Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, καλούμε τη διεθνή κοινότητα να καταστήσει την Τουρκία υπόλογη έναντι των διεθνών φόρων και συμβάσεων τις οποίες έχει υπογράψει και οι οποίες καταστούν υπεύθυνη την Τουρκία για την διατήρηση της πλούσιας πολιτιστικής και θρησκευτικής της κληρονομιάς.

Καλούμε επίσης την κυβέρνηση των ΗΠΑ να καταδικάσει το καθεστώς Ερντογάν γι αυτή την ενέργεια.

Όπως η Αγία Σοφία, έτσι και η Μονή της Χώρας αποτελούν δώρα σε όλη την ανθρωπότητα. Η αξία τους είναι οικουμενική.

Ζητούμε την ταχεία αποκατάστασή του σε ένα προσβάσιμο σε όλους μουσείο και για την προστασία και τη διατήρηση της πολύτιμης θρησκευτικής και πολιτιστικής κληρονομιάς του.