ΣΑΤΙΡΙΖΟΝΤΑΣ- Μπήτς΄το πανηγύρι…

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ

Παλιά μου τέχνη κόσκινο και τσούκου –τσούκου, τον απλώνουμε στον ήλιο τον τραχανά, έτσι;  Με τούτα και με κείνα τον στείλατε τον άνθρωπο στο χειρουργείο!..

Όχι πως πιστεύω στα μάγια, αλλά τι βελόνες περασμένες σε πάνινες κούκλες, τι  μαλιά σε χώμα και κάτω απ΄το χαλάκι, ε, όλα αυτά τέλος πάντων της Σολωμονικής επιστρατεύτηκαν, πολύ θέλει  να γυρίσει τ΄ανάποδα ο τροχός;

«Δεν πιάνουν τα κόλπα σας, είναι πολύ συνηθισμένα»… Λίγο ακόμα και τους είχαμε τους Γερμανούς… Εκεί στο 1-1 πιάστηκε η αναπνοή της Μέρκελ! Μέχρι να μπεί το δεύτερο γκολ πέρασε για 6 ολόκληρα λεπτά τη λαχτάρα της  ζωής της… Εμείς, κατά συνήθεια «είμαστε πρωταθλητές» και τα τοιαύτα. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί αγωνιζόμαστε, αφού  νικήσουμε  χάσουμε, εμείς πανηγυρίζουμε ως νικητές!

Μου θυμίζει αυτό το ανέκδοτο με την ομάδα Πόλο. Σε κάθε αγώνα που έδινε έτρωγε από 10 γκόλ και πάνω. Ποτέ δεν νίκαγε! Και κάθε Κυριακή απόγευμα, γύριζαν πίσω στη γειτονιά οι παίκτες,  με σκυμμένο κεφάλι και με δάκρυα στα μάτια…

Μιά Κυριακή απόγευμα, ω! Του θαύματος,  επιστρέφουν αλλάζοντας! Γέλια, χαρές, τραγούδια…

Πλησιάζει όλο περιέργεια ένας νεαρός, από τη γειτονιά:

-Βρε σεις, τους  λέει, γιατί πανηγυρίζετε σήμερα;  μη μου πείτε ότι επιτέλους νικήσατε και σεις μιά φορά…

-Όχι, του απαντά ο αρχηγός της ομάδος, χάσαμε πάλι, αλλά να, σήμερα δεν μας πνίγηκε κανένας παίκτης…

Ε, είναι να μην πανηγυρίζουν…

Στην Ελλάδα γενικά είμαστε για τα πανηγύρια.  Και  επειδή  σε κάθε χωριό στήνανε και από ένα πανηγύρι, τον πρώτο λόγο τον είχε ο βιολιτζής.

Είχαμε ένα βιολιτζή λοιπόν, ο οποίος έπαιζε το βιολί του στα πανηγύρια  και ο κόσμος, αφού έριχνε τα χρήματα στο καπέλο που είχε απιθωμένο μπροστά του, έκανε την παραγγελιά του και έφερνε τις βόλτες του. Αυτό συνεχίζονταν για ώρες.

Κάποια στιγμή οι χορευταράδες κουραζόντουσαν, έκαναν στην άκρη και στη πίστα απέμεναν οι τσαμπατζήδες. Αυτοί, δηλαδή, που χόρευαν δίχως να ρίχνουν χρήματα στο καπέλο του  βιολιτζή.

Μιά βόλτα, δύο βόλτες, κατεβάζει με ορμή το δοξάρι  στις χορδές του βιολιού του ο βιολιτζής και κράζει: «Μπητς το πανηγύρι!». Που θα πει, κάτι σαν «σχόλασε το πανηγύρι», ή «τέλειωσε το πανηγύρι».

Τότε έπαιρνε το λόγο ο βοηθός: Μα, αφεντικό, ακόμα χορεύουν…

-Ρε, άκουσες τι είπα εγώ; Μπήτσ’ το πανηγύρι. Και μάζευε τα συμπράγκαλά του και έφευγε…

Αυτό για κάθε έναν που νομίζει ότι μπορεί εσαεί να «χορεύει» τζάμπα στην πλάτη της Ομογένειας.