Ελλάδα-Ισραήλ: Από την συγκεκαλυμμένη εχθρότητα προς τη στρατηγική συμμαχία

Του ΣΩΚΡΑΤΗ ΚΩΣΤΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

Απαράβατος κανόνας στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής είναι πως σε αυτή δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια για συναισθηματισμούς, πόσο μάλλον στο παρόν ευμετάβλητο και ραγδαία μεταλλασσόμενο παγκόσμιο πολυπολικό σύστημα.

Από συστάσεως του κράτους του Ισραήλ το 1948 μέχρι και προσφάτως η Ελλάδα ακολούθησε μια μάλλον μονοδιάστατη και αμφιλεγόμενη ως προς τα αποτελέσματά της φιλοαραβική πολιτική. Αυτή εδραζόταν στην εν πολλοίς εσφαλμένη πεποίθηση μιας διακομματικής ελίτ (συμπεριλαμβανομένης και της στρατιωτικής Χούντας 1967-’74) περί αραβικής στήριξης προς τις ελληνικές εθνικές επιδιώξεις, όπως στο θέμα του κυπριακού, αλλά και στην προοπτική ευνοϊκής μεταχείρισης των ελληνορθόδοξων πατριαρχείων και μειονοτήτων σε Ιορδανία, Αίγυπτο, Συρία και Λίβανο.

Παράλληλα, ισχυρά οικονομικά συμφέροντα στην Ελλάδα, κυρίως στο τομέα των κατασκευών, είχαν συνδεθεί σε μεγάλο βαθμό με διάφορα ολοκληρωτικά αραβικά καθεστώτα μονοπωλώντας ουσιαστικά τα έργα υποδομών στις χώρες αυτές, δημιουργώντας κατ’ αυτό τον τρόπο άλλο ένα πόλο, οικονομικό αυτή τη φόρα, άσκησης πίεση προς την όποια ελληνική κυβέρνηση επιθυμούσε βελτίωση των ελληνο-ισραηλινών σχέσεων.

Έτσι παρατηρήθηκε το εξής οξύμωρο, το κράτος του Ισραήλ να κερδίζει την de jure αναγνώριση στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 από κατά παράδοση εχθρικές προς αυτό χώρες, όπως η Αίγυπτος και η Ιορδανία, ενώ η Ελλάδα παρέμεινε η τελευταία χώρα της τότε Ε.Ο.Κ. η οποία δεν προέβη σε μια τέτοιου είδους αναγνώριση. Η de facto αναγνώριση του Ισραήλ από την Ελλάδα είναι σαφώς κατώτερη σε ισχύ της de jure, δεδομένου ότι με αυτόν τον τρόπο δεν είναι σαφής η αναγνώριση της νομίμου άσκησης εξουσίας σε συγκεκριμένα εδάφη, ελεγχόμενα από την ισραηλινή κυβέρνηση.

Ενδεικτικό του κακού κλίματος στις σχέσεις των δύο χωρών είναι το εξής περιστατικό που περιέγραψε πολύ παραστατικά ο ισραηλινής καταγωγής δημοσιογράφος Βίκτωρ Ισαάκ Ελιέζερ σε λόγο που εκφώνησε προ έτους στο Πολεμικό Μουσείο με κύριο θέμα τις Ελληνο-ισραηλινές σχέσεις: «Το 1981 και αφού η Αίγυπτος υπογράφει συνθήκη ειρήνης με το Ισραήλ, ο Ανδρέας Παπανδρέου ως Πρωθυπουργός καλεί τον πρώτο ξένο ηγέτη…τον Γιάσερ Αραφάτ ορκισμένο εχθρό του Ισραήλ…Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται ειρωνικά ως η δεύτερη (μετά την Αίγυπτο) “αραβική” χώρα με την οποία το Ισραήλ δεν βρίσκεται σε καθεστώς πολέμου». Παράλληλα, στην Ελλάδα παρατηρείται μια ακόμα πιο φιλοαραβική στροφή και μάλιστα προς καθεστώτα ολοκληρωτικά όπως αυτά του Χαφέζ Αλ Άσαντ στην Συρία, του Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ και του Μοαμάρ Καντάφι στην Λιβύη, ενώ ταυτόχρονα το Ισραήλ τεχνηέντως δαιμονοποιείται στην κοινή γνώμη, μια τάση που ακόμα και σήμερα ενυπάρχει, έστω και σε περιορισμένο βαθμό, σε τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, χωρίς να πρέπει σε καμία περίπτωση όμως να συγκριθεί με τις γενικότερες τάσεις και στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον ευρωπαϊκό αντισημιτισμό. Στην δεκαετία του ’80 η Αθήνα θα γίνει για πολλοστή φορά πεδίο αντιπαράθεσης κατασκόπων κυρίως της MOSSAD και μελών της PLO, τα οποία είχαν βρει καταφύγιο σε αυτήν με την ανοχή του επίσημου κράτους.

Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί μια σοβαρή έλλειψη στήριξης προς τις ελληνικές θέσεις εκ μέρους των Αραβικών κρατών και της Ισλαμικής Διάσκεψης όσον αφορά στην τουρκική εισβολή και κατοχή της Βόρειας Κύπρου.

Το 1987 με την φιλοαραβική πολιτική να μην αποδίδει τα αναμενόμενα οφέλη στην ελληνική πλευρά, ο τότε Διευθυντής της Πολιτικής Διεύθυνσης του Υπουργείου Εξωτερικών, Δημοσθένης Κωνσταντίνου (Πρέσβης ε.τ.) πρότεινε με μια σειρά επιχειρημάτων την de jure αναγνώριση του Ισραήλ. Τα επιχειρήματα είχαν ως εξής:

1.) Η Ελλάδα ήταν πλέον η μόνη χώρα της Ε.Ο.Κ. που δεν είχε αναγνωρίσει το Ισραήλ (Προτελευταία η Ισπανία το 1986).
2.) Το ισραηλινό λόμπυ, στην Ουάσινγκτον ήταν πολύ ισχυρό επηρεάζοντας προεδρικές αποφάσεις που αφορούσαν στα ελληνικά ζητήματα και το οποίο δεν είχε και την καλύτερη άποψη για την τότε ελληνική κυβέρνηση.
3.) Όπως προαναφέραμε αραβικά κράτη όπως η Αίγυπτος και η Ιορδανία, παρά την διαχρονική αντιπαλότητά τους με το Ισραήλ το είχαν ήδη αναγνωρίσει.
4.) Τέλος, η πολιτική των αραβικών κρατών απεδείχθη στην πράξη λιγότερο φιλική προς τα ελληνικά συμφέροντα και ειδικά στο φλέγον ζήτημα της τουρκικής κατοχής στην Κύπρο, με την Ισλαμική Διάσκεψη να έχει υποστηρίξει σε κάθε τόνο τους ομόθρησκους Τουρκοκύπριους. Άρα η ειδική σχέση Ελλάδας και αραβικού κόσμου είχε καταστεί ετεροβαρής.

Με γνώμονα τα παραπάνω εγκρίθηκε το σχέδιο αναγνώρισης του Εβραϊκού κράτους, αλλά οι τρέχουσες τότε πολιτικές και διπλωματικές συγκυρίες το κατέστησαν ανεφάρμοστο. Είχε εκραγεί η Παλαιστινιακή «Ιντιφάντα» και η κοινή γνώμη στην Ελλάδα ήταν ακόμα εχθρικά διακείμενη προς το Ισραήλ, ενώ το πολιτικό κόστος που θα επέφερε η κίνηση αναγνώρισής του, υπό αυτές τις συνθήκες, θα ήταν μάλλον μεγάλο για την κυβέρνηση Παπανδρέου. 
Χρειάστηκε να περάσουν άλλα τρία χρόνια για να πειστεί ένας διστακτικός Μητσοτάκης να προβεί στην de jure αναγνώριση. Με άκρα μυστικότητα, αλλά και με ταυτόχρονη εκ των προτέρων ενημέρωση των αραβικών κρατών για τα οφέλη που θα αποκόμιζαν και τα ίδια από αυτή την διπλωματική κίνηση της Ελλάδας υπεγράφησαν εν τέλει στις 21 Μαΐου του 1990 στις Βρυξέλλες το κείμενο της Κοινής Δήλωσης και των εθνικών Δηλώσεων, επισημοποιώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την σύναψη κανονικών διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Αθηνών και Τελ Αβίβ.

Μια δύσκολη προσέγγιση

Η διστακτικότητα της ελληνικής προσέγγισης είχε και τον ψυχολογικό της αντίκτυπο, με τις σχέσεις των δύο κρατών να μην βελτιώνονται ουσιαστικά μετά από σαράντα δύο χρόνια ψυχρότητας και αμοιβαίας καχυποψίας. Μάλιστα, το Ισραήλ στα μέσα της δεκαετίας του ’90 και με αμερικανική επίνευση διαμορφώνει ένα νέο άξονα στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου από κοινού με την Τουρκία.

Αξίζει μάλιστα να αναφερθεί πως με την δημιουργία του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου (ΕΑΧ) Ελλάδας-Κύπρου το 1994, και με την συμμετοχή ελλαδικών δυνάμεων και δη της Πολεμικής Αεροπορίας στην άσκηση «Νικηφόρος» της Εθνικής Φρουράς (Ε.Φ.) της Κύπρου, αντιδράσεις και μάλιστα έντονες δεν προήλθαν μόνο απ’ την πλευρά της Τουρκίας. Σε στρατιωτικό επίπεδο υπήρξαν συνεχείς παραβιάσεις του FIR Λευκωσίας και από Ισραηλινά μαχητικά, ειδικά μετά την υπερπτήση των ελληνικών F-16 απ’ την Κρήτη, καθώς και η εν πολλοίς άγνωστη στο ευρύτερο κοινό ιστορία της σύλληψης ανδρών της MOSSAD με αποδεδειγμένη κατασκοπευτική δραστηριότητα εις βάρος εγκαταστάσεων της Ε.Φ. και με δρομολόγιο διαφυγής τους, διαμέσου των κατεχομένων…

Παραταύτα, το 1996-’97 επί Πρωθυπουργίας Κ. Σημίτη και με Υφυπουργό Εξωτερικών τον κ. Χρήστο Ροζάκη η Ελλάδα θα επιχειρήσει ένα δειλό πολιτικό και στρατιωτικό άνοιγμα προς το Ισραήλ. Πάρα το αρχικά καλό κλίμα, το momentum ατόνησε γρήγορα για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων και το σύνδρομο φοβίας και αποστροφής που διακατέχει ανέκαθεν την ελληνική πολιτική ελίτ προς κάθε τι που άπτεται των στρατιωτικών ζητημάτων, ενώ σε αντιδιαστολή η ισραηλινή πολιτική ελίτ και κοινή γνώμη είναι σε μεγάλο βαθμό εξ’ ανάγκης εξοικειωμένη λόγω των συνθηκών αστάθειας που επικρατούν στην περιοχή με κάθε τι που σχετίζεται με την άμυνα και την ασφάλεια. Μια άλλη αρνητική παράμετρος προς την κατεύθυνση εμπέδωσης μιας ελληνο-ισραηλινής συνεργασίας ήταν η κοινή γνώμη στην Ελλάδα, η οποία επηρεασμένη από δεκαετίες φιλοαραβικής και δη φιλοπαλαιστινιακής στάσης της ελληνικής διπλωματίας και των Μ.Μ.Ε. φάνηκε μάλλον ανέτοιμη να απορροφήσει ένα τέτοιο άνοιγμα, με την Αριστερά να πρωταγωνιστεί στις αντιδράσεις…

Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο άξονας Άγκυρας-Τελ Αβίβ παγιώνεται, ενώ στην Ελλάδα συγγράφεται βιβλίο στα 1999 που τιτλοφορείται «Τουρκία-Ισραήλ και η Έκλειψη της Ελλάδας από τον Φυσικό της Χώρο» του Δρ. Γεωργίου Μούρτου. Η Ελλάδα από την μεριά της φοβισμένη απ’ την στρατιωτική συνεργασία Τουρκίας-Ισραήλ σιγά αλλά σταθερά αποκτά ερείσματα στο Ιράν, στην Συρία και στην Αρμενία, άρα και κατ’ επέκταση στην Ρωσία του Πούτιν, ενώ οι ενεργειακοί χάρτες κάνουν δυναμικά την εμφάνισή τους στην γεωπολιτική σκακιέρα αποτελώντας σημαντικό πλέον παράγοντα επηρεασμού και επανακαθορισμού των διεθνών σχέσεων στην περιοχή της Ευρασίας.

Υπό αυτό το πρίσμα σε λιγότερο από μια δεκαετία οι σχέσεις των δύο χωρών θα ξαναδοκιμαστούν, έμμεσα αυτή τη φορά, με αφορμή το σταδιακό και νεφελώδες γεωπολιτικών διαστάσεων άνοιγμα της κυβέρνησης Καραμανλή προς την Ρωσία. Το ότι η Ελλάδα θα καθίστατο ενεργειακός κόμβος της κεντρικής Ευρώπης ήταν σίγουρα ένα βήμα το οποίο θα αναβάθμιζε τη χώρα μας, όχι μόνο οικονομικά, αλλά και γεωπολιτικά. Πολλά έχουν γραφεί και ειπωθεί για την εν λόγω περίοδο και ακόμα περισσότερα έχουν υπονοηθεί, το σίγουρο είναι πάντως πως πολλοί παίκτες στην περιοχή μας ενοχλήθηκαν από την προοπτική μιας ελληνορωσικής ενεργειακής και γεωπολιτικής συνεργασίας.

Παράλληλα, σε περιφερειακό επίπεδο η Τουρκία εξοβελιζόταν από το συγκεκριμένο πλάνο κατασκευής αγωγών με κίνδυνο όπως έβλεπαν οι αμερικανοί την περαιτέρω ισλαμοποίησή της. Εξάλλου, οι ΗΠΑ είχαν ξεκάθαρα εκδηλώσει προς την ελληνική πλευρά την δυσαρέσκεια τους για τις «φιλορωσικές» κινήσεις της κυβέρνησης Καραμανλή, συμπαρασύροντας αναπόφευκτα προς αυτή την αντιδραστική κατεύθυνση και τον στενότερο σύμμαχό τους στην περιοχή, το Ισραήλ. Τα υπόλοιπα σενάρια περί εκπονημένου σχεδίου ανατροπής της κυβερνήσεως Καραμανλή μέσω του σχεδίου «ΠΥΘΙΑ», ή περί φυσικής εξοντώσεώς του ίδιου του Πρωθυπουργού, καθώς και η πρόκληση γενικότερης αποσταθεροποίησης στην χώρα μας αποτελούν θέμα περισσότερο έρευνας και ανάλυσης των ιστορικών του μέλλοντος.

Από την ψυχρότητα στην συνεργασία και την στρατηγική συμμαχία

Είναι πραγματικά εντυπωσιακό πως μέσα σε δύο χρόνια από την πτώση της κυβέρνησης Καραμανλή και την εκπεφρασμένη ψυχρότητα στις ελληνο-ισραηλινές σχέσεις, φτάσαμε να συζητούμε για επιχειρησιακές μετασταθμεύσεις ισραηλινών μαχητικών σε ελληνικά αεροδρόμια και πλήθος άλλων κοινών ασκήσεων και δράσεων σε περιοχές με έντονο συμβολικό χαρακτήρα, όπως το Αιγαίο.

Η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου αποδεχόμενη τα αμερικανικά κελεύσματα περί άμεσου τερματισμού της ελληνορωσικής ενεργειακής συνεργασίας και γεωπολιτικής προσέγγισης έσπευσε να συνηγορήσει, από κοινού με την βουλγαρική πλευρά, στην αναβολή-ματαίωση της ολοκλήρωσης του αγωγού Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη. Ακολούθησε η καταιγιστικών διαστάσεων οικονομική και κοινωνικοπολιτική κρίση που έπληξε και συνεχίζει να πλήττει την χώρα μας. Σε διπλωματικό επίπεδο όμως την ίδια περίοδο σημειώθηκε μια απότομη βελτίωση στις ελληνο-ισραηλινές σχέσεις, παρόλο που την Ελλάδα κυβερνούσε ένα Σοσιαλιστικό Κόμμα με αντι-ισραηλινά διαπιστευτήρια, ενώ στο Ισραήλ τα ηνία είχε μια υπερσυντηρητική κυβέρνηση συνεργασίας υπό το δίδυμο Νετανιάχου (Πρωθυπουργός)-Λίμπερμαν (ΥΠΕΞ).

Στο μεσοδιάστημα η Τουρκία του ισλαμιστή Ερντογάν, προκαλούσε όλο και περισσότερο τα αντανακλαστικά του Ισραήλ, σε μια νέο-οθωμανική προσπάθεια να αναλάβει έναν ηγετικό ρόλο στον μουσουλμανικό κόσμο, προσεταιριζόμενη ωφελιμιστικά την δυστυχία του παλαιστινιακού λαού και αυτό παρά τις σπασμωδικές αντιδράσεις και αντιρρήσεις των Κεμαλιστών, οι οποίοι επιθυμούσαν συνέχιση της συνεργασίας με το Ισραήλ. Ενδεικτική προς αυτή την κατεύθυνση ήταν και η αποχώρηση από τηλεοπτικό πάνελ στο Νταβός το 2009 ενός «εκνευρισμένου» Ερντογάν, παρουσία του Σιμόν Πέρες, όπου ο Πρωθυπουργός της Τουρκίας κατηγόρησε με άμεσο και καθόλου διπλωματικό τρόπο το Ισραήλ για υπέρμετρη χρήση βίας και ότι ουσιαστικά ακολουθεί πρακτικές εθνοκάθαρσης στα παλαιστινιακά εδάφη. Οι ισραηλινοί μίλησαν για τουρκική προβοκάτσια, θέτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την ταφόπλακα στον πανίσχυρο άξονα Τουρκίας-Ισραήλ.

Σταθμός και καμπή πάντως στην εν γένει ανοδική πορεία των ελληνο-ισραηλινών σχέσεων υπήρξε το επεισόδιο με το πλοιάριο “Mavi Marmara”, το οποίο αποτελούσε τμήμα του στολίσκου που προσπαθούσε να σπάσει τον ισραηλινό ναυτικό αποκλεισμό της Γάζας. Το μόνο πλήρωμα «ειρηνιστών» που προέβαλε οργανωμένη αντίσταση και ιδιαιτέρως έντονα επιθετική συμπεριφορά, συμπεριλαμβανομένης και της υφαρπαγής όπλων από ισραηλινούς κομάντος, είναι αυτό του “Mavi Marmara”. Αρκετοί τότε μίλησαν για παρουσία τούρκων πρακτόρων επί του πλοιαρίου, καθώς δημοσιεύθηκαν φωτογραφίες των θανόντων, με κάποιους εξ’ αυτών να σχετίζονται με ίδρυμα στο οποίο ο ΥΠΕΞ της Τουρκίας Νταβούτογλου διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο.

Ενώ η Ελλάδα αρχικά θα καταδικάσει την ισραηλινή επιθετικότητα και τους δέκα θανάτους τούρκων «ακτιβιστών», από κοινού με πολλές άλλες χώρες, η συνέχεια σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο είναι αρκούντως ενδιαφέρουσα, τουλάχιστον για τα ελληνικά μονοδιάστατα δεδομένα άσκησης της εξωτερικής πολιτικής. Έτσι, η πρώτη κυβέρνηση που θα σπάσει την διεθνή απομόνωση του Ισραήλ, λόγω των μη ακόμα εξακριβωμένων αιτίων της τραγωδίας, θα είναι η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου, με ανταλλαγή επίσημων επισκέψεων σε Τελ Αβίβ και Αθήνα και κοινή συμβολική εμφάνιση των δύο πρωθυπουργών στο ναύσταθμο Σαλαμίνας.

Στο παιχνίδι άλλωστε της εκμετάλλευσης φυσικού αερίου και υδρογονανθράκων της Κύπρου έχουν μπει δυναμικά και κονσόρτσιουμ ισραηλινών συμφερόντων…Η Κύπρος λόγω της υπάρξεως κοιτασμάτων φυσικού αερίου τα οποία θα συνεκμεταλλευτεί με το Ισραήλ, αποτέλεσε τρόπον τινά τον καταλύτη της ταχύτατης πολιτικοστρατιωτικής προσέγγισης Αθηνών-Τελ Αβίβ, ενώ σε κάθε περίπτωση τα κοιτάσματα φυσικού αερίου που βρίσκονται στην Κρήτη δεν αφήνουν αδιάφορη την ισραηλινή πλευρά, κάτι που πιθανόν στο μέλλον να σταθεί αιτία αναζωπύρωσης της έντασης μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ.

Ένα μόλις μήνα μετά το επεισόδιο του «Μαβί Μαρμαρά» τα ισραηλινά αεροσκάφη επανεμφανίστηκαν πάνω απ’ το Αιγαίο, ενώ οι Εδικές Δυνάμεις των δύο χωρών διεξήγαγαν κοινά γυμνάσια. Ο καθηγητής Ι. Μάζης πλέον δικαιώνεται, καθώς πολλοί αρχίζουν να μιλούν για ανατροπή των ισορροπιών στην περιοχή της Ν.Α. Μεσογείου, εν μέσω αυξανόμενης έντασης και εκτόξευσης αλληλοκατηγοριών μεταξύ Άγκυρας και Τελ Αβίβ. Δημοσιεύματα βλέπουν το φως της δημοσιότητας με βαρύγδουπους τίτλους αναφερόμενα σε μια νέα Αντάντ στην Ανατολική Μεσόγειο μεταξύ Ελλάδας-Κύπρου και Ισραήλ (παραπέμπει στην Εγκάρδια Συνεννόηση του Α΄Π.Π. ανάμεσα σε Γαλλία, Μ. Βρετανία και Ρωσία), ενώ η «Εργατική Αλληλεγγύη» σκωπτικά ανέφερε στην ιστοσελίδα της: «Αν κάποτε το ΠΑΣΟΚ επέλεγε να καλέσει τον Αραφάτ στα συνέδριά του, τώρα ο υιός Παπανδρέου επιλέγει να καλέσει τα ισραηλινά μαχητικά και να γίνει ο πρώτος Έλληνας Πρωθυπουργός μετά από τρεις δεκαετίες που θα επισκεφθεί τους σιωνιστές στην έδρα τους.»

Την ίδια εποχή οι αραβικές χώρες της λεκάνης της Μεσογείου βρίσκονται σε συνεχή αναβρασμό, μια βραδυφλεγής βόμβα, η οποία αυτή την φορά εκρήγνυται και υπό τις ευλογίες των ΗΠΑ, καθιστώντας την περιοχή ακόμα πιο ασταθή, αφού με αφορμή την Συρία θα επέλθει ένα ψυχροπολεμικό κλίμα στην Μεσόγειο, με την Ρωσία και το Σιϊτικό Ιράν να μην άρουν την πολιτικοστρατιωτική στήριξή τους στο κατά βάση Αλεβιτικό καθεστώς Άσαντ, ανακόπτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την Σουνιτική Αραβική Άνοιξη. Υπό το πρίσμα της νέας αυτής πραγματικότητας που διαμορφώνεται στον Αραβικό κόσμο, η εποχή της ελληνικής συναισθηματικής προσήλωσης στην ειδική σχέση με τους Άραβες έχει παρέλθει, όπως σηματοδοτούν και οι κινήσεις του νέου Έλληνα Πρωθυπουργού κ. Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος πριν και μετά την εκλογή του έσπευσε στο Ισραήλ ώστε να διαβεβαιώσει προσωπικά ο ίδιος την Ισραηλινή πλευρά για την πρόθεση του να συνεχιστεί η πολυεπίπεδη διμερής στρατηγική συνεργασία.

Το Ελληνικό διακύβευμα

Εν μέσω αυτών των ραγδαίων πολιτικών ανακατατάξεων στην περιοχή της Ν.Α. Μεσογείου, με πτώσεις καθεστώτων και με αναδιατάξεις των συμμαχιών σε μια πιο ρεαλιστική βάση, η χώρα μας παραλλήλως υφίσταται και τα δεινά μιας πρωτοφανούς σε διάρκεια και ένταση οικονομικής ύφεσης. Αυτή με την σειρά της έχει επηρεάσει σαφώς ως ένα βαθμό και το αξιόμαχο των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.

Ως εκ τούτου πολλοί αναρωτούνται κατά πόσον η χώρα μας δύναται να ελπίζει σε μια επί ίσοις όροις αντιμετώπισή της από φίλους και συμμάχους και δη τους ανέκαθεν σκληρούς στις διαπραγματεύσεις ισραηλινούς. Τα ίδια τα γεγονότα δεν έχουν δώσει κάποιες συγκεκριμένες απαντήσεις ακόμα και επιδέχονται πολλών ερμηνειών. Το σίγουρο είναι πως όπως στο παρελθόν η σωτηρία του ελληνισμού ήρθε απ’ τους ίδιους τους έλληνες και όχι από κάποιο Αγγλικό, Γαλλικό ή Ρωσικό κόμμα, έτσι και τώρα δεν πρέπει να προσδοκούμε με μεσσιανικό τρόπο την γεωπολιτική σωτηρία μας από το Ισραήλ, ή την οικονομική σωτηρία από την Γερμανία κ.ο.κ.

Σε κάθε περίπτωση, ερωτήματα για το κατά πόσον ισορροπημένη θα είναι μια στενή συνεργασία με το Ισραήλ την στιγμή που η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα οικονομικό και κοινωνικοπολιτικό τέλμα είναι παρελκυστικά και μάλλον ηττοπαθή. Κατ’ αρχάς η γεωπολιτική θέση της χώρας μας αναμένεται να αναβαθμιστεί σταδιακά λόγω της ανεύρεσης φυσικών κοιτασμάτων, ενώ επιπλέον στο ισοζύγιο αυτής της συμμαχίας πρέπει κάποιος να προσμετρήσει και την όμαιμη και ομόδοξή μας Κύπρο, η οποία παρά το μικρό της μέγεθος έχει μια εποικοδομητικότατη συνεργασία με το Ισραήλ. Η σχέση της συμμαχίας με το Ισραήλ δεν κινδυνεύει να καταστεί ετεροβαρής, αφού και η άλλη πλευρά έχει τις αδυναμίες της. Μάλιστα καθίσταται πλέον εμφανής η περικύκλωση του Ισραήλ από χώρες που μαστίζονται από κοινωνικοπολιτική αστάθεια (Συρία-Αίγυπτος) και στις οποίες τείνουν να κυριαρχήσουν στον πολιτικό βίο φονταμενταλιστικά ισλαμικά στοιχεία, πολύ πιο επικίνδυνα για το κράτος του Ισραήλ, όπως απέδειξε και η σύντομη αναμέτρηση στο Λίβανο με την Χεζμπολάχ το καλοκαίρι του 2006, απ’ ο, τι αντιπροσώπευε παλαιότερα ο Παναραβικός εθνικισμός σοσιαλιστικών αποκλίσεων, Νασερικού τύπου.
Σε αυτό το πλαίσιο ο δημοσιογράφος Βίκτωρ Ι. Ελιέζερ περιγράφει τις σοβαρές δυσκολίες που αντιμετωπίζει το Ισραήλ όσον αφορά τις στρατηγικές επιλογές του σε μια ιδιαίτερα ασταθή περιοχή, χαρακτηρίζοντας την συμμαχία με την Κύπρο και την Ελλάδα ως κεφαλαιώδους σημασίας, καθώς η θάλασσα της Μεσογείου αποτελεί πλέον την μόνη ασφαλή δίοδο του Ισραήλ προς τις αγορές ενέργειας.

Στην παρούσα φάση το Ισραήλ διατυμπανίζει σε όλους τους τόνους πως δεν βλέπει την συνεργασία με την Ελλάδα και την Κύπρο ως μια συγκυριακή προσέγγιση λόγω της ραγδαίας επιδείνωσης των σχέσεών του με την Άγκυρα, γι’ αυτό και προτείνει μια σειρά άλλων κοινών αναπτυξιακών δράσεων που ξεπερνούν κατά πολύ τα στενά όρια μιας στρατιωτικού τύπου συμμαχίας. Το Ισραήλ διαθέτει ούτως ή άλλως μεγάλες δυνατότητες και σε άλλους τομείς πέραν την άμυνας και της αμυντικής τεχνολογίας, στους οποίους θα μπορούσε να συνεργαστεί αρμονικά με την Ελλάδα. Ενδεικτικά αναφέρονται τομείς όπου το Ισραήλ έχει καινοτομήσει κατ’ επανάληψη, όπως η ανάπτυξη και η έρευνα στην γεωργία, η διαχείριση των όλο και μειούμενων υδάτινων πόρων και στις δύο χώρες, καθώς και ο τουρισμός, η παιδεία και ο πολιτισμός.

Αν μια τέτοια πολυεπίπεδη συνεργασία και σύσφιξη σχέσεων με το Ισραήλ που ξεπερνά τα στενά όρια μιας ευκαιριακού τύπου στρατιωτικής συνεργασίας θα μπορέσει να ευοδωθεί είναι κάτι το οποίο εξαρτάται κυρίως από την βούληση των ιθυνόντων στην Ελλάδα, αν και η μέχρι τώρα πορεία δείχνει πως η ρότα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής δεν φαίνεται να αλλάζει δραματικά, όπως είχαμε συνηθίσει στο παρελθόν μετά από μια κυβερνητική αλλαγή. Άλλωστε η χώρα μας πλέον βρίσκεται σε μια δεινή οικονομική, κοινωνικοπολιτική και διπλωματική κατάσταση, που για την αντιμετώπισή της πρέπει να εκμεταλλευθεί όσες ευνοϊκές συγκυρίες της παρουσιάζονται και στην παρούσα φάση η συμμαχία Ισραήλ-Κύπρου-Ελλάδος είναι μια από αυτές.
Πηγή: OnAlert.gr