Τσιάρας: Ναι στην επιστολική ψήφο, ναι και στο νέο ΣΑΕ

Την ικανοποίησή του για το επίπεδο στο οποίο βρίσκεται σήμερα ο Ελληνισμός της Αυστραλίας, εξέφρασε ο Υφυπουργός Εξωτερικών κ. Κων. Τσιάρας, σε συνέντευξή του στην εκπομπή «ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΤΕΣ» στον τηλεοπτικό σταθμό  ΝΕΤ  και τη δημοσιογράφο Ο. Λιναρδάτου. Ο Υφυπουργός εξέφρασε την άποψη ότι η επιστολική ψήφος θα γίνει σύντομα κτήμα του Απόδημου Ελληνισμού, μίλησε για την επιχείρηση αναδιοργάνωσης του Στυμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού, την προοπτική της ελληνικής γλώσσας ιδιαίτερα μέσα από την ενσωμάτωσή της ως δεύτερης γλώσσας στα εκπαιδευτικά συστήματα άλλων χωρών (π.χ. Αυστραλία) ενώ αναφέρθηκε στον επενδυτικό τομέα και το μεταναστευτικό.

Τα κυριότερα σημεία της συνετεύξεως του Υφυπουργού Εξωτερικών κ. Κων. Τσιάρα έχουν ως εξής:

Ο. ΛΙΝΑΡΔΑΤΟΥ: Θέλω, κύριε Υπουργέ, να ξεκινήσουμε με την Αυστραλία και να σας θέσω το ερώτημα για την ελληνική γλώσσα. Διαβάσαμε, μάθαμε, μας το είπαν και οι ανταποκριτές μας εκεί, ότι η ελληνική γλώσσα πια διδάσκεται στα σχολεία της Αυστραλίας.

Κ. ΤΣΙΑΡΑΣ: Είναι σωστή η επισήμανση την οποία κάνετε, και δε σας το κρύβω ότι επιστρέφω ενθουσιασμένος από αυτό το ταξίδι στην Αυστραλία. Όχι μόνο επειδή είχα τη δυνατότητα, όπως σωστά είπατε, να επικοινωνήσω με τους Έλληνες ομογενείς, να καταγράψω ενδεχομένως τις σκέψεις τους, τα προβλήματά τους, τα ερωτήματά τους, αλλά κυρίως γιατί βλέπει κανείς ότι οι εξελίξεις που αφορούν την ελληνική ομογένεια στη συγκεκριμένη χώρα είναι εξαιρετικά θετικές. Κορωνίδα αυτών των εξελίξεων είναι η ενσωμάτωση της ελληνικής γλώσσας, ως γλώσσας του εκπαιδευτικού συστήματος της Αυστραλίας, κάτι που δίνει τη δυνατότητα σε όλη την ελληνική ομογένεια της Αυστραλίας να μπορεί πλέον να διδάσκεται, τα νέα παιδιά, οι νεότερες γενιές, να διδάσκονται μέσα από το αυστραλιανό εκπαιδευτικό σύστημα την ελληνική γλώσσα.

Ο. ΛΙΝΑΡΔΑΤΟΥ: Δηλαδή, πηγαίνοντας κανονικά στο σχολείο, ένα Ελληνόπουλο, ένα Έλληνοαυστραλάκι, εκεί…

Κ. ΤΣΙΑΡΑΣ: Όπως ακριβώς το λέτε, θα μπορεί πέραν της αγγλικής γλώσσας, που είναι η επίσημη γλώσσα της συγκεκριμένης χώρας, να επιλέξει ως δεύτερη γλώσσα, αλλά ωστόσο ενταγμένη στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας, την ελληνική γλώσσα, και να διδάσκεται, όπως καταλαβαίνετε, με τη φροντίδα, τα έξοδα και την οργάνωση του αυστραλιανού κράτους, της αυστραλιανής πολιτείας. Είναι μία εξόχως, όπως σας είπα νωρίτερα, σημαντική εξέλιξη για την ελληνική ομογένεια.

Ο. ΛΙΝΑΡΔΑΤΟΥ: Μιλώντας εκεί με τους Έλληνες ομογενείς, ποια βρήκατε εσείς ότι είναι τα μεγαλύτερα προβλήματά τους, και σε σχέση με την Ελλάδα; Δηλαδή πολύ συχνά λένε, τους ακούμε, έχουμε μιλήσει και μαζί τους, ότι θα ήθελαν να ψηφίζουν. Γιατί σε αυτό το κομμάτι υπάρχει, κύριε Υπουργέ, τόσο μεγάλο πρόβλημα;

Κ. ΤΣΙΑΡΑΣ: Η καταγραφή του συγκεκριμένου, αν θέλετε, ερωτήματος – αιτήματος, δεν προέρχεται μόνο από τους Έλληνες της Αυστραλίας, αλλά μου ετέθη όπου και αν βρέθηκα, σε όλες τις γωνιές του πλανήτη: στις Ηνωμένες Πολιτείες, στη Νότιο Αφρική, στη Γερμανία, στην Αυστραλία, σε χώρες οι οποίες βρίσκονται εγγύτερα στην Ελλάδα, αλλά ωστόσο μπορεί κανείς να καταγράψει ελληνική ομογένεια, μιλώ για την Αίγυπτο, την Κωνσταντινούπολη, ακόμα και το Λίβανο, τη Βυρηττό. Το μόνιμο αίτημα, το οποίο σαν προτεραιότητα απευθύνεται προς την όποια ελληνική πολιτεία, ή τους εκπροσώπους της, είναι το δικαίωμα της επιστολικής ψήφου. Όπως ξέρετε, είναι μία υπόθεση, η οποία εδώ και πολλά χρόνια αποτελεί αντικείμενο συζήτησης του ελληνικού πολιτικού συστήματος.

Ο. ΛΙΝΑΡΔΑΤΟΥ: Το ταλανίζει.

Κ. ΤΣΙΑΡΑΣ: Εγώ δε σας το κρύβω ότι είμαι από αυτούς που, σε μία επιχείρηση συνταγματικής αναθεώρησης στο παρελθόν, ψήφισα υπέρ του δικαιώματος της επιστολικής ψήφου. Άλλωστε είναι και μία πάγια θέση της πολιτικής παράταξης από την οποία προέρχομαι, της Νέας Δημοκρατίας, που εδώ και πολλά χρόνια υποστηρίζει το δικαίωμα της επιστολικής ψήφου για τους Έλληνες ομογενείς.

Ο. ΛΙΝΑΡΔΑΤΟΥ: Άρα που κολλάει;

Κ. ΤΣΙΑΡΑΣ: Κολλάει καταρχήν στο γεγονός ότι η επιχειρούμενη –θα επιστρέψω για λίγο στο παρελθόν– πριν μερικά χρόνια συνταγματική αναθεώρηση, δεν πέτυχε τον απαιτούμενο αριθμό ψήφων στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Αντιλαμβάνεστε ότι χρειάζεται αυξημένη πλειοψηφία, χρειάζονται 180 ψήφοι, προκειμένου να υιοθετηθεί μια τέτοια συνταγματική μεταρρύθμιση. Εκτιμώ, ωστόσο, ότι στον παρόντα χρόνο και το πολιτικό σύστημα και τα πολιτικά κόμματα, οι παρατάξεις, είναι σε μία, αν θέλετε, κατάσταση μεγαλύτερης ωριμότητας και πιστεύω ότι η συζήτηση, η οποία ξεκινά στον παρόντα χρόνο, για άλλη μία φορά, προκειμένου να δοθεί το δικαίωμα της επιστολικής ψήφου στους Έλληνες ομογενείς, πιθανόν θα έχει θετική κατάληξη, αίσιο αποτέλεσμα. Το λέω αυτό γιατί, πέραν όλων των άλλων, είναι γνωστό ότι μέσα στο επόμενο χρονικό διάστημα, ο Υπουργός Εσωτερικών πρόκειται να δώσει ένα πρόπλασμα νόμου, πάνω στο οποίο θα γίνει η ζύμωση και η συζήτηση για το δικαίωμα της επιστολικής ψήφου, ώστε σε ένα μικρό χρονικό διάστημα από τώρα, έχοντας εκφρασμένη τη θέση των κομμάτων, να ελπίζουμε ότι θα μπορέσει να γίνει, αν θέλετε, πραγματικότητα αυτό το πάγιο, πανταχόθεν κατευθυνόμενο αίτημα της ελληνικής ομογένειας.
Βεβαίως πρέπει να δει κανείς ότι αν επιχειρήσουμε για άλλη μία φορά, μέσα από μία, αν θέλετε, κοινοβουλευτική διαδικασία, να επιτύχουμε το δικαίωμα της επιστολικής ψήφου, θα πρέπει να είμαστε αρκετά βέβαιοι εκ των προτέρων ότι αυτή η προσπάθεια θα τύχει θετικής έκβασης.

Ο. ΛΙΝΑΡΔΑΤΟΥ: Ακούμε πάρα πολύ συχνά για τις Ηνωμένες Πολιτείες, ότι το εβραϊκό lobby, τώρα το τουρκικό lobby, βοηθούν και σε εθνικά θέματα τις χώρες αυτές και πάντα μένουμε λίγο με το παράπονο, ότι αυτό η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να το κάνει με τους δικούς της ομογενείς.

Κ. ΤΣΙΑΡΑΣ: Δε σας το κρύβω ότι από την πρώτη στιγμή που βρέθηκα στη συγκεκριμένη θέση αρμοδιότητας, έθεσα ως μεγαλύτερο στόχο μία προσπάθεια αναδιοργάνωσης, αναγέννησης μία πραγματικής σχέσης με την ελληνική ομογένεια. Με απλά λόγια, πιστεύω ότι είναι μία στιγμή που πρέπει να αναθεωρήσουμε όλα εκείνα που ενδεχομένως έχουν πικράνει την ελληνική ομογένεια, την έχουν κάνει να αποστασιοποιείται από θέματα ή ζητήματα τα οποία εξελίσσονται εσωτερικά στη χώρα μας και, βεβαίως, να βρούμε εκείνους τους διαύλους της επικοινωνίας και τις σχέσεις που θα μπορέσουν, επαναλαμβάνω για άλλη μία φορά, να αναβαθμίσουν τη δυνατότητα μίας περισσότερο αληθινής, περισσότερο αξιοπρεπούς, περισσότερο ουσιαστικής σχέσης μεταξύ οικουμενικού ελληνισμού και εθνικού κέντρου μητέρας πατρίδας. Αυτή η προσπάθεια, προφανώς, θα πρέπει κανείς να δει ή να επιλέξει να μορφοποιείται μέσα από τη λειτουργία ενός συγκεκριμένου φορέα. Δηλαδή πιστεύω ότι η έκφραση των δυνάμεων του οικουμενικού ελληνισμού θα έπρεπε να έχει τη δυνατότητα της έκφρασης και τη δυνατότητα της δράσης μέσα από μία συγκεκριμένη δομή. Αυτήν τη δομή ή αυτόν το φορέα είχε τη φιλοδοξία να παίξει από το παρελθόν το Συμβούλιο Αποδήμου Ελληνισμού.

Ο. ΛΙΝΑΡΔΑΤΟΥ: Το οποίο όμως…

Κ. ΤΣΙΑΡΑΣ: Το οποίο, σωστά επισημαίνετε, ξέρω τί θέλετε να πείτε, ξεκίνησε με πολλά όνειρα, με πάρα πολλές φιλοδοξίες και ενδεχομένως με πολύ θετικές σκέψεις και πολύ θετικούς στόχους. Βέβαια, είναι μία προσπάθεια η οποία ξεκίνησε πριν περίπου από είκοσι χρόνια, το 1995, όταν το τότε Συμβούλιο Αποδήμου Ελληνισμού είχε ως φιλοδοξία να παίξει το ρόλο του επισήμου συνομιλητή μεταξύ της ελληνικής ομογένειας και του όποιου ελληνικού κράτους.

Ο. ΛΙΝΑΡΔΑΤΟΥ: Δεν έγινε, όμως, αυτό.

Κ. ΤΣΙΑΡΑΣ: Ταυτόχρονα, να έχει, αν θέλετε, τη δυνατότητα να προτείνει, να συμβουλεύει την ελληνική πολιτεία για θέματα που αφορούν την ελληνική ομογένεια και βεβαίως να διεκδικεί, από την άλλη πλευρά, ζητήματα ή αιτήματα της ελληνικής ομογένειας. Αρκετά χρόνια μετά, διαπιστώνει κανείς ότι το Συμβούλιο Αποδήμου Ελληνισμού, δυστυχώς, δεν πέτυχε σχεδόν σε κανέναν από τους στόχους της ιδρυτικής του διακήρυξης. Η εικόνα του είναι εξαιρετικά θολή. Αν μάλιστα προσπαθήσουμε να αναζητήσουμε σε ποιο βαθμό εκπροσωπεί την ελληνική ομογένεια, η όποια, αν θέλετε, διαπίστωση, μόνο θετική ή μόνο αισιόδοξη δε θα μπορούσε να είναι. Είναι η στιγμή, όμως, αν θέλουμε πραγματικά να δημιουργήσουμε αυτήν τη δομή, να αναθερμάνουμε αυτήν τη σχέση με τον οικουμενικό ελληνισμό, να επιχειρήσουμε μία δομική αλλαγή, ανανέωση, ανασυγκρότηση, αναδιοργάνωση στο Συμβούλιο Αποδήμου Ελληνισμού. Είναι μία προσπάθεια που έχω ξεκινήσει ουσιαστικά από την πρώτη στιγμή που βρέθηκα στη συγκεκριμένη θέση αρμοδιότητας, μέσα από την αλλαγή του νόμου που αφορά το Συμβούλιο Αποδήμου Ελληνισμού, να προσφέρουμε στην ελληνική ομογένεια τη δυνατότητα να συγκροτηθεί, να εκφραστεί με τον τρόπο που η ίδια επιθυμεί και, βεβαίως, να δώσει, αν θέλετε, την ευκαιρία στον εαυτό της, ενώνοντας τις δυνάμεις του οικουμενικού ελληνισμού, να ανακτήσει ξανά το ρόλο και τους στόχους της ιδρυτικής διακήρυξης του ΣΑΕ.

Ο. ΛΙΝΑΡΔΑΤΟΥ: Κύριε Υπουργέ, πώς θα πείσετε πάλι τους Έλληνες ομογενείς να συμμετέχουν στο Συμβούλιο αυτό; Πώς θα τους πείσετε ότι όλα αλλάζουν;

Κ. ΤΣΙΑΡΑΣ: Καταρχήν σας ανέφερα νωρίτερα ότι η προσπάθεια έχει εστιαστεί σε τρεις συγκεκριμένους άξονες και έχει σημασία να επιμείνω στην όποια αναφορά, γιατί με αυτόν τον τρόπο θα γίνει περισσότερο γνωστή η όλη προσπάθεια και πού ενδεχομένως εστιάζουμε τις συγκεκριμένες αλλαγές. Σας μίλησα για την αυτοοργάνωση. Εμείς θέλουμε το νέο Συμβούλιο Αποδήμου Ελληνισμού να μην είναι, ούτε προϊόν χειραγώγησης από την όποια ελληνική πολιτεία, ούτε-πολύ περισσότερο- να λειτουργεί μέσα από μία λογική, που συνήθως, από το παρελθόν, υπαγορεύονταν από τις επιλογές της ελληνικής πολιτείας ή των ελληνικών κυβερνήσεων. Θέλω να πω με πολύ απλά λόγια ότι δίνουμε αυτή τη στιγμή την ευκαιρία στην ελληνική ομογένεια να δημιουργήσει ένα Συμβούλιο Αποδήμου Ελληνισμού, όπως πραγματικά το ονειρεύεται, να δημιουργήσει ένα Συμβούλιο Αποδήμου Ελληνισμού που θα την αντιπροσωπεύει, θα την εκπροσωπεί και θα λειτουργεί, επαναλαμβάνω για άλλη μία φορά, μέσα από τους λόγους της πρώτης ιδρυτικής του διακήρυξης.
Η αυτοχρηματοδότηση είναι ο δεύτερος άξονας. Όπως αντιλαμβάνεστε, η ελληνική πολιτεία δεν είναι σε θέση να χρηματοδοτεί δράσεις ή δομές με τον τρόπο που το έκανε στο παρελθόν. Εγώ εκτιμώ ότι όταν υπάρχει η δυνατότητα στην ελληνική ομογένεια, μέσω εκδηλώσεων, μέσω συγκεκριμένων γεγονότων, να μαζέψει χρήματα για συγκεκριμένους σκοπούς και στόχους, με μεγάλη ευκολία, αντίστοιχα, θα μπορούσε πραγματικά να υποστηρίξει τουλάχιστον τα έξοδα που απαιτούνται για τη λειτουργική δραστηριοποίηση του Συμβουλίου Αποδήμου Ελληνισμού. Είναι μία δυνατότητα, η οποία πολλές φορές έχει αποδειχθεί από την πλευρά της ελληνικής ομογένειας.

Ο. ΛΙΝΑΡΔΑΤΟΥ: Κύριε Υπουργέ, υπάρχει ενδιαφέρον από τους ομογενείς για επενδύσεις στην Ελλάδα;

Κ. ΤΣΙΑΡΑΣ: Όπως έλεγα και νωρίτερα, οι δυνατότητές μου να βρεθώ σε διαφορετικές γωνιές του πλανήτη που ενδημούν Έλληνες ομογενείς, μου έδωσε την ευκαιρία από την άλλη πλευρά να διαπιστώσω το πραγματικό και ειλικρινές από τη δική τους πλευρά επενδυτικό ενδιαφέρον. Ας μη γελιόμαστε, οι ομογενείς μας, όπου και αν βρίσκονται, έχουν στην καρδιά, στη σκέψη και το μυαλό τους την Ελλάδα και, βεβαίως, εκεί καταγράφει κανείς ότι πολλοί από αυτούς ξεπερνούν ενδεχομένως την επιχειρηματική επιδίωξη ή το κέρδος, όπως συνηθίζεται να συμβαίνει στους επιχειρηματίες της σημερινής πραγματικότητας και βλέπουν ότι μέσα ενδεχομένως από την επιχειρηματική επιστροφή τους στην Ελλάδα θα βοηθήσουν, ειδικά αυτήν την κρίσιμη περίοδο, την οικονομία της χώρας μας και βεβαίως την προσπάθεια αυτή που κάνει και η Κυβέρνηση συνολικά για να βγει η πατρίδα μας από αυτή την εξαιρετικά δύσκολη οικονομική κρίση.

Ο. ΛΙΝΑΡΔΑΤΟΥ: Τους δυσκολεύουμε εμείς σε αυτό;

Κ. ΤΣΙΑΡΑΣ: Η αλήθεια είναι ότι πάντα εστιάζουν στα γνωστά ζητήματα, τα οποία προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε αυτή την περίοδο, όπως είναι η γραφειοκρατία. Επίσης, η πολυνομία, η οποία υπάρχει και είναι καταγεγραμμένη στην ελληνική πολιτεία, και βεβαίως από την άλλη πλευρά, υπάρχει η αναζήτηση της κινητροδότησης, ειδικά όταν πρόκειται για αναπτυξιακές επενδυτικές επιλογές. Ωστόσο, έχει μεγάλη σημασία εδώ να τονίσουμε ότι ειδικά το τελευταίο διάστημα γίνεται μια τεράστια προσπάθεια από την πλευρά της Κυβέρνησης να αντιμετωπιστούν όλα αυτά τα ζητήματα. Είναι πρόσφατη η εξαγγελία του Υφυπουργού Ανάπτυξης για τις επενδύσεις, ο οποίος ανακοίνωσε ότι μέσα από επιχειρούμενη νομοθετική μεταρρύθμιση του προσεχούς χρονικού διαστήματος θα μπορούν επιτέλους μέσα σε 45, επαναλαμβάνω, σε 45 ημέρες να ολοκληρώνονται οι φάκελοι των επενδυτικών προτάσεων στην Ελλάδα. Θέλω να πω, με πολύ απλά λόγια, ότι θα συσταθεί μία Επιτροπή στο Υπουργείο Ανάπτυξης, η οποία, αν θα βλέπει για οποιονδήποτε λόγο, ότι ολοκληρωμένοι φάκελοι δεν προχωρούν μέσα από τις διάφορες Υπηρεσίες του δημοσίου τομέα, θα μπορεί να τους παίρνει και να τους ολοκληρώνει. Είναι μία ανακοίνωση την οποία έχει κάνει ήδη ο κύριος Μηταράκης και νομίζω ότι έχει δημιουργήσει ένα μεγάλο ενδιαφέρον στο σύνολο των ομογενών.
Σας αναφέρω επίσης μία πολύ συγκεκριμένη προσωπική μου καταγραφή, ειδικά από το πρόσφατο ταξίδι μου στην Αυστραλία. Εκεί, έχοντας τη δυνατότητα να συναντηθώ με τα Ελληνοαυστραλιανά Επιμελητήρια, όπου Έλληνες ομογενείς ήρθαν να μάθουν τί γίνεται στην Ελλάδα και ενδεχομένως να δουν πώς προχωρούν τα συγκεκριμένα ζητήματα τα οποία έχουν ήδη δρομολογηθεί, μου έδειξαν με τον πλέον ειλικρινή και σοβαρό τρόπο το πραγματικό τους ενδιαφέρον να επιστρέψουν και να επενδύσουν στην Ελλάδα. Εκτιμώ ότι είναι μία χρονική στιγμή, όπου Έλληνες οι οποίοι έχουν καταφέρει πραγματικά σπουδαία πράγματα, ευρισκόμενοι σε άλλες χώρες του κόσμου, μπορώ να τους καταγράψω, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στη Νότιο Αφρική, στην Αυστραλία, να φαίνεται ότι είναι ένα βήμα πριν την επενδυτική επιστροφή τους στην Ελλάδα. Κάτι που, όπως αντιλαμβάνεστε, θα δημιουργήσει και την ανάπτυξη που επιδιώκουμε αυτήν την περίοδο, αλλά πολύ περισσότερο θα δώσει το αίσθημα της ανάκτησης εμπιστοσύνης σε ό,τι αφορά τα οικονομικά δεδομένα της χώρας μας, όχι μόνο στις χώρες που βρίσκονται αυτοί οι Έλληνες, αλλά στην παγκόσμια οικονομική κοινότητα.

Ο. ΛΙΝΑΡΔΑΤΟΥ: Κύριε Υπουργέ, θα σας ρωτήσω, στα ταξίδια αυτά που κάνατε διαπιστώσατε ότι υπάρχει και ένα μεγάλο, νέο μεταναστευτικό κίνημα από την Ελλάδα προς τις χώρες αυτές; Δηλαδή οι νέοι μας, που εδώ δεν μπορούν να βρουν δουλειά, είναι δεδομένο πια αυτό, καταφεύγουν σε χώρες που υπάρχει ελληνισμός;

Κ. ΤΣΙΑΡΑΣ: Η διαπίστωσή μου δεν έχει καταγραφεί στο βαθμό που ενδεχομένως συμβαίνει το συγκεκριμένο φαινόμενο. Ας μη γελιόμαστε, λόγω της βασικής αδυναμίας πολλών Ελλήνων να βρουν δουλειά, γιατί εκεί είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα, μία επιλογή τους είναι να βρεθούν σε χώρες που παλιά συνιστούσαν τόπους μετανάστευσης και το ξέρουμε πάρα πολύ καλά, και βεβαίως αυτές οι χώρες συνήθως συνδέονται και με την έντονη παρουσία του ελληνικού στοιχείου. Θέλω να πω με πολύ απλά λόγια ότι και στη Γερμανία που βρέθηκα σχετικά πρόσφατα και στην Αυστραλία, είδα ότι υπήρχε ένα ενδιαφέρον από νέους ανθρώπους. Λυπάμαι, προσωπικά, που είναι και επιστήμονες, και θα σας εξηγήσω το γιατί, γιατί αναγκαστήκαν να βρεθούν σε αυτές τις χώρες, ειδικά αυτή τη δύσκολη για την πατρίδας μας περίοδο. Είπα, λυπάμαι, και πρέπει να το εξηγήσω.

Ο. ΛΙΝΑΡΔΑΤΟΥ: Γιατί είναι τα καλά μυαλά μας;

Κ. ΤΣΙΑΡΑΣ: Ακριβώς. Είναι γιατί έχουμε να κάνουμε με το γνωστό φαινόμενο “brain drain”, δηλαδή της διαφυγής εγκεφάλων. Είναι παιδιά τα οποία σπούδασαν με έξοδα της ελληνικής πολιτείας και κατέκτησαν ένα πολύ υψηλό επίπεδο γνώσεων και δυνατοτήτων. Αντιλαμβάνεστε ότι αντί αυτές οι δυνατότητες και οι γνώσεις να προσφέρονται στην ελληνική κοινωνία, προσφέρονται σε μία άλλη κοινωνία, όπου αναγκάζονται να βρεθούν, κυρίως, σε αυτήν την προσπάθεια αναζήτησης εργασίας. Είναι λυπηρό, πρέπει να το πούμε, για την ελληνική πολιτεία και για τις εξελίξεις και για το μέλλον της πατρίδας μας. Αυτό όμως, όπως αντιλαμβάνεστε, είναι απόλυτα συνυφασμένο με την οικονομική πραγματικότητα της χώρας μας, γι’ αυτό και κάθε στιγμή, προς κάθε κατεύθυνση, δηλώνουμε ότι πρέπει να ενώσουμε τις δυνάμεις μας, ούτως ώστε αυτή τη δύσκολη συγκυρία να την ξεπεράσουμε, με τις μικρότερες απώλειες, στο μικρότερο δυνατό χρόνο. Είναι μία δύσκολη πραγματικότητα αυτή που διαχειρίζεται η Ελληνική Κυβέρνηση, που διαχειρίζεται η ελληνική κοινωνία. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, και ας ελπίσουμε ότι στο συντομότερο χρονικό διάστημα θα μπορέσει να αποτελέσει παρελθόν. Ωστόσο, έχει πολύ μεγάλη σημασία να δούμε ότι αυτή η προσπάθεια, που επιχειρείται αυτήν την περίοδο από αυτά τα νέα παιδιά να αναζητήσουν δουλειά, δε στέφεται με την επιτυχία, που πολλές φορές έχουν κάποιοι στο μυαλό τους.