Ο ρόλος της Ελληνίδας Γυναίκας στην Ομογένεια

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ

Τα Ηνωμένα Έθνη έχουν καθιερώσει την 8η Μαρτίου ως Διεθνή Ημέρα της γυναίκας.  Όλοι οι πολιτισμένοι λαοί της γης τιμούν την Γυναίκα ως σύμβολο της γονιμότητας, ως σύντροφο στη ζωή, ως μάνα, αλλά και ως αυτόνομη και αυτεξούσια οντότητα. Ως ολοκληρωμένη προσωπικότητα. Σήμερα η Γυναίκα κατέχει επάξια τη θέση της στον σύγχρονο κόσμο μας, αν και δεν λείπουν, δυστυχώς και περιπτώσεις όπου πρέπει να γίνουν ακόμη σκληροί αγώνες για την καλυτέρευση της θέσης της, σε πατριαρχικές, κυρίως κοινωνίες. Αλλά και στις προοδευμένες κοινωνίες δεν απουσιάζουν περιστατικά που παραπέμπουν σε σεξιστικές συμπεριφορές και σε απαράδεκτες διακρίσεις σε βάρους τους.

Η Ελληνίδα Γυναίκα, είναι πρόσωπο που ιδιαίτερα πρέπει να το τιμούν οι Απόδημοι. Για τον πρόσθετο λόγο ότι  χωρίς αυτήν δεν μπορούσε να δημιουργηθεί και να υπάρχει ο Ελληνισμός εκτός των συνόρων. Η Ομογένεια.

Εμείς, για να τιμήσουμε τη σχέση αυτή, θα μεταφέρουμε τα κυριότερα αποσπάσματα από το βιβλίο του Μπάμπη Μαρκέτου ¨Οι Ελληνοαμερικανοί” που αναφέρονται ακριβώς στην προσφορά και το ρόλο της Ελληνίδας Γυναίκας στην ξενιτειά. Η αναφορά γίνεται από τον εκλειπόντα εκδότη της ομογένειας για την Ελληνίδα της Αμερικής, ισχύουν, όμως, παρόμοια για όλες τις Ελληνίδες που βρέθηκαν στα ξένα, αδιάφορο σε ποιά Ήπειρο ή χώρα εγκαταστάθηκαν.

Σημείωση: Ο Μπάμπης Μαρκέτος, υπήρξε πρώην εκδότης της ομογενειακής εφημερίδας «Εθνικός Κήρυξ», της Νέας Υόρκης των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής (1947-1977). Απεβίωσε στην Αθήνα το 1998.

Αντιγράφουμε αποσπάσματα από το βιβλίο (Κεφ. 21, 22 και 23).

(Διατηρούμε την ορθογραφία του πρωτοτύπου που γράφτηκε το 1976)

Χωρίς την Ελληνίδα, με τους μικτούς γάμους, δεν μπο­ρούσε να δημιουργηθή και να ύπαρξη ελληνική οικογένεια στην Αμερική, η νέα ελληνοαμερικανική γενιά – Ελληνι­σμός Αμερικής. Γιατί όσο καλή και άγια κι’ αν είναι η αλλόφυλη σύζυγος, οικογένεια (πού είναι η βάση κάθε κοι­νωνίας, κάθε φυλετικής ομάδας), ελληνική δεν μπορούσε να δημιουργήση όσο κι’ αν το ήθελε, όσο κι αν θα προσπα­θούσε.

Χωρίς την Ελληνίδα, δεν ήταν δυνατό να δημιουργηθούν ούτε κι’ αυτές οι τόσο ζωντανές ελληνικές νησίδες μέσα στις πολυεθνικές πόλεις της Αμερικής με τις ελληνικές λα­λιές στους δρόμους τους, και τις ελληνικές επιγραφές, που δημιουργούν ελληνική ατμόσφαιρα –μικροσκοπικές Ελλά5ες– και κάνουν τον απόδημο να νοιώθη σε δικό του περιβάλλον κι’ απαλύνουν τη σκληράδα του ξερριζωμού.

Πολλές Ελληνίδες, απομονωμένες σε μικρά αμερικα­νικά χωριά, έτυχε να βρη ζήση, ενα καλό μαγαζάκι, ο άν­τρας τους, τού δημιούργησαν ελληνικό σπίτι με γκόλφι τις ελληνικές παραδόσεις και δοξασίες –κι’ ένα εικόνισμα,– ενα καντήλι. Και τα στέφανα του γάμου τους στο εικονο­στάσι. Και δίδαξαν τα λίγα ελληνικά γράμματα που γνώ­ριζαν στα παιδιά τους. Να γράφουν ένα γράμμα στη γιαγιά, στον παππού, και να μην ξεχάσουν την καταγωγή τους, την Ελλάδα.

Η Ελληνίδα, με γλώσσα της τη μητρική γλώσσα του μετανάστη, ήταν ενα κομμάτι από τον τόπο του, μια ψυχή από τη γη των πατέρων του, και μοιραζότανε την τύχη του μαζί της, την ερημιά του, και δίπλα του γινότανε υποφερτή και η δική της μοναξιά και ερημιά στον ξένο και μακρινό τόπο, που ούτε τη γλώσσα του γνώριζε, ούτε τις συνήθειες. Ο άνδρας της ήτανε και αδελφός της, ο ομογενής της, ο συμπατριώτης της, η μοναδική δική της ψυχή σε κείνα τα χρόνια που δεν υπήρχε ακόμα οργανωμένη ελληνική κοινω­νία στ’ αμερικανικά κέντρα, κι’ ας τον παντρεύτηκε μόνο για ν’ αλαφρώση το πατρικό της σπίτι από ενα στόμα σε κείνα τα χρόνια που λιγοστό ήταν και το ψωμί στην Ελλά­δα. Στάθηκε δίπλα του, και μέ τη σοφία του ενστίκτου τού δημιούργησε μια δική του φωλιά, του ανάστησε ελληνική οικογένεια στον ξένο –τον τόσο ξένο τότε!–  και μακρινό τόπο. Έστω και μόνο για να περάση ανώδυνα τη μεταβα­τική περίοδο της αφομοίωσης, που είναι αναπόφευκτη στο τέλος για τους γόνους του μετανάστη. Αυτή είναι η αλή­θεια.

Αυτονόητο και πως χωρίς την Ελληνίδα δεν μπορούσαν να ιδρυθούν και να διατηρηθούν οι 450 σήμερα ελληνικές κοινότητες της Αμερικής (δε θα υπήρχε και λόγος αφού θα έλειπε η ελληνική οικογένεια) με τά 21 ελληνικά ημε­ρήσια σχολεία και τά 450 απογευματινά –περισσότερα άπό 450 με τα λίγα ιδιωτικά που δύσκολο να βρει κανείς πόσα ακριβώς είναι αυτά (…)

Ελάχιστες είναι οι Ελληνίδες, από τις εδώ γεννημένες, ή πέρα από τον ωκεανό, που δεν ανήκουν σε μια ελληνική οργάνωση, και πολλές ανήκουν σε δύο, τρεις, και περισσότερες. Κάποιες ανήκουν και σε μικτούς ελληνι­κούς συλλόγους –ανδρών και γυναικών, νέων και νεανί­δων. Τέτοια εΐναι και η Ελληνική Ορθόδοξος Νεολαία Αμερικής  (G.O.Y.A. – Greek Orthodox Youth of America) μέ τμή­ματα σε όλες τις παροικίες.

Μικτοί σύλλογοι είναι βέβαια και οι Σύλλογοι Αποφοίτων Πανεπιστημίων. Και είναι σήμερα χιλιάδες οι ελ­ληνικής καταγωγής, άντρες και γυναίκες, με πανεπιστη­μιακά πτυχία. Μια ιδέα για την αρχή και την εξέλιξη τους δίνει ο Σύλλογος Ελλήνων Επιστημόνων του Ιλλινόϊ (…)

Σήμερα έχουμε στην Αμερική Ελληνίδες εδώ γεννημένες, ή που ήρθαν από την Ελλάδα, είτε από ελληνικές παροικίες της διασποράς, γιατρούς, δικηγόρους, ψυχία­τρους, ψυχολόγους, αρχιτέκτονες, εκπαιδευτικούς, στο εμ­πόριο, στην καλλιτεχνία (σ’ όλους τους κλάδους της), μα­θηματικούς, χημικούς – μεγάλη και αλματώδης η πρόοδος! Όπως μεγάλη και αλματώδης είναι και η πρόοδος του Ελληνισμού της Αμερικής γενικά. Τίποτα απ’ αυτές δε θυμίζει τις αγράμματες, τις αναλφάβητες μητέρες και γιαγιές τους. Που ενα πρωί πριν 50 ή 60, 70 χρόνια, ξεκίνησαν απ’ τα χωριάτικα πατρικά τους σπίτια και βγήκαν στο “Καστιγκάρι”, στο Έλλις Άιλαντ,[2] μ’ ενα μπογαλάκι, ενα ζεμπιλάκι, ή μια βαλιτσούλα στο χέρι, φοβισμένες και σαστι­σμένες, να έρθουν στο σύζυγο που προηγήθηκε, ή στον υποψήφιο σύζυγο, που κάποιες τον γνώριζαν μόνο από τη φωτογραφία που έστειλε, ή στον πατέρα, στον αδερφό τους, στο θειο τους.

Μα οποίος κάπως γνώρισε και πρόσεξε τη ζωή αυτών των απλών αγράμματων ελληνίδων δε θα διστάση να τις ονομάσει ηρωίδες της ζωής. Στάθηκαν πανάξιες στο κά­λεσμα των χρόνων εκείνων των τόσο δύσκολων και σκλη­ρών, κράτησαν τό πόστο τους γερά δίπλα στο σύντροφο της ζωής τους, τον πρωτοπόρο μετανάστη, στην άξενη τότε αυτή χώρα, που συχνά ξεσπούσαν και αντιξενικά κύματα (από τους παλαιότερους μετανάστες), κέρβεροι στις οικογένειες τους, κι’ έδωσαν ενα έξοχο νέο ανθρώπινο υλι­κό, κάτω από συνθήκες αφάνταστα δύσκολες. Κι’ έβαλαν, χωρίς να το ξέρουν και οι ίδιες, τό λιθαράκι τους στο χτίσιμο αυτής της μεγάλης νέας χώρας, που μόλις γιόρ­τασε τα 200 χρόνια της Ανεξαρτησίας της, και μαζί 200 ολόκληρα χρόνια Δημοκρατίας για πρώτη φορά σ’ όλη την Ιστορία της ανθρωπότητας (…)

Η Ελληνίδα ανάστηνε μόνη της τα παιδιά της. Και χωρίς να έχει εδώ μάνα, αδερφή, πεθερά. “Ας είχα κάποια να μου δίνει ενα χέρι κι’ ας ήταν και μια στρίγκλα πεθερά,” έλεγαν. Και χωρίς να ξέρουν τη γλώσσα να πουν μιά κουβέντα με τη γειτόνισσα (“τι τα θέλαμε τ’ αγγλικά αφού σε κανα-δυό χρόνια θα φεύγαμε”;) να ελαφρώση λίγο η μοναξιά. Και χωρίς τηλέφωνο να τηλεφωνήσουν μια γνωστή τους Ελληνίδα σ’ άλλη άκρη της πόλης (γι’ αυτό και δημιουργήθηκαν εκείνα τα γκέτο, τα “Γκρήκ Τάουνς”, στη Νέα Υόρκη, στο Σικάγο, στο Σαν Φραντσίσκο –να βλέπωνται). Τα υπόμεναν όλα με την ελπίδα πως τον άλλο χρόνο θα ήταν πια στην πατρίδα.

Μερικές οικογένειες νοίκιαζαν κανένα δωμάτιο τους σε κανένα εργένη, συγγενή, κάποτε και σε δύο, και τρεις, είτε και συχωριανούς τους. Να περισσεύη μια πεντάρα παραπάνου. Έπλυναν οι γυναίκες και τα ρούχα των εργένηδων. Στη σκάφη. Πού πλυντήρες και στεγνωτήρια τότε! Και παραπολλές βγήκαν κι’ εργαζότανε και στα εργοστά­σια. Όλα για να κατορθώσουν να φύγουν μια ώρα αρχήτερα αυτές που ήρθαν με το πρώτο μεγάλο μεταναστευ­τικό ρεύμα, που ογκώθηκε στην αρχή της πρώτης δεκα­ετίας του αιώνα μας. Ωργανωμένη ελληνική ζωή δεν υπήρχε και οι κοινότητες στα σπάργανα. Και οι οικογε­νειάρχες, άλλα και κείνοι που δεν είχαν φέρει οικογένεια, δούλευαν  ξεθεωτικά,   “κρυφά απ’ το θεό,” όπως  έλεγαν.

Όταν άρχισε ο πόλεμος (ο πρώτος παγκόσμιος) έπε­σε χρήμα πολύ στην Αμερική. Βγήκαν και γυναίκες κι’ εργάστηκαν στην πολεμική βιομηχανία.

Ο πόλεμος εκείνος άφησε για αργότερα την επιστρο­φή. Κι’ όταν τέλειωσε, χτύπησε τήν Ελλάδα άλλη συμφο­ρά –η τραγωδία της Μικρασίας. Πάνω από ένα εκατομμύ­ριο προσφυγικός κόσμος στη γη της, που δε μπορούσε να θρέψη τον ντόπιο πληθυσμό της κι’ έφευγε στά πέρατα, και η μετανάστευση στην Αμερική κλειστή πια (ποιος να το φανταζότανε πως ο προσφυγικός πληθυσμός θα έφερ­νε κοσμογονία στην Ελλάδα –θα έκαμνε και κάποια κατσάβραχα να καρπίζουν).

Το όνειρο της επιστροφής δεν έσβυσε βέβαια, έμεινε γι’ αργότερα “να σιάξουν πρώτα τα πράγματα λίγο εκεί.” Κι’ άρχισαν οι έρανοι για τους ξεσπιτωμένους και πεινα­σμένους. Λίγες ακόμα οι Ελληνίδες στην Αμερική μα πή­ρανε μέρος δίπλα στον πρωτοπόρο ακούραστα ν’ ανακουφιστή ο προσφυγικός κόσμος.

Αμέσως μετά εκείνον τον πόλεμο, αφού η κατάσταση εκεί δεν ήταν τέτοια που να ενθάρρυνε την επιστροφή, να κάνουν οικογένεια οι ανύπαντροι στά πατρογονικά τους χώματα (που ήρθανε παιδάκια στην αρχή του αιώνα και τώρα ήταν άντρες) άρχισαν να φέρνουν νύφες μέ φωτογραφία.

Οι νύφες της φωτογραφίας απαραίτητο να γνώριζαν να βάλουν την υπογραφή τους (οι πρωτοπόρες για υπο­γραφή έβαζαν σταυρό πολλές). Γιατί άπό το 1917 άρχισε να εφαρμόζεται ο νόμος Literary Test Law (για να περιοριστή η μετανάστευση), κάποιες τόσο μόνο γνώριζαν, άλλα με­ρικές έμαθαν μετά ελληνικά γράμματα από τις ελληνοαμερικανικές εφημερίδες, όπως και πολλοί πρωτοπόροι. Για τους απομονωμένους η μόνη επαφή τους ήταν η ελ­ληνική εφημερίδα με τον Ελληνισμό, και περίμεναν σα θεό τον ταχυδρόμο.

Το 1922 ψηφίστηκε ο νόμος των “εκατοστών” και σταμάτησαν να έρχωνται βαποριές-βαποριές οι νύφες. Που, αφού μετά τον πόλεμον είχαν σκοτωθεί εκεί οι άντρες, έπρεπε να βρουν σύζυγο στην Αμερική –που μάλιστα δε ζητούσε και προίκα.

Κάποιοι τότε έστελναν κι’ έφερναν κοπέλλες στο Μεξικό, στον Καναδά, και πήγαιναν εκεί και την νυμφευό­τανε την άγνωστη αρραβωνιαστικιά, και τότε είχανε το δικαίωμα να την φέρουν εκτός αναλογίας.

Στο μεταξύ άρχισαν να μεγαλώνουν τα παιδιά αυτών που ήρθαν με τα πρώτα ρεύματα της μετανάστευσης, και το συλλογιόταν αν ήταν καλό να τα πάρουν και να φύ­γουν στο χωριό τους. Εδώ θα σπούδαζαν. Ας μεγάλωναν και κατόπι  έφευγαν –να το θέλουν καΐ τα ίδια να φύγουν από την πατρίδα όπου είδανε τον ήλιο (…)

Κι’ όταν ξέσπασε η μεγάλη οικονομική κρίση και τράν­ταξε συθέμελα την Αμερική, με δονήσεις σ’ όλο τον κό­σμο, άλλαξε ξάφνου η κατάσταση έτσι που δεν το περί­μενε κανείς, και για τον πρωτοπόρο έλληνα μετανάστη (…)  Πέρασε και εκείνη η περίοδος που για πολλούς το όνειρο της επιστροφής ξεχάστηκε ολότελα. Τώρα ο δεύτε­ρος Παγκόσμιος πόλεμος. Χρήμα με το τσουβάλι τώρα. Μα στρατεύσιμα τώρα τα παιδιά του πρωτοπόρου και της νύφης της φωτογραφίας. Και στέκεται πάλι στο πόστο της η Ελληνίδα, σα μάνα, σα γυναίκα. Καταλαβαίνει πως η πλευρά που άρχισε αυτό τον πόλεμο θα είναι ολέθριο αν τον κερδίση. Σ’ αυτό την κατατοπίζουν και οι εφημερίδες, οι ελληνικές, και σε κείνη που μπορεί να διαβάση αγγλι­κά. Έχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην ελληνική εφημε­ρίδα. Χιλιάδες εργάζονται για τον Αμερικανικό Ερυθρό Σταυρό (εδώ κι’ 6 – 7 χρόνια ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός τίμησε σε τελετή την πρεσβυτέρα Πετράκη, μη­τέρα του ελληνοαμερικανού συγγραφέα Χάρυ Μαρκ Πε­τράκη, για τις 10 χιλιάδες (δέκα χιλιάδες!) ώρες που ερ­γάστηκε στον Αμερικανικό Ερυθρό Σταυρό). Φτιάχνουν επιδέσμους για τους λαβωμένους κι’ άλλα, δίνουν αίμα. Και για το Γκρηκ Γουώρ Ρελίφ ( Greek War Relief: Ελληνική Πολεμική Βοήθεια) βγάζουν από τα μπαούλα τους και τα κειμήλια τους να πουληθούν στα “Μπαζάρς” που οργάνωναν τότε για τη βοήθεια τών θυμάτων του πολέμου στην Ελλάδα. Κι’ όταν τελείωσε και κείνος ο πόλεμος, πολλές έμειναν με κείνα που φορούσαν, να στείλουν ρουχισμό, κι’ ό,τι άλλο μπορούσαν, σε συγγενείς και ξένους, ατομικά ή ομαδικά. Χιλιάδες-χιλιάδων δέματα, και πρωτοστατούσαν στους ερά­νους. Κι’ ανασκουμπώθηκαν πριν τρία χρόνια και οι σημερινές, που τόσο διαφέρουν από τις μάνες και τις γιαγιές τους, και πρωτοστάτησαν στις Επιτροπές για τη βοήθεια της Κύπρου. Αλλά και σε κάθε ανάγκη της ελληνικής πα­τρίδας, ή κάποιου κλάδου του ελληνικού κορμού, θα πράξουν το καθήκον τους, το ανθρώπινο άλλωστε, και οι ση­μερινές, και οι αυριανές, κι’ ας δε θα είναι τόσο στενοί οι δεσμοί τους με την Ελλάδα όσο των πρωτοπόρων, που έφταναν τό πάθος.

Τι ήταν εκείνο πού έκαμε αυτές τις πρωτοπόρες Ελληνίδες, τις τόσο άπλες κι’ αγράμματες, να σταθούν εξαί­ρετες σα σύζυγοι και μητέρες κι’ Ελληνίδες, ρωτούν πολ­λοί απ’ τους νεοφερμένους και τις νεοφερμένες. Και την ίδια ερώτηση κάνουν και τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Αγράμματες, να βγάλουν μια γενιά με τόση επίδοση στα γράμματα και τόσες επιτεύξεις!

Ο άνθρωπος βέβαια έχει τη δύναμη να προσαρμόζε­ται στις καταστάσεις, στις ανάγκες (η να χάνεται, που τότε ξεχνιέται), και δε βρήκαν καλύτερες συνθήκες οι πρω­τοπόρες άλλης καταγωγής που προηγήθηκαν –η ελληνική μετανάστευση είναι από τις τελευταίες στην Αμερική.

Άλλος παράγον είναι τό οτι οι πρωτοπόροι ήταν από γερό ανθρώπινο υλικό –στο σώμα, στο νου και στην ψυχή. Αλλοιώς δεν τολμούσαν να γυρεύουν τύχη στην άκρη του κόσμου, όπως ήταν τότε η Αμερική, όπως τη νόμιζαν. Ούτε και άφηνε ο γονιός, όση οικονομική ανάγκη κι’ αν είχε, να φύγη το αγόρι του, και περισσότερο το κορίτσι του, που εξασκούσε γερό έλεγχο επάνω του τότε, να μισέψη για κόσμο άγνωστο και μακρυνό, όπως ήταν εκείνους τους και­ρούς η Αμερική.

Έχει λοιπόν γερές, καλές, καταβολάδες η νέα γενιά, η ελληνοαμερικανική. Μα το κυριώτερο κεφάλαιο της σε ξεχωριστή μόρφωση και πνευματικά ανεβάσματα, π’ ανοί­γουν το δρόμο και σ’ άλλες δραστηριότητες, ίσως να ήτανε η μεγάλη στοργή της ελληνίδας μάνας. Ποιον άλλον είχε δικό της δίπλα της στο μεγάλο ξένο κόσμο που βρέθηκε απ’ τα παιδιά της, και τον άντρα της που όμως λίγο τον έβλεπε! Η αγραμματωσύνη της και η επιμονή της να μη μάθη τη γλώσσα του τόπου, και να μη τη μιλάη με τά παιδιά της και γίνουν πιο ξένα με τις ρίζες τους,  στάθηκε ευεργετική γι’ αυτά.

Διατήρησαν την ελληνικότητά τους.