Συνέντευξη αλεξιπτωτιστή Α΄Μοίρας Καταδρομών 1974 στην επιχείρηση «ΝΙΚΗ»

Του Θοδωρή Ασβεστόπουλου

Αναδημοσίευση από το «Κανάλι 1» Πειραιά:

Το ΚΑΝΑΛΙ 1 συμμετείχε στις 31 Ιουλίου στην ετήσια αποστολή Αθήνα – Χανιά – Μάλεμε, στρατόπεδο «Αποστολάκη» έδρα αρχικά της Α΄ Μοίρας Καταδρομών και σήμερα της 1ης Μοίρας Αλεξιπτωτιστών, που διοργανώνει ανελλιπώς από το 1992 την τελευταία Κυριακή του Ιούλη ο Πολεμικός Σύλλογος «Κομάντος ΄74».

Τα μέλη του Συλλόγου μαζί με φίλους μεταβαίνουν κάθε χρόνο τέτοια μέρα αεροπορικώς στα Χανιά με C-130, που διαθέτει για το σκοπό αυτό το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας , για να αποτίσουν φόρο τιμής στη μνήμη των πεσόντων στην Κύπρο το έτος 1974 στη διάρκεια της επιχείρησης «ΝΙΚΗ» Ηρώων συναδέλφων τους, τεσσάρων Αεροπόρων, είκοσι εννέα Λοκατζήδων και ενός Ελληνοκυπρίου, που έπεσε στη μάχη του «Υψώματος Κολοκασίδη».

Κατά τη διάρκεια της ημέρας είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε με τον κύριο Νίκο Γατσούλη έναν από τους καταδρομείς που έλαβαν μέρος στην επιχείρηση «ΝΙΚΗ» και στις μετέπειτα πολεμικές επιχειρήσεις «Αττίλας I και II και σήμερα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Πολεμικού Συλλόγου «Κομάντος ΄74». Ο κ. Γατσούλης μας περιέγραψε τα ιστορικά γεγονότα, όπως τα έζησε εκείνες τις ημέρες:

Νίκος-Γατσούλης

Ο αλεξιπτωτιστής Α΄Μοίρας Καταδρομών 1974, Νίκος Γατσούλης.

Αναχώρηση από την Κρήτη

Τον Ιούλιο του 1974 υπηρετούσα τη θητεία μου στην Α΄ Μοίρα Καταδρομών στο Μάλεμε Χανίων με βαθμό Δεκανέα και ειδικότητα αλεξιπτωτιστή και χειριστή μπαζούκας. Στις 21 Ιουλίου ήρθε η διαταγή να πάμε στην Κύπρο. Μαζί μας θα έρχονταν και οι νεοσύλλεκτοι, που είχαν παρουσιαστεί εκείνες τις ημέρες στη Μονάδα μας. Παίρνουμε λοιπόν τα πυρομαχικά μας και ξεκινάμε. Εμείς το βλέπαμε σαν γιορτή, δεν τρομάζαμε με το γεγονός ότι μπορεί να σκοτωθούμε, ήμασταν άριστα εκπαιδευμένοι και πιστεύαμε ότι θα τα καταφέρουμε, γι’ αυτό και στη διαδρομή από την έδρα της Α΄ Μοίρας Καταδρομών το Μάλεμε έως την αεροπορική βάση της Σούδας τραγουδούσαμε με χαρά και ενθουσιασμό το ριζίτικο κρητικό τραγούδι «πότε θα κάνει ξαστεριά», αν και η διαταγή που είχαμε ήταν να φύγουμε σιωπηλά. Φτάσαμε στη Σούδα, επιβιβαστήκαμε σε 15 γερασμένα, αφού μετά την αποστολή αποσύρθηκαν, μεταγωγικά αεροπλάνα τύπου noratlas της 354 Μοίρας Τακτικών Μεταφορών της Πολεμικής Αεροπορίας. Στο αεροπλάνο που ήμουν εγώ είδαμε, πριν ξεκινήσουμε, τον πιλότο να βάζει το αλεξίπτωτό του. Μας είπε τότε «Παιδιά βάλτε τα αλεξίπτωτά σας, γιατί δεν ξέρουμε τι θα αντιμετωπίσουμε εκεί». Ήδη έχουμε μάθει, ότι το αεροδρόμιο είναι σε εμπόλεμη κατάσταση και μόλις θα κατεβαίναμε ενδεχομένως να δίναμε μάχη αμέσως. Πέρα όμως από αυτό του πιλότου δεν υπάρχουν άλλα αλεξίπτωτα στο αεροπλάνο! Του το είπαμε και απάντησε «Δεν πειράζει, μας είπε, βάλτε τα σωσίβια σας και αν χρειαστεί θα κάνω προσθαλάσσωση». Του λέμε πάλι πως «ούτε σωσίβια υπάρχουν!». Τότε ο πιλότος έκανε το σταυρό του και είπε «ο Θεός βοηθός!»

Κλείνουν τελικά οι πόρτες και ξεκινάμε νύχτα της 21ης προς 22α Ιουλίου. Απογειώνονται, χωρίς συνοδεία πολεμικών αεροσκαφών, 15 αεροσκάφη, από τα είκοσι, που είχαν προγραμματιστεί, ανά 5-10 λεπτά συνολικά μέχρι την 12η νυχτερινή, (μετά την ώρα αυτή υπήρχε απαγόρευση απογείωσης) με κατεύθυνση το αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Δύο από αυτά θα χάσουν το δρόμο, λόγω… βλάβης και θα προσγειωθούν σε Ρόδο και το Ηράκλειο. Τα άλλα θα φθάσουν στον προορισμό τους. Η επιχείρηση έπρεπε να ολοκληρωθεί στη διάρκεια της νύχτας με υπολογισμό διάρκεια πτήσης το τρίωρο ανά διαδρομή, ενώ τα αεροσκάφη έπρεπε να βρίσκονται κατά την επιστροφή τους νύχτα-χαράματα σε ελληνικό έδαφος.

Η άφιξη στην Κύπρο εν μέσω πυρών

Μόλις φτάνουμε στην Κύπρο και αρχίζουμε να πλησιάζουμε στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας άρχισε το «πανηγύρι». Άρχισαν να μας βάλλουν και βλέπαμε τις τροχιοδεικτικές σφαίρες να περνάνε μέσα από το αεροπλάνο μας. Κοιτάξαμε κάτω και είδαμε να καίγεται ο κόσμος αλλά δεν ξέραμε ποιοι μας βαράνε. Στο αεροπλάνο που επέβαινα χτυπήθηκε ο ένας κινητήρας, και πήρε φωτιά, τα «τσακάλια» όμως της πολεμικής αεροπορίας με ψυχραιμία και εύστοχες κινήσεις κατάφεραν να σβήσουν τη φωτιά. Αμέσως μετά το αεροσκάφος δέχεται βολές στον κορμό και στο πίσω μέρος με αποτέλεσμα να έχουμε και τραυματίες.

Μέσα στο σκοτάδι που είμαστε, ο αείμνηστος υπολοχαγός Σταύρος Μπένος άναψε το φακό του και είδα την τρύπα, που είχε γίνει στο αεροπλάνο μας και βλέπαμε μία σκηνή που θυμίζει σουρωτήρι, να τρέχει κηροζίνη και αίμα από τους τραυματίες!

Παράλληλα όμως πήραν φωτιά τα πυρομαχικά μας μέσα στο αεροσκάφος! Προσπαθούσαμε να σβήσουμε τα πυρομαχικά και έφευγαν τα βλήματα δεξιά κι αριστερά. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά μας χτυπάνε και στον άλλο κινητήρα και μένει το αεροπλάνο ακυβέρνητο! Όλα αυτά γινόντουσαν διαδοχικά μέσα σε λίγα λεπτά κατά τη διάρκεια της προσπάθειας προσγείωσής μας στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας.

Όπως διάβασα αργότερα οι πιλότοι νόμιζαν, ότι το αεροπλάνο κόπηκε στα δύο! Τελικά χάρη στην ικανότητα και την εμπειρία τους κατάφεραν να το προσγειώσουν.

Ένας οπλοπολυβολητής, ο Γεώργιος Αντωνόπουλος από το Αγρίνιο, μου δίνει το όπλο του, το πήρα κατέβηκα κάτω και τότε κατάλαβα, ότι δεν μπορούσε να κινηθεί, γιατί ήταν τραυματίας και ξανανέβηκα στο αεροπλάνο, για να τον μεταφέρω. Με το που πάμε να τον μετακινήσουμε λιποθυμάει. Τον συνεφέραμε αρχικά μετά από λίγο όμως λιποθύμησε ξανά. Ήταν μία κατάσταση που δεν την αντιμετωπίζουμε κάθε μέρα και αυτό μας επηρέαζε την ψυχολογία. Για καλή μας τύχη είχαμε στο αεροπλάνο στρατιώτη γιατρό, το Βαγγέλη τον Κύρκο από

την Επανωμή, και αφού είδε και τους άλλους τραυματίες διαπίστωσε για τον Αντωνόπουλο, ότι είχε πολλαπλά σπασίματα γι’ αυτό και λιποθυμούσε συνέχεια.

Λέω του βοηθού μου Αργύρη Σαμούλκα να γεμίσει το όπλο του για να είμαστε σε ετοιμότητα να ρίξουμε, όταν χρειαστεί, αν και μας είπαν να μην πυροβολούμε χωρίς σιγουριά, για να μην σκοτωθούμε μεταξύ μας, γιατί εκείνη την ώρα στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας δεν ξέραμε τι γινόταν. Την ώρα που πάμε να περάσουμε στην άλλη πλευρά του διαδρόμου κατεβαίνει άλλο αεροπλάνο. Εμείς μέσα στη νύχτα δεν το είχαμε αντιληφθεί αλλά μας έκανε σήμα με τα φώτα του και παραμερίσαμε για να προσγειωθεί.

Τον Αντωνόπουλο και τους άλλους τραυματίες τους αφήσαμε σε έναν ειδικό χώρο, που είχε διαμορφωθεί εκεί για τους τραυματίες. Κατά τη μεταφορά έχασα και μία γεμιστήρα από το πιστόλι μου.

Τελικά από το αεροπλάνο που επέβαινα το «ΝΙΚΗ 6» υπήρχαν συνολικά δύο νεκροί και εννέα τραυματίες.

Μάλεμε-23

Ο Θοδωρή Ασβεστόπουλος με τον Νίκο Γατσούλη (δεξιά)

Η μάχη του αεροδρομίου της Λευκωσίας

Ξημερώνοντας 22 Ιουλίου μας έβαλαν σε λεωφορεία και από το αεροδρόμιο μας πήγαν σε ένα σημείο άγνωστο για μας, και την ώρα που περνούσαμε με τα πόδια κάθετα το δρόμο να πάμε να στρατοπεδεύσουμε σε μια περιοχή με δένδρα, το ασθενοφόρο που μετέφερε τους δυο νεκρούς κομάντος λόγο της νύχτας και της στολής παραλλαγής που φορούσαμε ο οδηγός δεν μπόρεσε να μας δει έγκαιρα και έπεσε ευτυχώς φρεναριστά πάνω στη φάλαγγα που πέρναγε το δρόμο την ίδια ώρα! Εγώ δεν ήμουν στη φάλαγγα, γιατί έψαχνα τον βοηθό μου που κάθε τόσο χανόταν και είχα μείνει πιο πίσω, για να τον βρω. Ευτυχώς πάντως δεν τραυματίστηκε κανείς σοβαρά. Καθίσαμε εκεί και περιμέναμε διαταγές. Αργότερα μας πήγαν στη Σχολή Γρηγορίου όπου μείναμε μία μέρα. Εκεί κάποια στιγμή έκαναν νόημα σε ένα διερχόμενο αυτοκίνητο να σταματήσει, δεν σταμάτησε και οι στρατιώτες έριξαν στα λάστιχα και το ακινητοποίησαν. Τελικά οι επιβαίνοντες ήταν Ελληνοκύπριοι καθηγητές.

Στις 23 Ιουλίου παίρνουμε την εντολή να πάμε στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Εκείνη την ημέρα ήταν κανονικά εκεχειρία , την οποία τηρούσαν μόνο οι Ελληνοκύπριοι. Αντίθετα οι Τούρκοι προχωρούσαν και σε χρόνο εκεχειρίας ολοκλήρωσαν τα σχέδια τους με την κατάληψη του 38% του Κυπριακού εδάφους. Έτσι δόθηκε εντολή στο διοικητή του λόχου μας (41ΛΟΚ) Υπολοχαγό Πλάτωνα Κολοκοτρώνη να προασπίσει το αεροδρόμιο. Λάβαμε θέσεις μάχης στην ταράτσα του κτιρίου του αεροδρομίου. Ο Διοικητής μας, Ταγματάρχης Γεώργιος Παπαμελετίου, θέλοντας να μας ενισχύσει, όταν άρχισε η μάχη έστειλε και τον 42ΛΟΚ με διοικητή τον υπολοχαγό Δημοσθένη Ρούκα και όρισε διοικητή των δύο λόχων τον Ταγματάρχη Βασίλειο Μανουρά.

Τελικά αποφάσισε να στείλει και τους υπόλοιπους λόχους της Μοίρας και να έρθει και ο ίδιος. Καθοδόν, οι εχθροί, βλέποντας την κεραία του ασυρμάτου που είχε το τζιπ, άρχισαν να πυροβολούν κατά του οχήματος. Από τις βολές τραυματίστηκε ο οδηγός του και έπεσε το τζιπ στα αριστερά του δρόμου με τον Παπαμελετίου να εγκλωβίζεται. Αμέσως επενέβη μία ομάδα κομάντος και τον απεγκλώβισε. Οι Τούρκοι ήταν καλυμμένοι στην μάντρα του στρατοπέδου του ΟΗΕ, γεγονός, που καταδεικνύει τόσο την ανοχή ,όσο και την ενοχή του Οργανισμού στην προδοσία της Κύπρου, με την κάλυψη και λοιπές διευκολύνσεις που παρείχαν στους Τούρκους. Εμείς όμως τους αντιμετωπίσαμε με μεγάλη επιτυχία και χωρίς απώλειες . Ενώ από την πλευρά των Τούρκων οι απώλειες πρέπει να ήταν μεγάλες, όπως καταλάβαμε από τις κινήσεις των αυτοκινήτων που μάζευαν στρατιώτες. Από την Ελληνική πλευρά έπεσε νεκρός ένας έλληνας υπαξιωματικός επικεφαλής ενός άρματος για τον οποίο αργότερα ακούσαμε ότι μάλλον τον σκότωσαν οι Άγγλοι με ελεύθερο σκοπευτή!

Αφού οι Τούρκοι έχαναν τη μάχη, τότε ήρθε τριμελής αντιπροσωπεία από τις δυνάμεις του ΟΗΕ και είπαν στον Διοικητή μας να τους παραδώσει το αεροδρόμιο! Ο Διοικητής μας τους απάντησε «σε ποιους να παραδώσω το αεροδρόμιο; σε εσάς τους τρεις;». Ένας από την αντιπροσωπεία, οι οποίοι ήταν Καναδοί, ρώτησε με ύφος «καλά, τι δουλειά έχουν εδώ οι Έλληνες;» και ο Παπαμελετίου του είπε «οι Έλληνες τι δουλειά έχουν εδώ;! Εσύ τι δουλειά έχεις εδώ;».

Τελικά δεν παρέδωσε το αεροδρόμιο, γιατί ήξερε, ότι οι κυανόκρανοι θα το έδιναν μετά στους Τούρκους, γιατί η κατάληψή του ήταν στα προδοτικά σχέδια. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων ένα άρμα του ΟΗΕ ερχόταν προς την πλευρά μας. Ο παρατηρητής μας το βλέπει και το αναφέρει στον επικεφαλή της επιχείρησης, τότε ταγματάρχη, τον Βασίλειο Μανουρά με καταγωγή από τα Ανώγεια, που είχε και το πρόσταγμα των επιχειρήσεων, όταν ο Διοικητής συνομιλούσε με τους εκπροσώπους του ΟΗΕ. Ο Μανουράς έδωσε την εντολή «απελευθερώστε όλα τα αντιαρματικά όπλα και μόλις δείτε κάτι να κινείται διαλύστε το!», δεν καταλάβαινε τίποτα.

Στη συνέχεια οι δυνάμεις του ΟΗΕ ζήτησαν την παράδοση του Αεροδρομίου διπλωματικά μέσω της Εθνικής Φρουράς και της Κυπριακής κυβέρνησης. Επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον Μανουρά ο πρέσβης στην Κύπρο, κ. Λαγάκος και ζήτησε και αυτός να παραδώσουμε το αεροδρόμιο. Ο Μανουράς του απάντησε «ποιος Λαγάκος!».

Για να μας πείσουν να παραδώσουμε το αεροδρόμιο βάλανε τελικά τον Διοικητική των Καταδρομών της Εθνικής Φρουράς της Κύπρου Κωνσταντίνο Κομπόκη, ο οποίος ήταν φίλος με τον δικό μας Διοικητή. Ο Παπαμελετίου του απάντησε «εντάξει να μας στείλετε λεωφορεία να μας

παραλάβουν» και αυτό το έκανε για να κερδίσει χρόνο, γιατί ήξερε, ότι ήταν πολύ δύσκολο να έρθουν πούλμαν σε μια εμπόλεμη ζώνη.

Στο διάστημα αυτό ο ΟΗΕ έφερε στρατό να παραλάβουν τις θέσεις μας αλλά είπε ο Διοικητής μας «θα μας συνοδεύουν ένα αυτοκίνητο από τα Ηνωμένα Έθνη μπροστά και άλλο ένα από πίσω και ένας ομοιόβαθμος από τους κυανόκρανους θα είναι ενδιάμεσα μαζί μου», ώστε να μην πέσουμε σε ενέδρα των Τούρκων. Και έγιναν όλα όπως τα ζήτησε και έτσι φύγαμε από το αεροδρόμιο.

Μάχη στο ύψωμα «Κολοκασίδη» 16-17 Αυγούστου 1974

Στο δεύτερο Αττίλα τον Αύγουστο του 1974 εγώ και το σύνολο της μονάδας είχαμε λάβει θέσεις μάχης σε άλλα σημεία, δεξιά και αριστερά της Κεντρικής οδικής αρτηρίας Λευκωσίας – Λεμεσού. Στις πολεμικές επιχειρήσεις εκείνες τις μέρες έλαβαν μέρος καταδρομείς με αντιαρματικά όπλα. Το πρωί της 16ηςΑυγούστου ενώ ο τουρκικός στρατός (Αττίλας 2) επιχειρούσε, σύμφωνα με τα σχέδια του να καταλάβει – αποκόψει τη Λευκωσία, από την υπόλοιπη ελεύθερη Κύπρο, δόθηκε προφορική εντολή από το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς, στο Διοικητή της Α΄ Μοίρας Καταδρομών Τχη (ΠΖ) Γεώργιο Παπαμελετίου, να στείλει δυνάμεις ενίσχυσης με αντιαρματικά στα μαχόμενα τμήματα του 211 ΤΠ. Ετοιμάστηκαν δύο ομάδες με αντιαρματικά ΠΑΟ 90 χιλιοστών και οπλοπολυβόλα. Η μία από αυτές κατευθύνθηκε προς το χωριό Πυρόι και η άλλη με επικεφαλής τον Ανθυπολοχαγό Νίκο Κοϊμτζόγλου κατευθύνθηκε προς τη Λευκωσία και τέθηκε στις διαταγές του διοικητή του 211 ΤΠ. Στη συνέχεια διατάχθηκε και έλαβε θέση μάχης στο Ύψωμα 190 απέναντι από τη Σχολή Γρηγορίου, ενισχύοντας το 1ο Λόχο του εν λόγω τάγματος με διαταγή να εμποδίσουν με κάθε θυσία την είσοδο των τούρκικων αρμάτων στην πόλη της Λευκωσίας.

Επικεφαλής της ομάδας με τα τρία στοιχεία που έλαβε θέση στο ύψωμα 190, απέναντι από τη Σχολή Γρηγορίου ήταν ο Ανθυπολοχαγός(ΠΖ) Νίκος Κοϊμτζόγλου και η σύνθεση της ομάδας ήταν η ακόλουθη:

1ο στοιχείο Μπικάκης Μανόλης, Πεχινάκης Δημήτριος (όχι Μπεχινάκης) ΠΑΟτζήδες, ασυρματιστής Σερέτης Αλέξανδρος και ο οπλοπολυβολητής Γεώργιος Κουρτίδης,

2ο στοιχείο Φωτιάδης Στέφανος, (τραυματίστηκε), Καβακιώτης Δημήτριος, Μπόμπολας Θεόδωρος, ΠΑΟτζήδες και ο οπλοπολυβολητής Ζυγούρας Ασημάκης και

3ο στοιχείο Βαλέρας Αθανάσιος, Βατούγιας Γεώργιος, Χολής Γεώργιος ΠΑΟτζήδες και οπλοπολυβολητής ο Πελέκης Ευθύμιος και οδηγός του αυτοκινήτου, που τους μετέφερε ήταν ο Κύπριος στρατιώτης Κύπρος Κύπρου, ο οποίος σκοτώθηκε στη μάχη.

Τα εν λόγω στοιχεία έλαβαν θέσεις μάχης στα υψώματα 180, 190 και Καϊσή. Από ένα σε κάθε λόχο και στη συνέχεια μετακινήθηκαν, όπου χρειάστηκε.

Στη σφοδρή μάχη, που ακολούθησε στο Ύψωμα Κολοκασίδη (Ύψωμα 190) το απόγευμα της ίδιας ημέρας και ώρα 4 το απόγευμα, η τουρκική επίθεση, αποκρούστηκε επιτυχώς από τους ΠΑΟτζήδες λοκατζήδες, τους άνδρες του 212 ΤΠ με τη συμβολή και άλλων μονάδων πυροβολικού κλπ, οι οποίοι παρά την προδοσία και την εγκατάλειψη πολέμησαν με σθένος για τη νίκη, με αντίστοιχη καταστροφή τεσσάρων (4) τούρκικων τανκς και πολλούς νεκρούς στρατιώτες και άτακτη οπισθοχώρηση των Τούρκων, οι οποίοι δεν ανέμεναν αντίσταση από την Ελληνοκυπριακή πλευρά, αφού είχε κηρυχτεί εκεχειρία. Όλοι, οι προαναφερθέντες, πλην του οδηγού Κύπρου Κύπρου, που σκοτώθηκε και του Στέφανου Φωτιάδη, που τραυματίστηκε, παρέμειναν στις θέσεις μάχης μέχρι 19 Αυγούστου και στη συνέχεια επέστρεψαν στην βάση τους. Η μάχη αυτή χαρακτηρίστηκε, ως η μάχη που κράτησε κλειστές τις πόρτες εισόδου της Λευκωσίας.

Έτσι τους χάλασαν το σχέδιο να προελάσουν νότια, να περικυκλώσουν ολόκληρη τη Λευκωσία και να την καταλάβουν. Εξίσου καθοριστικό σημείο είναι όμως το ότι οι Τούρκοι δεν κατέλαβαν το αεροδρόμιο της Λευκωσίας, γιατί, άμα το κατείχαν, θα μπορούσαν να προσγειώσουν τα αεροπλάνα τους και θα άλλαζε εντελώς η έκβαση του πολέμου.

Μάλιστα λέγεται, ότι ο τότε Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών Κίσινγκερ είπε στους Τούρκους, ότι δεν είναι άξιοι ούτε αεροδρόμιο να καταλάβουν, γιατί παρόλο που είχαν βοήθεια από ΗΠΑ και Μ. Βρετανία δεν μπόρεσαν να κάνουν μόνοι τους ούτε αυτό.

Όσο για εμάς είναι μεγάλο ψέμα αυτό που λένε ότι σφάξαμε Τούρκους αμάχους. Από τον Ελληνικό Στρατό δεν έγινε ποτέ κάτι τέτοιο. Αυτή τη φήμη την διαπίστωσα τυχαία, όταν πήγα στο στρατόπεδο του Σταυροβουνίου, για να πάρω υλικά από την αποθήκη και να φτιάξω στη συνέχεια ως ηλεκτρολόγος δίκτυο ρεύματος για το στρατόπεδο που έμενα. Νωρίτερα πέρασα από το ΡΙΚ επειδή είχε μία δουλειά εκεί ο αξιωματικός που ήμουν μαζί του. Μου είπε να περιμένω έξω κι ενώ τον περίμενα έρχεται ένα Κύπριος ανθυπολοχαγός ο οποίος κατάλαβε ότι ήμουν Ελλαδίτης και με ρώτησε «ρε κομάντο εσύ είσαι από το τάγμα θανάτου;» του απαντάω «ναι», με ξαναρωτάει «εσείς είστε που μπαίνετε και σφάζετε στα τούρκικα τη νύχτα;» και του ξανααπάντησα θετικά για πλάκα! Έφυγε σαν τρομαγμένος, φανταστείτε τι είδους ιστορίες τους είχαν πει! Εμείς δεν κάναμε τέτοια πράγματα, γιατί δεν μας είχαν δώσει τέτοιες εντολές και όποια αποστολή και να μας έδιναν έπρεπε πρώτα να ξέρουμε, ότι την επομένη θα μας υποστηρίξει κάποιος. Γιατί η δική μας δουλειά είναι να μπούμε σε έναν χώρο να προκαλέσουμε φθορές ή να τον διαλύσουμε και μετά να έρθει ο στρατός

να τον καταλάβει, αφού δεν είχαμε βαρύ οπλισμό, ούτε μπορούσαμε να στήσουμε κανόνια.

Στην Κύπρο έμεινα από 22 Ιουλίου 1974 μέχρι την ημέρα που απολύθηκα τον Μάρτιο του 1975, αν και η αποστολή μας ήταν μόνο να πάμε να πολεμήσουμε και να φύγουμε. Κατά τη διάρκεια της παραμονής μας ιδρύσαμε την 35 Μοίρα Καταδρομών που υπάρχει ακόμα και σήμερα και στελεχώνεται αποκλειστικά από Ελλαδίτες Αξιωματικούς και καταδρομείς. Υπήρχε μόνο ένας Κύπριος κομάντος εκεί τιμής ένεκεν, επειδή είχε προσφέρει στη Α΄ Μοίρα Καταδρομών εν καιρώ πολέμου.

Σαν ανταμοιβή η πολιτεία κάθε χρόνο στο στρατόπεδο Αποστολάκη όπου γίνεται η εκδήλωση στήνονται κιόσκια για να κάθονται στην σκιά όλοι οι καλεσμένοι γιατί ο ήλιος και η ζέστη είναι υπερβολική. Και εμάς όλα τα χρόνια για τιμωρία επειδή κάναμε το καθήκον μας και δεν προδώσαμε την πατρίδα μας έχουν στον ήλιο. Κι ας ήμαστε όλοι από 60 χρονών και πάνω…

 

Σχόλια Facebook

Σχολιάστε