ΑΠΟΨΕΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ: «Ασήκωσε Θεέ μου, έναν άλλον Αλέξανδρον»

Eytyxia-LoizidouΤης Ευτυχίας Λοϊζίδη *
Έπρεπε πρώτα να πείσω τον εαυτό μου αν υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να αποκληθεί : σημαίνον παιδί. Και ύστερα αν θα έπρεπε να προβληθεί σήμερα πιο έντονα από άλλοτε.

Σε μια εποχή όπου η ψυχική ηρεμία έχει διαταραχθεί από τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα αναζητούμε κάποιον να μας δώσει σήματα. Και αυτό δεν απασχολεί μόνο τη σημερινή μας κοινωνία. Τα αισθήματα, τα πάθη, οι πόνοι του ανθρώπου υπήρξαν πάντοτε τα ίδια και παραμένουν αναλλοίωτα δια μέσου γενεών και αιώνων. Εκείνο που ίσως μεταβάλλεται είναι ο ψυχολογικός τους μηχανισμός. Ο τρόπος εκδήλωσης τους.

Πρώτα στη ζωή, έπειτα στην τέχνη. (Π. Νιρβάνας).

Ίσως να φταίει το γεγονός ότι στη ζωή μου πρωταρχικό ρόλο παίζει η φυγή προς τις Ιδέες• λέτε να ειναι αυτός ο λόγος που αγάπησα την ποίηση και ό,τι έχει σχέση με αυτήν;

Αυτή μου η ανακοίνωση αποτελεί μέρος της επανοικοδόμησης της αίσθησης του «εγώ».

Ένα εγώ που εκτίθεται στο έργο που προσέγγισα (Π. Πόλεμος). Πρόκειται για ένα θέατρο που θέτει το ερώτημα : τί είδους άνθρωποι είμαστε. Επιτρέψτε μου όμως να πω κατι στην αρχή σε σχέση με την απο μέρους μου χρήση του όρου θέατρο.

Ο Επιτάφιος, λόγου χάρη δεν πρέπει να θεωρείται σαν αρχαίο δράμα.Εντούτοις δεν θα έπρεπε να αμφισβητήσουμε πως το θέατρο στην αρχαία Αθήνα ήταν μια αστική τελετουργία. Ένας επιτάφιος λόγος, όπως μια τραγωδία είχε τις δικές του παραδόσεις παρουσίασης και έπρεπε να ικανοποιεί τις προσδοκίες της κοινότητας (στο να συμβάλλει δηλ στην όξυνση της αίσθησης) όπως αντίστοιχα επιτυγχάνει το θέατρο. Ο επιτάφιος λοιπόν λόγος δεν ήταν απλά λόγος, ήταν μέρος της παράδοσης. Ένας «θεσμός» όπως ο ίδιος ο Περικλής υπενθυμίζει στο ακροατήριό του.


«Οι θεατές του επιταφίου κάθονταν όχι σε μια αίθουσα ακροατών, έναν τόπο για να ακούνε αλλά σε ένα θέατρο, έναν τόπο για να βλέπεις» (Γουόλτον 1984).


Το πιο δελεαστικό προσωπικά εγχείρημα είναι να συνδέει κανείς ορισμένα δράματα με ορισμένα ιστορικά συγκείμενα.

Και επιστρέφοντας στο ζήτημα των «σημάτων», όντως ψάχνουμε ανθρώπους όπου δεν παρουσιάζονται αλλότριοι αρετής. Ανθρώπους όπου δεν σπαταλούν άδικα τον χρόνο τους και αδιαφορούν για τα κοινά. Σημάδια επιβεβαίωσης ότι η ηθική αγωγή εξακολουθεί να αποτελεί το αντίδοτο. Έναν πρόξενο όχι τεράστιων δεινών, αλλά πρόξενο θετικών επιτευγμάτων προς όφελος της πατρίδας.

Μπορεί ο Δούρειος Ίππος να είναι συνώνυμος με τη χρήση της εξαπάτησης στον πόλεμο, αλλά είναι και το πιο εύστοχο παράδειγμα για να δείξει κανείς πώς μια μικρή ομάδα ανδρών μπόρεσε να πετύχει ό,τι δεν μπόρεσε ένας ολόκληρος στρατός με τον συμβατικό πόλεμο. Αυτό το μάθημα δεν το ξέχασαν οι Έλληνες, αφου στη συνέχεια ανέπτυξαν μέτρα ασφαλείας για την πρόσληψη τυχόν δολιοφθοράς. Μέτρα εναντίων των εχθρών, προς όφελος της κοινωνίας.

Ένα τέτοιο μέτρο θα έλεγε κανείς αντίστοιχα αποτελεί ο οργανισμός HALC ο οποίος με τις δράσεις του συνέβαλε τα μέγιστα σε λαμπρές για το έθνος νίκες, όπως στην αλλαγή τόνου του Δ.Ν.Τ ‘το χρέος δεν είναι βιώσιμο’.

Ανάμεσα στα σχέδια όμως και στην υλοποίησή τους υπάρχει μια απόσταση. Αυτή η απόσταση ολοένα και γίνεται μακραίνουσα όταν οι άνθρωποι στέκονται σε λόγια και δεν ασκούν σοβαρή προετοιμασία για την πραγμάτωση των σχεδίων τους. Η απουσία οποιουδήποτε πραγματικού ζωντανού οργανισμού και κοινωνικής αρωγής υποχρέωσε και χρέωσε τον Νίκο Μούγιαρη να προσαρμόσει έναν θεσμό ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες και να πραγματωθούν οι «ιδέες».

Ο Νίκος Μούγιαρης είναι γνωστός κυρίως για το έργο του στη HALC από το έτος ίδρυσης της έως και σήμερα. Για όσους έχουν πρόσβαση στην ελληνική ομογένεια της Αμερικής, ειναι επίσης γνωστός για το σημαντικό του έργο.


Μία απλή πρόσβαση σε παλαιότερες δηλώσεις αυτού του ανθρώπου θα διαπιστώσει ότι υπάρχουν κοινοί τόποι που έχουν να κάνουν τόσο με την εμπειρία της τουρκικής κατάκτησης όσο και με την ελπίδα για απελευθέρωση που τον απασχολούν έως και σήμερα..


Πράγματι, ο όψιμος Ν. Μούγιαρης με τον ίδιο νεανικό ενθουσιασμό για το Κυπριακό επιχειρεί να ακολουθήσει μια «μέση οδό» ανάλογα με εκείνη που κήρυττε πριν από κάποια χρόνια.

Υπερασπίζοντας λοιπόν την διαχρονικότητα, την ιστορικότητα, την αιτιοκρατια χρησιμοποιεί τον επαγωγικό τροπο σκέψης και επιμένει στην σημασία της ουσίας, αντίθετος προς την ανιστορικότητα και τον χρησιμοθηρικό λόγο, επιμένοντας σε έναν πεζό, λογικό μεν- χρηστικό λόγο.


«Είναι πλέον φανερό ότι ο κ. Ντάουνερ είναι μονόπλευρος και ξεπερνά τα όρια των καθηκόντων του. Δυστυχώς, απέδειξε ότι δεν είναι δίκαιος και αντικειμενικός διαμεσολαβητής.Επομένως, θα απαιτήσουμε όλοι μαζί την αποπομπή του για να προλάβουμε τα χειρότερα» Μάιος, 2013


Σε άλλες ειδικές δηλώσεις του δεν ανταποκρίνεται απλώς στην στερεότυπη εικόνα που έχουμε για αυτόν, αλλά προχωρεί σε μια καίρια προσέγγιση της σχέσης ανάμεσα στη ζωή και στο δίκαιο.

«Κι αν δεν τηρήσετε πραγματικά όλες αυτές τις υποσχέσεις για άμεση κάθαρση και τιμωρία, και αν τα λόγια σας είναι κούφια, η ιστορία θα σας κρίνει υπεύθυνους και επίορκους και θα σας έχει για πάντα κατάπτυστους».


Χρησιμοποιεί πολλά παραδείγματα του καλού και του κακού τόσο από την ιστορία (Περικλής, Καποδίστριας), όσο και από σύγχρονες νομικές υποθέσεις (βλ. Υπεύθυνους για την οικονομική καταστροφή της Κύπρου), ενώ προβαίνει σε συγκριτικές παρατηρήσεις-ενσαρκώσεις του καλού και του κακού. «Φιλότιμο….είναι η αίσθηση του καλού και του κακού και το καθήκον να κάνουμε το ορθό».


Μια πρόσβαση λοιπόν και διάκριση των βαρύγδουπων αυτών λόγων θα είχαν συμβάλει στη διαύγαση του βαθύτερου ελληνικού, κυπριακού, και ομογενειακού αδιεξόδου.


«Ο λαός περιμένει και απαιτεί την τιμωρία των υπευθύνων. Όποιων και να είναι, απ’ όπου κι αν προέρχονται. Ο λαός περιμένει εσάς τους εκλελεγμένους ηγέτες να τηρήσετε τον όρκο σας. Το ξέρετε… Και είναι στα χέρια σας».


Έτσι λοιπόν καθώς ερχόμαστε αντιμέτωποι με έναν τέτοιον ανήρ (ως προς την υφή, το έργο, την κοινωνική αποστολή, τη θέση και την εν γενει ευρύτερη προσφορά αυτού του άντρα), υποχρεωνόμαστε από τα πράγματα να ξαναπέσουμε το ερώτημα : Σε αυτόν τον κόσμο της πνευματικής δυσπραγίας και της πολιτικής ανευθυνότητας πώς παραμένει κανείς ενεργός;

Αυτό που μένει σίγουρο είναι πως οι σημερινές πολιτικές ελίτ και τα ευρύτερα πλουσιοπάροχα κοινωνικά στρώματα, σπατάλησαν πολύ χρόνο όχι για να προσπαθήσουν να κλείσουν τη διαφορά με τους εχθρούς «εκτός των τειχών» (όπως έκαναν κάποτε οι Έλληνες έμποροι στην Οθωμανική κοινωνία), ή κτίσουν σοβαρές συμμαχίες, αλλά για να αφοσιωθούν σε ένα ξέφρενο πανηγύρι, που τροφοδοτήθηκε από τον δανεισμό και τη λεηλασία του κράτους.


Ο Νίκος Μούγιαρης παραμένει θεμελιακά αισιόδοξος για τη δυνατότητα μας να συνεχίσουμε. Στην ερώτηση «έβγαλε βρώμα η ιστορία ότι ξοφλήσαμε» θα απαντούσε ίσως με ποίηση :

«Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή».


*H Ευτυχία Λοιζίδη είναι Σκηνοθέτης – Ηθοποιός.

Φωτογραφία πρώτης σελίδας: Το ζεύγος Λοϊζίδη.