Πότε έφθασε η πρώτη Ελληνίδα στην Αμερική; ο Ρόλος της

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ

Αθήνα.- Πολλά λέγονται και γράφονται για το πότε και ποιος ήτανε ο πρώτος Έλληνας που πάτησε το πόδι του στον «Νέα Γη», την Αμερική. Δεν αναφέρεται, όμως, το πότε έφτασε  εκεί η πρώτη Ελληνί­δα, και πήγε που; Έμεινε στη Νέα Υόρκη ή τράβηξε για το εσωτερικό;

Στο βιβλίο του αείμνηστου ομογενή Εκδότη, Μπάμπη Μαρκέτου, « «Οι Ελληνοαμερικανοί-Ιστορία του Απόδημου Ελληνισμού των Η.Π.Α» Εκδόσεις Παπαζήση, 2006.» υπάρχει ειδικό Κεφάλαιο (21-22-23) αφιερωμένο στην Ελληνοαμερικανίδα.

Μεταφέρουμε (με την ορθογραφία της εποχής) τα πλέον ενδιαφέροντα αποσπάσματα από τα κεφάλαια αυτά που αφορούν την παρουσία, τη ζωή και τη δράση της Ελληνίδας αρραβωνιαστικιάς, συζύγου, μάνας, γιαγιάς, απαρχής μέχρι και την τραγωδία της Κύπρου (1974) και μέχρι το 1977, που ολοκληρώθηκε από τον συγγραφέα το χειρόγραφο του βιβλίου.

Αναφέρει, λοιπόν, το συγκεκριμένο Κεφάλαιο του βιβλίου του Μπάμπη Μαρκέτου (ολόκληρο το βιβλίο δημοσιεύεται στην  www.panhellenicpost.com).

ΥΓ:Οι μεσότιτλοι του υπογράφοντος.

<<  

Ο Δρ. Α. Κόπαν σε μελέτη του αναφέρει πως η πρώτη ελληνίδα ήρθε στο Σικάγο τό 1885, λεγότανε Mrs. Peter Pooley (μα το ελληνικό της; χάθηκε κι’ αυτό;), και ο αείμνηστος Θ. Γιαννακούλης, πως με την πρώτη μαζική ελληνική μετανάστευση, το 1882, ήρθαν 125 άντρες  και μιά γυναίκα με ελληνικό διαβατήριο. Ίσως αυτή να είναι η πρώτη ελ­ληνίδα που ήρθε στο Νέο Κόσμο. Και ίσως η ίδια τρία χρόνια αργότερα –τό 1885– να ήρθε στο Σικάγο. Όπου και έμεινε, κι’ έδρασε αργότερα σ’ ελληνική κίνηση, όταν άρχι­σαν να ξεφορτώνουν τα πλοία και τα τραίνα τη μεγάλη μεταναστευτική μάζα των ομογενών μας. Στην τελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα, πού έγινε καταρράκτης με τα πρώτα χρόνια του αιώνα μας, το μεταναστευτικό ρεύμα.

Στην ξενιτιά

Η Ελληνίδα ανάστηνε μόνη της τα παιδιά της. Και χωρίς να έχει εδώ μάνα, αδερφή, πεθερά. “Ας είχα κάποια να μου δίνει ενα χέρι κι’ ας ήταν και μια στρίγκλα πεθερά,” έλεγαν. Και χωρίς να ξέρουν τη γλώσσα να πουν μιά κουβέντα με τη γειτόνισσα (“τι τα θέλαμε τ’ αγγλικά αφού σε κανα-δυό χρόνια θα φεύγαμε”;) να ελαφρώση λίγο η μοναξιά. Και χωρίς τηλέφωνο να τηλεφωνήσουν μια γνωστή τους Ελληνίδα σ’ άλλη άκρη της πόλης (γι’ αυτό και δημιουργήθηκαν εκείνα τα γκέτο, τα “Γκρήκ Τάουνς”, στη Νέα Υόρκη, στο Σικάγο, στο Σαν Φραντσίσκο –να βλέπωνται). Τα υπόμεναν όλα με την ελπίδα πως τον άλλο χρόνο θα ήταν πια στην πατρίδα.

Μερικές οικογένειες νοίκιαζαν κανένα δωμάτιο τους σε κανένα εργένη, συγγενή, κάποτε και σε δύο, και τρεις, είτε και συχωριανούς τους. Να περισσεύη μια πεντάρα παραπάνου. Έπλυναν οι γυναίκες και τα ρούχα των εργένηδων. Στη σκάφη. Πού πλυντήρες και στεγνωτήρια τότε! Και παραπολλές βγήκαν κι’ εργαζότανε και στα εργοστά­σια. Όλα για να κατορθώσουν να φύγουν μια ώρα αρχήτερα αυτές που ήρθαν με το πρώτο μεγάλο μεταναστευ­τικό ρεύμα, που ογκώθηκε στην αρχή της πρώτης δεκα­ετίας του αιώνα μας. Ωργανωμένη ελληνική ζωή δεν υπήρχε και οι κοινότητες στα σπάργανα. Και οι οικογε­νειάρχες, άλλα και κείνοι που δεν είχαν φέρει οικογένεια, δούλευαν  ξεθεωτικά,   “κρυφά απ’ το θεό,” όπως  έλεγαν.

Όταν άρχισε ο πόλεμος (ο πρώτος παγκόσμιος) έπε­σε χρήμα πολύ στην Αμερική. Βγήκαν και γυναίκες κι’ εργάστηκαν στην πολεμική βιομηχανία.

Ο πόλεμος εκείνος άφησε για αργότερα την επιστρο­φή. Κι’ όταν τέλειωσε, χτύπησε τήν Ελλάδα άλλη συμφο­ρά –η τραγωδία της Μικρασίας. Πάνω από ένα εκατομμύ­ριο προσφυγικός κόσμος στη γη της, που δε μπορούσε να θρέψη τον ντόπιο πληθυσμό της κι’ έφευγε στά πέρατα, και η μετανάστευση στην Αμερική κλειστή πια (ποιος να το φανταζότανε πως ο προσφυγικός πληθυσμός θα έφερ­νε κοσμογονία στην Ελλάδα –θα έκαμνε και κάποια κατσάβραχα να καρπίζουν).

Το όνειρο της επιστροφής δεν έσβυσε βέβαια, έμεινε γι’ αργότερα “να σιάξουν πρώτα τα πράγματα λίγο εκεί.” Κι’ άρχισαν οι έρανοι για τους ξεσπιτωμένους και πεινα­σμένους. Λίγες ακόμα οι Ελληνίδες στην Αμερική μα πή­ρανε μέρος δίπλα στον πρωτοπόρο ακούραστα ν’ ανακουφιστή ο προσφυγικός κόσμος.

Οι Νύφες

Αμέσως μετά εκείνον τον πόλεμο, αφού η κατάσταση εκεί δεν ήταν τέτοια που να ενθάρρυνε την επιστροφή, να κάνουν οικογένεια οι ανύπαντροι στά πατρογονικά τους χώματα (που ήρθανε παιδάκια στην αρχή του αιώνα και τώρα ήταν άντρες) άρχισαν να φέρνουν νύφες μέ φωτογραφία.

Οι νύφες της φωτογραφίας απαραίτητο να γνώριζαν να βάλουν την υπογραφή τους (οι πρωτοπόρες για υπο­γραφή έβαζαν σταυρό πολλές). Γιατί άπό το 1917 άρχισε να εφαρμόζεται ο νόμος Literary Test Law (για να περιοριστή η μετανάστευση), κάποιες τόσο μόνο γνώριζαν, άλλα με­ρικές έμαθαν μετά ελληνικά γράμματα από τις ελληνοαμερικανικές εφημερίδες, όπως και πολλοί πρωτοπόροι. Για τους απομονωμένους η μόνη επαφή τους ήταν η ελ­ληνική εφημερίδα με τον Ελληνισμό, και περίμεναν σα θεό τον ταχυδρόμο.

Το 1922 ψηφίστηκε ο νόμος των “εκατοστών” και σταμάτησαν να έρχωνται βαποριές-βαποριές οι νύφες. Που, αφού μετά τον πόλεμον είχαν σκοτωθεί εκεί οι άντρες, έπρεπε να βρουν σύζυγο στην Αμερική –που μάλιστα δε ζητούσε και προίκα.

Στο μεταξύ άρχισαν να μεγαλώνουν τα παιδιά αυτών που ήρθαν με τα πρώτα ρεύματα της μετανάστευσης, και το συλλογιόταν αν ήταν καλό να τα πάρουν και να φύ­γουν στο χωριό τους. Εδώ θα σπούδαζαν. Ας μεγάλωναν και κατόπι  έφευγαν –να το θέλουν καΐ τα ίδια να φύγουν από την πατρίδα όπου είδανε τον ήλιο …

Η οικονομική κρίση

Κι’ όταν ξέσπασε η μεγάλη οικονομική κρίση και τράν­ταξε συθέμελα την Αμερική, με δονήσεις σ’ όλο τον κό­σμο, άλλαξε ξάφνου η κατάσταση έτσι που δεν το περί­μενε κανείς, και για τον πρωτοπόρο έλληνα μετανάστη. Χάθηκαν περιουσίες, επιχειρήσεις μικρές και μεγάλες, 16 εκατομμύρια οι άνεργοι της χώρας. Στη μεγάλη ελληνική παροικία τότε, του Χώλστεντ και Χάρισον, στο Σικάγο, 15 χιλιάδες ομογενείς ζούσαν από τη βοήθεια που έδινε η Πολιτεία στις οικογένειες των ανέργων, και στα “σουπ λάϊνς” (soup lines), τα συσσίτια, όπου έτρωγαν μια σούπα οι μη οικο­γενειάρχες.

Εκείνο τον καιρό η Πολιτεία για να λιγοστέψη τον αριθμό αυτών που ζούσαν από τη βοήθεια της, πλή­ρωνε τα έξοδα να γυρίσουν στις πατρίδες τους οι άνεργοι με τις οικογένειες τους, αν ήθελαν, αλλά δε θα είχαν το δικαίωμα να ξαναγυρίσουν στην Αμερική. Μερικές οικογένειες το δέχτηκαν. Το θεώρησαν και μεγάλο ευτύχημα. Άλλα το μετανόησαν. Δεν ήταν εύκολο να προσαρμοστούν εκεί, και μάλιστα κάτω από τέτοιες συνθήκες: Απένταροι, και μαθημένοι, κυρίως τα παιδιά τους, στη ζωή της Αμερικής. Και τότε ωργανώθηκαν επιτροπές, στις όποιες πρωτοστατούσαν Ελληνίδες, να επιτραπή να ξαναγυρίσουν στην Αμερική, αλλά μόνο τα εδώ γεννημένα παιδιά τους μπορούσαν, που τότε καταστρεφόταν η οικογένεια. Όμως οί περισσότεροι άνεργοι απόρριψαν αυτή τη δελεαστική πρόταση. Προτίμησαν ν’ αγωνιστούν δίπλα στον άλλο αμερικανικό λαό για περισσότερη βοήθεια στους άνεργους, για τα “μπόνους” σε κείνους που πολέμησαν στον παγκό­σμιο πόλεμο κάτω από την αμερικανική σημαία, και πάνω απ’ όλα για κυβερνητικά έργα, στους δρόμους, στους κάμ­πους, να εργαστούν οί άνεργοι.

Σε κείνη την παράξενη αμερικάνικη εποχή, που πέθαι­ναν κάποιοι από την πείνα (και. τόσοι αυτοκτονούσαν –από κείνους που έχασαν μεγάλες περιουσίες) γιατί υπήρχε υπερπαραγωγή κι’ έκλεισαν τα εργοστάσια, και καίγανε τα  σιτηρά,   κατάστρεφαν  τα   ζωντανά,  η   Ελληνίδα,   που έμεινε στο σπιτικό της, προσαρμόστηκε στις νέες συνθήκες. Κι’ ενώ σ άντρας της στην απελπισία του μπορεί να άρπα­ξε ενα φορτηγό τραίνο και να πήγε σε άλλη πόλη με την ελπίδα πως ίσως να εύρισκε εκεί δουλειά, εκείνη έμαθε να μαγειρεύη με λάρδο τα διάφορα αμερικανικά φαγώ­σιμα που έδινε δωρεά στον άνεργο κόσμο η Πολιτεία, να απαιτή περισσότερο γάλα για τα παιδία της, κι’ όταν οι εταιρίες έκλειναν το ηλεκτρικό, το φωταέριο, γιατί ήταν απλήρωτο, να καλή την Επιτροπή Βοήθειας των Ανέργων να έρχεται με τα εργαλεία και να το ανοίγη. Κι’ αν πετούσε ο σπιτονοικοκύρης στο δρόμο τα έπιπλά της, γιατί δεν πλήρωσε μήνες νοίκι, να καλή την ίδια επιτροπή να τα βάζη μέσα (για να της γίνη δεύτερη έξωση έπρεπε ο σπιτονοικοκύρης να πάη πάλι δικαστικώς κι’ έπερνε μήνες η υπόθεση)-

Ο Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος

Πέρασε και εκείνη η περίοδος που για πολλούς το όνειρο της επιστροφής ξεχάστηκε ολότελα. Τώρα ο δεύτε­ρος Παγκόσμιος πόλεμος. Χρήμα με το τσουβάλι τώρα. Μα στρατεύσιμα τώρα τα παιδιά του πρωτοπόρου και της νύφης της φωτογραφίας. Και στέκεται πάλι στο πόστο της η Ελληνίδα, σα μάνα, σα γυναίκα. Καταλαβαίνει πως η πλευρά που άρχισε αυτό τον πόλεμο θα είναι ολέθριο αν τον κερδίση. Σ’ αυτό την κατατοπίζουν και οι εφημερίδες, οι ελληνικές, και σε κείνη που μπορεί να διαβάση αγγλι­κά. Έχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην ελληνική εφημε­ρίδα. Χιλιάδες εργάζονται για τον Αμερικανικό Ερυθρό Σταυρό (εδώ κι’ 6 – 7 χρόνια ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός τίμησε σε τελετή την πρεσβυτέρα Πετράκη, μη­τέρα του ελληνοαμερικανού συγγραφέα Χάρυ Μαρκ Πε­τράκη για τις 10 χιλιάδες (δέκα χιλιάδες!) ώρες που ερ­γάστηκε στον Αμερικανικό Ερυθρό Σταυρό).

Φτιάχνουν επιδέσμους για τους λαβωμένους κι’ άλλα, δίνουν αίμα. Και για το Γκρηκ Γουώρ Ρελίφ ( Greek War Relief: Ελληνική Πολεμική Βοήθεια) βγάζουν από τα μπαούλα τους και τα κειμήλια τους να πουληθούν στα “Μπαζάρς” που οργάνωναν τότε για τη βοήθεια τών θυμάτων του πολέμου στην Ελλάδα. Κι’ όταν τελείωσε και κείνος ο πόλεμος, πολλές έμειναν με κείνα που φορούσαν, να στείλουν ρουχισμό, κι’ ό,τι άλλο μπορούσαν, σε συγγενείς και ξένους, ατομικά ή ομαδικά. Χιλιάδες-χιλιάδων δέματα, και πρωτοστατούσαν στους ερά­νους. Κι’ ανασκουμπώθηκαν και οι σημερινές, που τόσο διαφέρουν από τις μάνες και τις γιαγιές τους, και πρωτοστάτησαν στις Επιτροπές για τη βοήθεια της Κύπρου. Αλλά και σε κάθε ανάγκη της ελληνικής πα­τρίδας, ή κάποιου κλάδου του ελληνικού κορμού, θα πράξουν το καθήκον τους, το ανθρώπινο άλλωστε, και οι ση­μερινές, και οι αυριανές, κι’ ας δε θα είναι τόσο στενοί οι δεσμοί τους με την Ελλάδα όσο των πρωτοπόρων.

Συμπέρασμα

Τι ήταν εκείνο πού έκαμε αυτές τις πρωτοπόρες Ελληνίδες, τις τόσο άπλες κι’ αγράμματες, να σταθούν εξαί­ρετες σα σύζυγοι και μητέρες κι’ Ελληνίδες, ρωτούν πολ­λοί απ’ τους νεοφερμένους και τις νεοφερμένες. Και την ίδια ερώτηση κάνουν και τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Αγράμματες, να βγάλουν μια γενιά με τόση επίδοση στα γράμματα και τόσες επιτεύξεις!

Έχει λοιπόν γερές, καλές, καταβολάδες η νέα γενιά, η ελληνοαμερικανική. Μα το κυριώτερο κεφάλαιο της σε ξεχωριστή μόρφωση και πνευματικά ανεβάσματα, π’ ανοί­γουν το δρόμο και σ’ άλλες δραστηριότητες, ίσως να ήτανε η μεγάλη στοργή της ελληνίδας μάνας. Ποιον άλλον είχε δικό της δίπλα της στο μεγάλο ξένο κόσμο που βρέθηκε απ’ τα παιδιά της, και τον άντρα της που όμως λίγο τον έβλεπε! Η αγραμματωσύνη της και η επιμονή της να μη μάθη τη γλώσσα του τόπου, και να μη τη μιλάη με τά παιδιά της και γίνουν πιο ξένα με τις ρίζες τους στάθηκε ευεργετική γι’ αυτά.

>>