Μ. Πέμπτη: «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία σου»

ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΥΡΙΤΣΗ (Αρχιεπισκοπή Αμερικής)

Ειδικά για την Panhellenic Post

Σήμερα, Μεγάλη Πέμπτη.

Φίλοι, αναγνώστες, σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι τη γη κρεμάσας. Θα ακούσουν και πάλι οι ευσεβείς χριστιανοί τα συγκινητικά αυτά λόγια. Θα δουν εις το μέσον του ναού στηριγμένο τον Σταυρόν. Λες και είναι ένας άλλος Γολγοθάς. Θα ακουμπήσουν ευλαβικά τα χείλη τους στα πληγωμένα πόδια του Χριστού. Θα ακούσουν όλα τα Ευαγγέλια. Και τα ολοζώντανα τροπάρια της Εκκλησίας. Και με τα μάτια της ψυχής και με τα φτερά της φαντασίας, παίρνουν το δρόμο για την Ιεράν πόλη την Ιερουσαλήμ, όπου εκεί ο Θεάνθρωπος, ο δημιουργός, ο πλάστης του Σύμπαντος κόσμου, σταυρώθηκε για τις αμαρτίες μας.

Τον βλέπουν ανάμεσα σε δυο ληστές: Ο μεν ένας από τα δεξιά να λέγει:

– Μνήσθητί μου Κύριε όταν έλθης εν τη Βασιλεία σου! Ο δε άλλος από τα αριστερά να λέγει:

– Εάν πραγματικά εσύ είσαι ο Θεός, κατέβα από τον Σταυρό να σώσεις τον εαυτό σου και  ύστερα να σώσεις και εμάς.

Παρακολουθούν με τα δικά τους μάτια το σιωπηρό κλάμα της μανούλας του, της Παναγίας. Που σωριασμένη μπροστά στο Σταυρό έχει αγκαλιασμένο το τρομερό ξύλο. Την τρυφερή στοργή του Ιωάννη, τον σπαραγμό του Ιησού και μέναν έκθαμβοι μπροστά στην άσβεστη δίψα του και τη ζωηράδα.

Η λέξη του Χριστού υψώνεται και τελειώνει ύστερα, μετά τα τόσα βάσανα, τα καρφιά , τους εμπαιγμούς, τα φτυσίματα και ύστερα από όλα αυτά, να λέγει ο Χριστός, πάλι την ελληνική λέξη «τετέλεσθαι». Τελείωσε το έργο μου μέχρις εδώ, για την ανθρωπότητα.

Αδελφοί μου, η Σταύρωσις είναι ένα πολύ μεγάλο θέμα για ανάλυση και εξέταση. Εγώ δεν θα ήθελα απόψε να εισέλθω σε δογματικούς και θεολογικούς λόγους και σκοπούς. Θα ήθελα με απλά, χωριάτικα λόγια, για να το καταλάβουν ακόμη και αυτά τα μικρά παιδιά, προς τα οποία πρέπει πάντοτε ο κήρυκας του Ευαγγελίου να απευθύνεται, με απλά λόγια διότι ο Χριστός πάντοτε ομιλούσε με πολύ απλά λόγια, θα ήθελα να σας δώσω μία εικόνα της ζωής μας. Ακούστε:

Ένας πατέρας είχε δύο παιδιά… Ο μεγαλύτερος γυρνούσε, ξενυχτούσε, σύχναζε στις καφετέριες, όπως συνήθως κάνουν τα νέα παιδιά, να ζητούν από τη μαμά και τον μπαμπά κανένα δεκάρικο να πάνε να πιούν κανένα καφέ.

Το δεύτερο, όμως, παιδί ήταν μαζί με τον πατέρα του και εργαζότανε στο αγρόκτημα που είχαν και το σπίτι τους… Το ευλογημένο σπιτάκι τους.

Όργωναν τους κήπους, κλάδευαν τα δενδράκια τους για να βγάλουν περισσότερους καρπούς. Για να τους πουλήσουν, να εξοικονομήσουν τον επιούσιον άρτον.

Ο μεγάλος, όπως λέμε στα χωριά, αγρόν ηγόρασε. Στην μπάρα που είπαμε, μετά το ένα ποτήρι ακολουθούσε το δεύτερο και μετά το τρίτο και ούτω καθεξής. Άρχισε τα παλιόλογα στην παρέα του, οι διαξιφισμοί, και δεν άργησε ο μεγάλος γιός να βγάλει το μαχαίρι και να χτυπήσει εκείνον που κάνανε παρέα, που τρώγανε και πίνανε μαζί.

Και το άμοιρο άλλο παιδί ξαπλώνεται νεκρό. Ματωμένος παντού. Το αίμα του άμοιρου παιδιού πεταγόταν δεξιά και αριστερά και το πουκάμισο του δολοφόνου έχει κοκκινίσει και κείνο από το αίμα.

Φώναζαν οι άλλοι μέσα από την μπάρα, μέσα από το καπηλειό φώναζαν βοήθεια, αστυνομία. Τώρα φοβήθηκε και τρέχει, τρέχει. Πού να πάει όμως, στο σπίτι του. Χτυπάει  πολύ νευρικά την πόρτα. Και τρέχει ο μικρός αδελφός του ανοίγει την πόρτα και τον βλέπει μέσα στα αίματα.

– Σώστε με, σώστε με, έκανα φόνο σώστε με, φωνάζει.

Τον αγκαλιάζει ο πατέρας και ο μικρός αδελφός που τον αγαπούσε και ήτανε πάντα θετικός και πιστός στον πατέρα του και στο σπιτικό του, βγάζει το καθαρό πουκάμισο που φορούσε και του λέει, αδελφέ, δως μου το ματωμένο σου πουκάμισο. Και φόρεσε το δικό μου.

Και συνέχισε την εργασία του, με το ματωμένο πουκάμισο του αδελφού του.

Σε λίγο ακούγονται θόρυβοι, φωνές, κακό, τρέχουν όλοι να συλλάβουν τον κακούργο. Έρχεται και η αστυνομία. Χτυπούν αδιάκριτα την θύρα. Ανοίγει η θύρα. Δεν χρειαζόντουσαν μαρτυρίες… Αρπάζουν τον αδελφό με το ματωμένο πουκάμισο και τον ρίχνουν στην φυλακή. Την επομένη, τον τραβούν κατευθείαν στο Δικαστήριο της πόλης. Κακούργος, είναι. Η αστυνομία έδωσε όλα τα στοιχεία ότι είναι φονιάς. Και η απόφαση, καταδίκη εις θάνατον.

Ο μεγάλος αδελφός άρχισε να συναισθάνεται το κακούργημα που έκανε και τη δολοπλοκία που έκανε στον αδελφό του για να γλυτώσει τον εαυτό του. Τρέχει τώρα με αγωνία, να πάει ο ίδιος στο δικαστήριο και να πει, αφήστε τον αδελφό μου ήσυχο, εγώ είμαι ο φονιάς.

Στο δρόμο όπως πήγαινε είδε έναν ο οποίος ερχότανε βιαστικός:

-Σε παρακαλώ, μήπως άκουσες τι έγινε με τον κατάδικο, τον ρώτησε.

– Τον ξέρεις;

– Ήτανε αδελφός μου, λέει.

– Μόλις τον κηδέψανε , αλλά έχει αφήσει ένα γράμμα και αυτό τώρα πάω εγώ στο σπίτι του. Αλλά αφού εσύ είσαι αδελφός του, πάρτο.

Νευρικός κλονισμός συντάραξε τον αδελφό. Ανοίγει το γράμμα και το διαβάζει: «Αδελφέ μου, σ΄αγαπώ πάρα πολύ και γι αυτήν την αγάπη εγώ αντάλλαξα τη ζωή μου για σένα. Αλλά θέλω να μου κάνεις μια χάρη. Το καθαρό πουκάμισο που σου έδωσα, δεν θέλω να το ξαναλερώσεις πάλι. Θέλω να το κρατήσεις καθαρό όπως σου το έδωσα».

Σπεύδει ο κακούργος στον τάφο του αδελφού του που το χώμα ήτανε ακόμα υγρό, γονατίζει επάνω του και σηκώνει τα χέρια ψηλά: Αδελφέ μου, λέει,  αυτό που έκανες για μένα δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ. Σου υπόσχομαι το άσπρο πουκάμισό μου που μου το εχάρισες, σου δίνω το λόγο μου ότι δεν πρόκειται να το ξαναλερώσω.

Ο Χριστός αδελφοί μου, βλέποντας την κατρακύλα του κόσμου, που όλο επήγαινε προς τον γκρεμό, αποφάσισε να έλθει σ΄αυτον τον κόσμο και να βάλει φρένο. Πώς;  Όπως βλέπουμε και ατενίζουμε το ιερό βήμα, δίπλα από την Αγία Πύλη υπάρχουν δύο άλλες πύλες.  Η μία, από τα δεξιά της Ωραίας, είναι ο Αρχάγγελος Μιχαήλ. Από την άλλη μεριά, είναι ο Αρχάγγελος Γαβριήλ. Είναι αυτός που έλαβε εντολή από τον δημιουργό πατέρα και δημιουργό του Σύμπαντος: Πήγαινε παιδί μου, του λέει, ο κόσμος έχει υποφέρει πολύ. Έχει αντιληφθεί το βάρος της αμαρτίας και έχει μετανιώσει. Πήγαινε, κόψε ένα κρίνο από τον παράδεισο και πήγαινε στην Παρθένο Μαρία, που είναι στη Ναζαρέτ, μια όμορφη κόρη την οποία έχω επισκεφθεί επανειλημμένως. Και πείτε της ότι αυτή θα γίνει ο φορέας δια του οποίου θα έλθει η σωτηρία του κόσμου. Θα φέρει στον κόσμο τον Σωτήρα,  Τον Κύριο ημών Ιησού Χριστόν, τον οποίο σιγά-σιγα με τα πολλά μας αμαρτήματα  τον εσηκώσαμε πάνω εις τον Σταυρό. Με τα έργα μας. Με τα λόγια μας. Και για χάρη δική μας έχυσε το πανάγιο αίμα του πάνω στο Σταυρό για τη σωτηρία όλων μας.

Αυτά, φίλοι μου, ας τα έχουμε υπόψη μας για να είμαστε υπερήφανοι όταν θωρούμε τον Σταυρό. Και κάποτε να ενθυμούμαστε ότι το σύμβολο αυτό είναι σύμβολο σωτηρίας.

Ας γονατίσουμε μπροστά στον Εσταυρωμένο. Και ας κλάψουμε για τις αμαρτίες μας. Μνήσθητί μου κύριε όταν έρθεις εν τη Βασιλεία, Σου.