ΑΝΑΛΥΣΗ: «Τι πραγματικά χρειάζεται ο Απόδημος Ελληνισμός»   -ΜΕΡΟΣ 4ο

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ

<<Πάντως, για είμαστε δίκαιοι, εδώ υπάρχει και ευθύνη των ομογενειακών παραγόντων. «Το ταγκό θέλει δύο».  Εάν οι ομογενειακοί παράγοντες προέβαλαν αντιστάσεις, στην Αθηνοκεντρική συμπεριφορά των πολιτικών, τα πράγματα ίσως και να εξελίσσονταν διαφορετικά>>.  Έτσι καταλήγαμε στο 3ο άρθρο της  ανάλυσης με τον γενικό τίτλο «Τι πραγματικά χρειάζεται ο Απόδημος Ελληνισμός”.

Σ΄ αυτό, όμως, το σημείο υπεισέρχεται και ο ρόλος του ομογενειακού Τύπου.  Διότι οι ομογενειακοί παράγοντες και οι ομογενειακές οργανώσεις δεν πρέπει  (όπως είναι σωστό) να ελέγχονται μόνον από τον Τύπο, αλλά πρέπει και να μπορούν,  χωρίς οποιεσδήποτε αβαρίες,  να (υπο) στηρίζονται από αυτόν, στο δύσκολο έργο που έχουν να επιτελέσουν εργαζόμενοι από το ένα μέρος για την πρόοδο και την προκοπή των ομογενών, για τη διατήρηση και διάδοση της ελληνικής γλώσσας, των ηθών και των εθίμων και, από το άλλο, για την σύσφιξη των σχέσεών τους με το μητροπολιτικό κέντρο, καθώς  συνδεδεμένοι οι δύο αυτοί κρίκοι αποτελούν το υγιές κύτταρο του ελληνισμού.

Για να μπορέσει να ανταποκριθεί ο ομογενειακός Τύπος στο ρόλο αυτό, θα πρέπει να κινείται κάτω από τα περιοριστικά πλαίσια δραστηριότητος, τα προσδιοριζόμενα από τις δεσμεύσεις  μιας  ιδιόρρυθμης αποστολής, που επιβάλει η ανάγκη αντιμετώπισης  των μεγάλων δαπανών της εκδόσεως των εφημερίδων.  Αυτές, όμως, οι δαπάνες,  δεν πρέπει να αντλούνται από τα δεδομένα που διέπουν μια οποιαδήποτε κερδοσκοπική επιχείρηση. Επί του προκειμένου αξίζει να ανατρέξουμε, πάλι, σ τα λόγια του Μπάμπη Μαρκέτου:  «Η εφημερίδα της ξενειτιάς», έγραφε, « είναι ελεύθερη και την ίδια στιγμή είναι δεσμευμένη.  Εάν δεν κινηθεί  κάτω απ΄ αυτήν την αντίληψη, αν δεν χρησιμοποιήσει το μέτρο και αν δεν  μείνει  στα περιθώρια που αυτό προσδιορίζει, δεν επιτελεί το έργο της, δεν υπηρετεί το σκοπό της,, ούτε ανταποκρίνεται  στις κύριες υποχρεώσεις της». Δεν μπορεί, δηλαδή, με άλλα λόγια, η εφημερίδα της ξενιτιάς, να είναι μόνον «επιχείρηση ταμείου» μέσα από το οποίο να προσδιορίζει τις σχέσεις της με τους ομογενειακούς επιχειρηματίες,  παράγοντες, αλλά και τους πολιτικούς της γενέτειρας.

Έτσι, το τοπικό σωματείο, ο σύλλογος, η Ομοσπονδία παίρνουν τη στήριξη που απαιτείται από έναν αδέσμευτο Τύπο.  Έτσι,  διλήμματα του τύπου: σταυρός ή σημαία, επιλύονται συναινετικά,  με το  πρώτο να ακολουθεί στενά το δεύτερο. Θέματα πολιτικής αιχμής, αντιμετωπίζονται κάτω από το πρίσμα του γενικότερου συμφέροντος και όχι των κομματικών ή προσωπικών προτιμήσεων των εκδοτών. Η Εκκλησία της ομογένειας μένει στο ρόλο της ως  πνευματικός ηγέτης . Και την πολιτική τέχνη την ασκούν οι μεγάλες ομογενειακές Οργανώσεις.

Έτσι η ομογένεια –και, φυσικά, όχι μόνον της Αμερικής- θα μένει ενωμένη,  ώστε, όπως πάλι έγραφε στον «Κρίκο» ο Μπ. Μαρκέτος, «απρόσκοπτα να βαδίζει το δρόμο της επιτυχίας και της καταξίωσης στις τοπικές κοινωνίες. Δυναμική, δραστήρια και αποφασιστική, με κοινή συνισταμένη την αγάπη για την θετή πατρίδα και την λατρεία για την γενέτειρα (…) Συγχρόνως, όμως, διατηρούσα στον ανώτατο δυνατό βαθμό την ελληνικότητά της, παράλληλα με την ανάπτυξη ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για τα εγχώρια κοινά (…) Η απόκτηση της τοπικής υπηκοότητος, όπου αυτό είναι νομικά εφικτό, σε τίποτε δεν θα έβλαπτε το πρώτο συστατικό της ιδιότητος, ενώ συγχρόνως η δύναμη της τοπικής ψήφου, θα μεταφράζονταν σε πολιτική επιρροή της Ελλάδος».

Εμείς, σήμερα, αντί αυτών των βαθυστόχαστων συλλογισμών, που ανοίγουν τους ορίζοντες του ελληνισμού, θέλουμε, για λόγους οικονομίας (;) να μετατρέψουμε την Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού σε Γενική Διεύθυνση και να την συγχωνεύσουμε με άλλη Γενική Διεύθυνση, Αγίου Όρους (πάλι η Εκκλησία από το πολιτικό «παράθυρο» στα ομογενειακά) ΟΥΝΕΣΚΟ (λες και η Ομογένεια είναι Μνημείο Πολιτιστικής Κληρονομιάς!!!) Και του διοικητικά πολύπαθου Ινστιτούτου Ερευνών της Βενετίας…

Δεν θέλουμε να υποστηρίξουμε ότι οι Έλληνες πολιτικοί δεν αγαπούν την Ομογένεια και την πατρίδα. Το αντίθετο. Για το καλό του Οικουμενικού Ελληνισμού εκλέγονται από την ελληνικό λαό και αυτό υπηρετούν, όπως μπορεί ο καθένας. (Ακόμη και την ώρα που ο ελληνικός και ο ομογενειακός λαός έλεγαν «όχι» στην Συμφωνία των Πρεσπών, στο Σύνταγμα, και ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς έφευγε για τις Πρέσπες, για να πράξει το …«πατριωτικό του καθήκον»! Έτσι το πίστευε. Κακώς).

Ωστόσο, ας μας επιτραπεί η απορία-ερώτημα, γιατί οι πολιτικοί μας δεν διδάσκονται από την Ιστορία; Γιατί δεν κατάλαβαν τίποτε από τον ομογενειακό άθλο του Εμπάργκο;  (1974).  Γιατί δεν αντιλήφθησαν πόσο  διαφορετική θα ήταν η μοίρα της Ελλάδος, εάν ήδη από το 1958 είχε εκδοθεί από το ελληνικό κράτος  ομολογιακό δάνειο, το οποίο θα καλυπτόταν στο εκατό τοις εκατό από τους ομογενείς;  [Σχετική πρόταση είχε στα χέρια του ο Κωνσταντίνος Καραμανλής (1958) όσο και οι κυβερνήσεις Σοφούλη και Γεωργίου Παπανδρέου αργότερα,  και πάλι ο Κων. Καραμανλής (1974)].

Δυστυχώς, από την άλλη μεριά, και η ασυλλόγιστη διαπάλη –κάποτε- των εκδοτών και η εμμονή ορισμένων από αυτούς να καθορίζουν εκ του παρασκηνίου τις τύχες της Εκκλησίας και της ομογένειας, αλλά και η αμετροεπής συμπεριφορά ορισμένων ομογενών παραγόντων, έθεταν κάποτε εν κινδύνω την ενότητά της. Ενότητα απαραίτητη προκειμένου να βαδίζει, θα ξαναπούμε, απρόσκοπτα το δρόμο της επιτυχίας και της καταξίωσης. Δυναμική, δραστήρια και αποφασιστική, με κοινή συνισταμένη την αγάπη για την θετή πατρίδα και την λατρεία για την γενέτειρα.

Συγχρόνως,  ικανή -όπως ήδη είπαμε- να διατηρεί στον ανώτατο δυνατό βαθμό την ελληνικότητά της, παράλληλα με την ανάπτυξη ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για τα τοπικά κοινά.

Θα επανέλθουμε, όμως, αύριο, Παρασκευή, 24 Απριλίου 2020,  με το 5ο και τελευταίο Μέρος της Ανάλυσης με τον κεντρικό τίτλο: «Τι πραγματικά χρειάζεται ο Απόδημος Ελληνισμός».