Η εύθραυστη οικονομία απειλεί την ηγεμονία Ερντογάν

Στις 25 Οκτωβρίου, κατά τη διάρκεια περιοδείας στην επαρχία της Μαλάτια, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σταμάτησε για να συνομιλήσει με μια ομάδα οδηγών σχολικών λεωφορείων. Μέσα από το πλήθος ένας άνδρας πετάχθηκε λέγοντας προς τον τούρκο πρόεδρο: «Δεν μπορούμε ούτε ψωμί να πάμε στις οικογένειές μας». Ο κ. Ερντογάν απάντησε: «Βρίσκω μάλλον υπερβολική αυτή τη δήλωση». Στη συνέχεια, μοίρασε κουτιά με τσάι στο πλήθος και είπε: «Ορίστε, λάβετε ένα φλιτζάνι χαράς». Αργότερα οι οδηγοί των λεωφορείων έλεγαν στους δημοσιογράφους που συνόδευαν τον πρόεδρο ότι ήταν αφοσιωμένοι υποστηρικτές του κυβερνώντος κόμματος και ότι ψηφίζουν υπέρ του Ερντογάν επί 18 συναπτά έτη – ήτοι από το 2002, όταν το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) ανήλθε για πρώτη φορά στην εξουσία.

Το περιστατικό αυτό, που περιγράφει η Πινάρ Τρεμπλάι στην ιστοσελίδα Al Monitor, είναι ενδεικτικό της κακής οικονομικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Οσα, δε, συνέβησαν την προηγούμενη εβδομάδα με την – επεισοδιακή – παραίτηση του γαμπρού του κ. Ερντογάν, του Μπεράτ Αλμπαϊράκ (είναι παντρεμένος με την κόρη του τούρκου προέδρου Εζρα), από τη θέση του υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καταδεικνύουν ότι πλέον «ο κόμπος έχει φτάσει στο χτένι».

Δεν είναι δε λίγοι όσοι εκτιμούν ότι το 2021 θα είναι κομβικό έτος για τον τούρκο πρόεδρο και τα σχέδιά του εν όψει της επετείου του ενός αιώνα από την ίδρυση της σύγχρονης Τουρκικής Δημοκρατίας το 2023.

Οι ΗΠΑ και το πικρό ποτήρι του ΔΝΤ

Παράλληλα, η πολιτική θα είναι αυτή που θα ορίσει τις εξελίξεις. Ο κ. Ερντογάν στήριξε το μεγαλύτερο κομμάτι της σχεδόν 20ετούς πολιτικής του ηγεμονίας στην οικονομική ανάπτυξη και στη βελτίωση του επιπέδου ζωής εκατομμυρίων συμπολιτών του. Αυτή η γραμμική εξέλιξη μοιάζει να μην μπορεί πια να συνεχιστεί και αυτό, λογικά, θα συμπαρασύρει μεγάλο μέρος των περιφερειακών ηγεμονικών του φιλοδοξιών. Κρίσιμο θα είναι όμως το ερώτημα των σχέσεων που θα διαμορφωθούν με τη νέα αμερικανική κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν.

Ισως η παραίτηση Αλμπαϊράκ να εντάσσεται σε ένα ευρύτερο σχέδιο συμμαζέματος της κακής οικονομικής κατάστασης και εμφάνισης ενός πιο υπεύθυνου προφίλ. Και τούτο διότι αν η Αγκυρα αποφασίσει να αντιπαρατεθεί με τη νέα αμερικανική κυβέρνηση, τότε δεν αποκλείεται να ισχυροποιηθεί το ενδεχόμενο κυρώσεων τόσο για τους S-400, όσο και για την υπόθεση της τράπεζας Halkbank.

Η περαιτέρω χειροτέρευση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων θα μπορούσε να έχει και επιπτώσεις σε ενδεχόμενη ανάγκη προσφυγής στο ΔΝΤ – μια κίνηση που θα έμοιαζε με το «πικρό ποτήρι» που δεν θα ήθελε να δοκιμάσει ο τούρκος πρόεδρος. Ο ίδιος ο κ. Ερντογάν πάντως, μιλώντας πριν από λίγες ημέρες στα μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΑΚΡ, επέμεινε πως «θα κάνουμε ό,τι χρειαστεί» για την αντιμετώπιση της οικονομικής κατάστασης και «θα εστιάσουμε περισσότερο να κερδίσουμε εμπιστοσύνη και αξιοπιστία».

Η έξοδος Αλμπαϊράκ και οι νέες ισορροπίες

Η έξοδος του 42χρονου Αλμπαϊράκ μάλλον δεν ενόχλησε κανέναν στο ΑΚΡ, καθώς η εκτίμηση προς το πρόσωπό του και για την ικανότητά του να διοικήσει την τουρκική οικονομία υπήρξε εξαρχής πολύ χαμηλή. Παράλληλα, ενδεικτική ήταν και η πλήρης σιγή του κυβερνητικού εταίρου του προέδρου Ερντογάν, του επικεφαλής του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ) Ντεβλέτ Μπαχτσελί. Οπως, δε, ήταν αναμενόμενο, ο Αλμπαϊράκ υπήρξε και ο «αποδιοπομπαίος τράγος» για τα τραγικά λάθη που έχουν διαπραχθεί υπό την ηγεσία Ερντογάν στον οικονομικό τομέα – όπως π.χ. η μη αύξηση των επιτοκίων δανεισμού -, με αποτέλεσμα την κατακρήμνιση της ισοτιμίας της τουρκικής λίρας έναντι του δολαρίου και τη διόγκωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Ο ίδιος φέρεται «να έκαψε» πολλές δεκάδες εκατομμύρια δολάρια για να στηρίξει την καταρρέουσα ισοτιμία της λίρας έναντι του δολαρίου (σύμφωνα με εκτιμήσεις της Goldman Sachs, το ποσό ανέρχεται σε 140 δισεκατομμύρια δολάρια την τελευταία διετία), ενώ έχει κυκλοφορήσει η πληροφορία ότι έδινε ψευδείς πληροφορίες στον Ερντογάν.

Αυτό που πρέπει επίσης να επισημανθεί και στο οποίο έδωσε έμφαση ο πολύ έμπειρος τούρκος δημοσιογράφος Μουράτ Γετκίν είναι ότι, σε αντίθεση με όσα είχαν συμβεί όταν πριν από μερικούς μήνες είχε υποβάλει παραίτηση ο – σήμερα πανίσχυρος – υπουργός Σουλεϊμάν Σοϊλού, η αποπομπή Αλμπαϊράκ έγινε στα… κρυφά. Τούτο επιβεβαιώνει την απήχηση που διατηρεί ο Σοϊλού σε ευρείς πολιτικούς κύκλους στην Τουρκία, καθώς και ότι συγκεντρώνει στο πρόσωπό του την υποστήριξη πολύ σημαντικής μερίδας του εθνικιστικού χώρου. Ο Σοϊλού έχει εκ των συνθηκών μετατραπεί στον έναν από τους δύο πόλους εντός του καθεστώτος και υπενθυμίζεται ότι αρκετοί οπαδοί του είχαν βγει στους δρόμους όταν είχε αρχικά ανακοινώσει την παραίτησή του. Ο άλλος είναι ο Νουμάν Κουρτουλμούς, σήμερα αντιπρόεδρος του ΑΚΡ και πρώην ηγέτης του Κόμματος της Ευτυχίας, ο οποίος εκπροσωπεί την ισλαμική πτέρυγα και είναι λιγότερο προβεβλημένος.

Τα επόμενα βήματα στην οικονομία

Το ερώτημα που είναι δύσκολο να απαντηθεί είναι αν η απόφαση του τούρκου ηγέτη να αντικαταστήσει τον Μουράτ Ουισάλ στη θέση του διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας και να διορίσει στη θέση του τον Νατσί Αγκμπάλ (που σημειωτέον είναι ένα από τα ιδρυτικά στελέχη του ΑΚΡ, διετέλεσε υπουργός Οικονομικών την περίοδο 2016-2018 αλλά και επικεφαλής της Επιτροπής Οικονομικής Στρατηγικής και Προϋπολογισμού) θα σημάνει μια στροφή σε πιο ορθόδοξες οικονομικές πολιτικές. Ωστόσο, τόσο ο Αγκμπάλ όσο και ο διάδοχος του Αλμπαϊράκ, ο πρώην υπουργός Ανάπτυξης Λούφτι Ελβάν, είναι άνθρωποι που έχουν συνδέσει τη σταδιοδρομία τους με τον Ερντογάν. Από την άποψη αυτή, τα περιθώρια ελιγμών τους είναι περιορισμένα. Τα βλέμματα τώρα έχουν στραφεί στις 19 Νοεμβρίου, όταν θα συνεδριάσει ξανά το διοικητικό συμβούλιο της Κεντρικής Τράπεζας και θα αποφασίσει επί μιας αύξησης ή μη των επιτοκίων που σήμερα βρίσκονται στο 10,25%.

Την ίδια στιγμή, τα στοιχεία που φέρνει στο φως η τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανοικοδόμησης και Ανάπτυξης (EBRD) για την κατάσταση των κρατικά ελεγχόμενων τουρκικών τραπεζών είναι μάλλον εφιαλτική, καθώς από αυτές φέρεται να δανείστηκε τεράστια ποσά η Κεντρική Τράπεζα στην προσπάθεια στήριξης της ισοτιμίας. Παράλληλα, ο Αλμπαϊράκ ήταν και βασικό γρανάζι της περιώνυμης «διπλωματίας των γαμπρών» με τον Τζάρεντ Κούσνερ, σύζυγο της Ιβάνκα Τραμπ, κόρης του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Με τον τελευταίο κοντά στην έξοδο, ίσως η χρησιμότητα του Αλμπαϊράκ για τα σχέδια του τούρκου προέδρου να είναι πια μηδαμινή, αν και η οικογένειά του ελέγχει μερίδια σε σημαντικούς τομείς της τουρκικής οικονομίας.

«Ο πληθωρισμός μπορεί να ανέρχεται και στο 50%»

Ο καθηγητής Εφαρμοσμένων Οικονομικών του Πανεπιστημίου Johns Hopkins Στιβ Χάνκε παρακολουθεί επί χρόνια τις εξελίξεις στην τουρκική οικονομία. Μιλώντας στο «Βήμα», ο κ. Χάνκε εκτίμησε ότι είναι πολύ πιθανό οι αρμόδιες αρχές στην Αγκυρα να παρουσιάζουν αλλοιωμένα στοιχεία. «Αν θυμάστε τα Greek statistics, τότε στην περίπτωση της Τουρκίας ίσως να έχουμε τα Turkish statistics» μας λέει χαρακτηριστικά. Κατά τον ίδιο, ένα από τα οικονομικά μεγέθη που, σύμφωνα με τους δικούς του υπολογισμούς, είναι απολύτως αλλοιωμένο είναι το ύψος του πληθωρισμού. Τα πιο πρόσφατα επίσημα τουρκικά στοιχεία φέρνουν τον πληθωρισμό στη χώρα να αγγίζει το 12%, αλλά ο αμερικανός καθηγητής εκτιμά ότι μπορεί να ανέρχεται ως και στο 50%!

Η παραοικονομία στο 30% του ΑΕΠ

«Η τουρκική οικονομία έχει πολύ ισχυρό δυναμικό εφόσον διοικηθεί σωστά» σημειώνει ο κ. Χάνκε. Ωστόσο, υπάρχει πολύ μεγάλη παραοικονομία, «σε ένα ποσοστό που πλησιάζει το 30% του ΑΕΠ, καθώς πολλές επιχειρήσεις θέλουν όχι μόνο να αποφύγουν την καταβολή φόρων αλλά και την εργατική νομοθεσία». Αν η Τουρκία κατάφερνε να ενσωματώσει αυτή την παραοικονομία στο ΑΕΠ της, τότε «η παραγωγικότητα θα μπορούσε να αυξηθεί ως και 20%». Προς το παρόν, όμως, η τουρκική οικονομία διέρχεται μια δύσκολη στενωπό που ενθαρρύνεται, εμμέσως, επίσης από το «carry trade» – δηλαδή από τη στρατηγική ορισμένων επενδυτών να δανείζονται σε ένα φθηνό νόμισμα και να επενδύουν σε ένα άλλο – στην προκειμένη περίπτωση στην τουρκική λίρα – για να βγάλουν κέρδη. Ακόμη και με επιτόκια κάτω του επίσημου πληθωρισμού (σήμερα ανέρχονται σε 10,25%), οι επενδυτές αποκομίζουν τεράστια κέρδη σε μια συγκυρία χαμηλής επιτοκιακής πολιτικής διεθνώς λόγω της πανδημίας.

Η ρευστότητα «στραγγίζει»

«Ακόμη και αυτοί οι επενδυτές όμως βλέπουν ότι το ύψος του πληθωρισμού ανεβαίνει επικίνδυνα και σταματούν το carry trade. Αυτό σημαίνει», προσθέτει ο συνομιλητής μας, «ότι η ρευστότητα στην τουρκική οικονομία, η οποία επέτρεπε την υψηλή κατανάλωση, στραγγίζει». Αν συνυπολογίσει κανείς τις επιπτώσεις του κορωνοϊού, τότε η κατάσταση επιδεινώνεται. «Το πλήγμα που δέχθηκε ο τουρκικός τουρισμός από την πανδημία υπήρξε ιδιαίτερα ισχυρό» εκτιμά ο κ. Χάνκε, με αποτέλεσμα «να επηρεάσει καταλυτικά το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Η εξέλιξη αυτή, με τη σειρά της, είχε ως αποτέλεσμα μειωμένη ρευστότητα σε ξένο συνάλλαγμα, ενώ οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της χώρας σε δολάρια μέχρι τον προσεχή Μάρτιο είναι μεγάλες». «Μαύρο κουτί» συνιστά επίσης για όσους παρακολουθούν την τουρκική οικονομία και το ύψος των συναλλαγματικών διαθεσίμων.

«Κανείς δεν γνωρίζει με ακρίβεια πόσα είναι τα συναλλαγματικά διαθέσιμα» παρατηρεί ο κ. Χάνκε. Σημειώνει επίσης ότι η Τουρκία έχει υψηλά διαθέσιμα σε χρυσό, αλλά δεν φαίνεται αυτά να έχουν ακόμη χρησιμοποιηθεί και «ίσως να έχουν τοποθετηθεί ως ενέχυρο για άλλες χρήσεις». Πάντως, ο κ. Χάνκε θεωρεί ότι μία από τις πιθανές λύσεις για τη σταθεροποίηση της ισοτιμίας της τουρκικής λίρας έναντι του δολαρίου – που χάνει συνεχώς αξία τους τελευταίους μήνες – «θα μπορούσε να είναι η πρόσδεση της λίρας στον χρυσό, σε ένα είδος “χρυσού κανόνα”».

Το σενάριο των κυρώσεων

Εδώ και πολλούς μήνες διεξάγεται μια μεγάλη συζήτηση σχετικά με τη στάση του προέδρου Τραμπ να αποτρέπει την επιβολή κυρώσεων εναντίον της Αγκυρας λόγω της απόφασης της τελευταίας να προμηθευτεί από τη Ρωσία το αντιπυραυλικό σύστημα S-400. Ρωτάμε τον κ. Χάνκε αν πιστεύει ότι μια σειρά από οικονομικές κυρώσεις θα μπορούσαν να «συμμορφώσουν» την Αγκυρα. «Δεν είμαι οπαδός των κυρώσεων. Συνήθως συσπειρώνουν τον λαό γύρω από τον ηγέτη της χώρας εναντίον της οποίας επιβάλλονται» μας λέει. Το κρίσιμο στοιχείο είναι «η αξιοπιστία τους. Στην περίπτωση της Τουρκίας, το γεγονός ότι είναι μέλος του ΝΑΤΟ δυσκολεύει τα πράγματα».

Επισημαίνει πάντως ότι καλή αφορμή για την επιβολή κυρώσεων θα ήταν η υπόθεση της τράπεζας Halkbank μέσω της οποίας παρεκάμφθησαν οι κυρώσεις εναντίον του Ιράν. Το ξέπλυμα χρήματος είναι σοβαρή κατηγορία και η επιβολή τέτοιων κυρώσεων «θα παρέλυε τις κρατικά ελεγχόμενες τράπεζες. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα», καταλήγει, «ότι όλες οι δυτικές επενδυτικές τράπεζες που ασχολούνται με το carry trade θα εγκατέλειπαν την Τουρκία για να αποφύγουν τις επονομαζόμενες δευτερογενείς (secondary) αμερικανικές κυρώσεις».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΒΗΜΑ