Το τέλος του τούνελ αργεί για την ελληνική οικονομία

Η χειμερινή πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις προοπτικές της ευρωπαϊκής οικονομίας ήρθε να επιβεβαιώσει εκτιμήσεις που είχαν διατυπωθεί και πιο πριν. Η εκτίμηση για τη συνολική ύφεση του 2020 διορθώνεται προς τα κάτω, όμως προς τα κάτω διορθώνεται και η πρόβλεψη για την ανάπτυξη του 2021, σε μεγάλο βαθμό συνυπολογίζοντας το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή σημαντικός αριθμός των ευρωπαϊκών χωρών παραμένουν σε περιοριστικά μέτρα, την ώρα που οι χαμηλοί ρυθμοί εμβολιαστικής κάλυψης δεν επιτρέπουν μεγάλη αισιοδοξία για την επιστροφή στην «κανονικότητα» και μεγαλύτερη ανασφάλεια ως προς τις προβλέψεις.

Οι προβλέψεις της Κομισιόν

Ειδικότερα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι η συνολική ύφεση στην ευρωζώνη θα είναι -6,8%, σε αντίθεση με την προηγούμενη πρόβλεψη για ύφεση -7,8%. Αντίστοιχα, διορθώνει προς τα κάτω την εκτίμηση για την ανάπτυξη το 2021 (3,8%) και προς τα πάνω για το 2022 (3,8%). Οι αντίστοιχες προβλέψεις για την όλη ΕΕ είναι -6,3%, 3,7% και 3,9%.

Οι εκτιμήσεις αυτές σηματοδοτούν ότι σε αντίθεση με την Κίνα και τις ΗΠΑ, όπου ήδη καταγράφονται τάσεις ανάκαμψης, η Ευρώπη θα αργήσει να επιστρέψει σε αναπτυξιακή τροχιά. Αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με την κλίμακα των περιορισμών που έχουν εμπεδωθεί, αλλά και τις βαθύτερες οικονομικές αδυναμίες του «Ευρωπαϊκού Μοντέλου». Δεν είναι τυχαίο ότι η Κομισιόν για το 2021 προβλέπει συνολική ανάκαμψη σε όλο τον κόσμο πλην ΕΕ ύψους 5,2%, δηλαδή υψηλότερη από την ευρωπαϊκή.

Ως προς την ίδια την ευρωπαϊκή οικονομία η πρόβλεψη επισημαίνει ότι μέσα στο 2020 το κρίσιμο σημείο ήταν η μεγαλύτερη από το αναμενόμενο ανάκαμψη στο τρίτο τρίμηνο, η ισχυρή τόνωση της κατανάλωσης και του σχηματισμού ακαθάριστου πάγιου κεφαλαίου και ως προς τους κλάδους η σχετικά μικρή υποχώρηση της βιομηχανίας σε αντιδιαστολή με τη μεγάλη υποχώρηση των κλάδων των υπηρεσιών που στηρίζονται στην άμεση επαφή.

Όσο για το τέταρτο τετράμηνο, σύμφωνα με την Κομισιόν οι περισσότερες οικονομίες είχαν υποχώρηση, όμως παρότι υπήρχαν περιοριστικά μέτρα αυτή ήταν περιορισμένη, κάτι που αποδίδεται στην αντοχή των ευρωπαϊκών οικονομιών. Πλευρά της αντοχής η βιομηχανία που συνέχισε να ανακάμπτει τον Νοέμβριο στην Ευρωζώνη. Αυτό, κατά την Κομισιόν αποτυπώνεται και στο γεγονός ότι ο δείκτης PMI για την μεταποίηση στην Ευρωζώνη ήταν στο τέταρτο τρίμηνο στο 54,6 σε άνοδο από 52,4 στο τρίτο τρίμηνο, ενώ ο αντίστοιχος για τις υπηρεσίες ήταν σε τάση συρρίκνωσης στο 45,0.

Την ίδια στιγμή η έκθεση επισημαίνει ότι η οικονομική υποχώρηση δεν έχει μετατραπεί σε πολύ μεγάλη αύξηση της ανεργίας, κυρίως γιατί συνεχίστηκαν τα διάφορα μέτρα στήριξης που εξασφάλισαν ότι δεν υπήρξαν κύματα απολύσεων.

Ύφεση στο πρώτο τρίμηνο του 2021

Ωστόσο, την ίδια στιγμή η έκθεση επισημαίνει ότι το πρώτο τρίμηνο του 2021 η ευρωπαϊκή οικονομία αναμένεται να συρρικνωθεί κατά -0,8% στην ΕΕ και -0,9% στην Ευρωζώνη. Αυτό σε μεγάλο βαθμό αποδίδεται στον νέο κύκλο περιοριστικών μέτρων που είναι σε εξέλιξη στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες εξαιτίας της πανδημίας.

Ωστόσο, η εκτίμηση είναι ότι σταδιακά και καθώς θα προχωρούν οι εκστρατείες εμβολιασμού και θα αίρονται τα μέτρα στο δεύτερο τρίμηνο θα υπάρξει δυναμική ανάκαμψης.

Γι’ αυτό το λόγο και εκτιμάται ότι θα σταματήσει και η πίεση προς τις τιμές εξαιτίας μειωμένης ζήτησης και θα υπάρχει μια σχετική αύξηση του πληθωρισμού, ουσιαστικά ώστε να σταματήσει το φλερτάρισμα με μια συνθήκη αποπληθωρισμού.

Η δύσκολη θέση της ελληνικής οικονομίας

Την ίδια στιγμή η έκθεση αποτυπώνει τη δύσκολη θέση της ελληνικής οικονομίας. Η ελληνική οικονομία είχε μια ανάκαμψη στο τρίτο τρίμηνο 2,3% σε σχέση με το δεύτερο, κυρίως με βάση την άνοδο της καταναλωτικής ζήτησης. Όμως, η συρρίκνωση του τουρισμού σήμαινε ότι η ανάκαμψη δεν είχε τα χαρακτηριστικά που είχε σε άλλες χώρες και η πρόβλεψη της Κομισιόν είναι ότι το πραγματικό ΑΕΠ της χώρα θα υποχωρήσει κατά 10% το 2020. Αντίστοιχα, για το 2021 η Κομισιόν προβλέπει για την Ελλάδα ανάκαμψη χαμηλότερη του ευρωπαϊκού μέσου όρου στο 3,5% και αρκετά μεγαλύτερη στο 5% το 2022.

Το μοντέλο τουρισμού εξελίσσεται σε αχίλλειο πτέρνα της ελληνικής οικονομίας

Η πρόβλεψη περιλαμβάνει και μια αποτίμηση της κατάστασης με τον τουρισμό στην Ευρώπη. Η εκτίμηση αυτή στηρίζεται σε μεγάλες βάσεις δεδομένων που αφορούν τις διανυχτερεύσεις σε όλη την Ευρώπη.

Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι ενώ οι διανυχτερεύσεις από μη κατοίκους των χωρών μειώθηκαν κατά 70% περίπου στην Ευρώπη, οι διανυχτερεύσεις από κατοίκους μειώθηκαν κατά 30%. Αυτό σημαίνει ότι ο παράγοντας μεγάλης μείωσης στον ευρωπαϊκό τουρισμό αφορούσε την υποχώρηση του διασυνοριακού τουρισμού. Αυτός υποχώρησε από 53% στο Λουξεμβούργο έως 79% στην Ισπανία και τη Ρουμανία. Αντίστοιχα, το είδος τουρισμού που υποχώρησε συνολικά περισσότερο ήταν αυτός που αφορούσε τις πόλεις. Αντίθετα, ο παράκτιος τουρισμός σε ορισμένες χώρες δεν είχε την ίδια υποχώρηση. Όμως, ο μεσογειακός τουρισμός, που είναι μεν παράκτιος αλλά εξαρτάται από αεροπορικές μετακινήσεις είχε μεγαλύτερη υποχώρηση από τον τουρισμό σε άλλες περιοχές.

Η χώρα μας που στηρίζεται σε ένα μοντέλο τουρισμό που είναι σε μεγάλο βαθμό διασυνοριακό και περνάει μέσα από αεροπορικά ταξίδια είχε ως αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη συνολική μείωση των διανυκτερεύσεων το 2020: -73%. Αυτό σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στη μεγάλη βαρύτητα των μη κατοίκων όπου η μείωση ήταν -77%. Αυτό σημαίνει σε εμάς μια συρρίκνωση του τουρισμού πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που ήταν -50%.

Ανάλογα προβλήματα είχαν και άλλες χώρες όπως η Μάλτα (όπου υπήρξε συνολική μείωση -71% και μείωση των διανυκτερεύσεων μη κατοίκων -77%), η Ισπανία (-69% και -79% αντίστοιχα), η Ιρλανδία (-70% και -73%) και η Πορτογαλία (-61% και -74%).

Όμως, όλα αυτά δεν έχουν την ίδια επίπτωση εξαιτίας της διαφορετικής βαρύτητας του τουρισμού. Η Ιρλανδία για παράδειγμα αναμένεται ότι θα γράψει τελικά για το 2020 ανάπτυξη 3%, λόγων των ισχυρών επιδόσεων κλάδων που σχετίζονται με τα φάρμακα, τον ιατρικό εξοπλισμό και την πληροφορική. Αντίθετα, η επίσης εξαρτημένη από τον τουρισμό Μάλτα θα έχει ύφεση -9%. Μεγάλη θα είναι και η ύφεση στην Ισπανία, στο -11% για το 2020, με τους λόγους να μη βρίσκονται μόνο στον τουρισμό αλλά και στην πολύ μεγαλύτερη διάρκεια περιοριστικών μέτρων εξαιτίας της σφοδρότητας της πανδημίας.

Τα όρια των μέχρι τώρα μέτρων

Η χώρα μας βρίσκεται για μεγάλο διάστημα σε περιοριστικά μέτρα. Η ανακοίνωση των νέων περιοριστικών μέτρων για περιοχές όπως η Αθήνα σημαίνουν ακόμη μεγαλύτερη πίεση σε συγκεκριμένους κλάδους. Παρότι το μερικό άνοιγμα της αγοράς έδωσε μια ώθηση, εντούτοις το νέο κλείσιμο σημαίνει και νέα συρρίκνωση. Δεν είναι τυχαίο ότι εκτιμάται ότι μέχρι τον Μάρτιο θα έχουν αναλωθεί και τα 7,5 δισεκατομμύρια ευρώ των μέτρων στήριξης, την ώρα που η κλειστή αγορά συνεπάγεται και μείωση των δημοσιονομικών εσόδων.

Η κυβέρνηση έχει επενδύσει ιδιαίτερα στην ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας εάν μπορέσει να υπάρξει πρόοδος του εμβολιαστικού προγράμματος, στην εκτίμηση ότι θα είναι καλύτερα τα πράγματα σε σχέση με τον τουρισμό αλλά και στο γεγονός ότι θα μπορέσει να αξιοποιηθεί ένα μέρος από τα ευρωπαϊκά κονδύλια, σε όλο το φάσμα που περιλαμβάνει το ΕΣΠΑ και το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Ειδικότερα η κυβέρνηση εκτιμά ότι θα υπάρξουν 5,5 δισ. από τα χρηματοδοτικά εργαλεία του Ταμείου Ανάκαμψης, 3,2 δισ. από το προηγούμενο ΕΣΠΑ, ενώ ταυτόχρονα θα γίνει προσπάθεια να τρέξουν και οι διαδικασίες για το ΕΣΠΑ 2021-2027 που είναι στη φάση του σχεδιασμού και του προγραμματισμού.

Φυσικά όλα αυτά θα εξαρτηθούν από την ένταση που θα έχει η τρέχουσα της φάση της πανδημίας, το εάν και κατά πόσο θα υπάρξει ένα σημείο καμπής που θα ορίζει την «έξοδο» από τα περιοριστικά μέτρα, αλλά και τη δυναμική της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Η αναμέτρηση με τα πραγματικά ελλείμματα του ελληνικού «αναπτυξιακού μοντέλου»

Σε κάθε περίπτωση η «ακτινογραφία» της ελληνικής ύφεσης το 2020 δεν αποτυπώνει μόνο το μέγεθος της επιδημιολογικής «έκτακτης ανάγκης», αλλά και τα ελλείμματα ενός αναπτυξιακού μοντέλου όπου η υπερεπένδυση στον τουρισμό από «ατμομηχανή» κατέληξε επισφάλεια.

Αυτό σημαίνει και την ανάγκη μιας συζήτησης για το πώς οι κάθε λογής εισροές που θα υπάρξουν προς την ελληνική οικονομία, κυρίως από την πλευρά της ΕΕ, δεν αποτελέσουν απλές μεταφορές πόρων αλλά και εργαλεία για τον ανασχεδιασμό της αναπτυξιακής πολιτικής