Πενιές και μεζέδες στην Βαρβάκειο, σαν από ταινία

Πέμπτη του Οκτώβρη, ώρα 23:00 και βάλε. Ψύχρα στην πόλη με τα κίτρινα φώτα.

Έχει τελειώσει μία μέτρια παράσταση στο Μπάγκειον, η παρέα μου, όμως, είναι πολύ καλή.

Περπατάμε στην Αθηνάς, μας αρπάζει από την μύτη αυτή η μόνιμη ψαρίλα και αιματίλα της Κεντρικής Αγοράς. Η Βαρβάκειος, και συντρίμμια να γίνει σε χίλια χρόνια, θα μυρίζει πάντα αίμα και πάγο με λέπια και κάτι σαν βενζίνη.

Ακούμε το κούρδισμα ενός μπουζουκιού. Ο Η. μοιάζει πιο περπατημένος από μένα και γνωρίζει.

«Έχει live μες στην Βαρβάκειο, έχω περάσει ξανά και το έχω ξαναδεί».

Καθίσαμε χωρίς πολλή ανάλυση σε ένα από τα τραπέζια της Μαχαιρίτσας, της ταβέρνας που είχε την φαεινή ιδέα όχι απλώς να ανοίξει μες στην «ιερή μπόχα» και την τύρβη της Βαρβακείου, αλλά να φέρει και ζωντανή μουσική μέσα εκεί.

Τις Πέμπτες, το φολκ παλκάκι καταλαμβάνουν έμπειροι παίκτες που δεν μασάνε από δοκιμασμένες συνταγές και από «αυτά θέλει ο κόσμος»: παίζουν αυθεντικά λαϊκά του 50 και του 60, παίζουν Μοσχολιού και Στέλιο και παίζουν και «Συρματοπλέγματα βαριά» άμα λάχει.

Ο Θανάσης Βαλάσκας, η Νίκη Ασμάνη (πολύ χαρακτηριστική η γρεζάτη φωνή της, σχεδόν τζαζ), ο Γιώργος Παπαδημητρίου και ο Βασίλης Κουτρώνας βολεύονται κάπου ανάμεσα σε κρουστά, μπουζούκια, μπαγλαμαδάκι, κιθάρα, ντέφι και μικρόφωνα.

Αν και ο έμπειρος μπουζουξής Κουτρώνας λέει ότι το λαϊκό θέλει υπό κανονικές συνθήκες μεγαλύτερη ορχήστρα, η μικρή τους μπάντα φέρνει μια χαρά την αύρα των αγαπημένων τραγουδιών με τα οποία καψουρεύτηκαν, χώρισαν και γλέντησαν αρκετές γενιές, μαζί κι η δικιά μας, η σημερινή.

Γιατί σε ποιον είναι ανοίκειο το «Σε παρακαλώ απόψε, την ψυχή μου βρες και κόψε»;

Τα τραπέζια δεν ήταν γεμάτα, ήταν κι η ώρα σχετικά περασμένη. Δεν έχει βρει ακόμα θαμώνες το μαγαζί να ζεστάνουν την όλη φάση. Τώρα μαθαίνεται, από στόμα σε στόμα. Αρκετοί περνούν, ακούν και κάθονται. Σύντομα, δεν θα βρίσκεις τραπέζι εκεί.

Πολύ κινηματογραφική ατμόσφαιρα.

Η Βαρβάκειος σιγεί από άποψης αγοράς και, στολισμένη, αποτελεί, πια, επιλογή βραδινής εξόδου. Θυμήθηκα τον Βαμβακάρη, κι ας μην παίζουν τα παιδιά ρεμπέτικο (καλό κι αυτό, γιατί αυθεντικά λαϊκό πρόγραμμα δεν βρίσκεις πια), που ήτανε χασαπάκι, που ερχότανε σε επαφή με τα ζώα και με τα αίματα.

Κι ύστερα, γρατζούναγε και το μπουζούκι του.

Η Βαρβάκειος είναι ένας από τους φυσικούς χώρους του αστικού λαϊκού τραγουδιού. Ακόμα κι αν τα τραγούδια που παίζει η ορχήστρα της Πέμπτης στην Μαχαιρίτσα ανδρώθηκαν σε κέντρα με πίστες και σε πιο «νοικουραίικες» ατμόσφαιρες, στην νοτισμένη οδό Αμροδίου, εν έτει 2021, ακουμπούν πολύ φυσικά, πολύ όμορφα.

Η «Μαχαιρίτσα» ανήκει στον Περικλή, τον άνθρωπο πίσω από την δοκιμασμένη από κάθε άποψη και πολύ αγαπημένη, ταβέρνα Κληματαριά, στην Πλατεία Θεάτρου.

Το μαγαζί μάς ειδοποίησε για την ατομική χρέωση (3 ευρώ) και μας είπε ότι σε λίγο κλείνει. Αρκεστήκαμε σε λίγο σκέτο τσίπουρο με πάγο, λοιπόν, και δεσμευτήκαμε να ξαναπεράσουμε για να φάμε και τίποτα.

Άκουσα και διάβασα καλά λόγια για το φαγητό, από έμπιστες πηγές.

Σίγουρα, λίγη περισσότερη ζεστασιά στην εξυπηρέτηση και την υποδοχή μας θα ανέβαζε κι άλλο τον πήχη της βραδιάς.

Σπάνια το βλέπεις αυτό, αλλά οι μουσικοί ήταν πιο χαμογελαστοί και προσηνείς από την κυρία που μας σέρβιρε το τσίπουρο και που ζήτησε, λίγο μετά, να πληρωθεί.

Δεν μας χάλασε καθόλου το κέφι αυτό, φυσικά, εμείς τον χαβά μας, τις κουβέντες μας, τις πενιές και τα τσιγάρα μας.

Ίσως, αξίζει μια επίσκεψη και την Παρασκευή ή το Σάββατο που έχει επίσης ζωντανή μουσική.

Προσωπικά, πάντως, περιμένω ήδη να έρθει η Πέμπτη, να πεινώ, να διψώ. Να καλοντυθώ, να βρω παρέα ταιριαστή, να κάνουμε κέφι στην Αγορά, να την ακούσουμε και λίγο.

Πόσο θα μου άρεσε να δω κάποιον να χορεύει ζεϊμπέκικο εκεί μπροστά στο πάλκο κι ανάμεσα σε καφάσια και πάγκους που ξεκουράζονται…

Πηγή: in.gr

Σχόλια Facebook

Σχολιάστε