Ο Μπάιντεν απέκλεισε την Τουρκία από τη Σύνοδο Κορυφής για τη Δημοκρατία

Στην προεκλογική εκστρατεία για την προεδρία των ΗΠΑ, ο Τζο Μπάιντεν είχε υποσχεθεί να δώσει μάχη ενάντια στις «αυταρχικές κυβερνήσεις». Σχεδόν δύο χρόνια μετά την ανάληψη των καθηκόντων, ο αμερικανός πρόεδρος επιχειρεί να κάνει ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, φιλοξενώντας για πρώτη φόρα «Σύνοδο Κορυφής για τη Δημοκρατία».

Στη Σύνοδο, η οποία θα διεξαχθεί διαδικτυακά στις 9 και 10 Δεκεμβρίου, οι ΗΠΑ έχουν απευθύνει πρόσκληση σε 110 χώρες.

Το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών έδωσε στη δημοσιότητα τον κατάλογο των προσκεκλημένων χωρών, από τον οποίο υπάρχουν ηχηρές απουσίες. Πέρα από τις Ρωσία και Κίνα -η απουσία των οποίων δεν προκαλεί έκπληξη- ο Τζο Μπάιντεν επέλεξε να αφήσει εκτός κι άλλες χώρες, στέλνοντάς τους σαφές μήνυμα για τις πρακτικές που ακολουθούν.

Μεταξύ αυτών, είναι η Τουρκία, η Ουγγαρία και η Αίγυπτος. Επίσης, άλλες αραβικές χώρες που παραδοσιακά διατηρούν στενές σχέσεις με την Ουάσιγκτον -Σαουδική Αραβία, Ιορδανία, Κατάρ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα- λείπουν από τον κατάλογο.

Η ατζέντα της Συνόδου

Η Σύνοδος Κορυφής αναμένεται να επικεντρωθεί σε τρία βασικά θέματα: «Τον αγώνα ενάντια στον αυταρχισμό, την καταπολέμηση της διαφθοράς και την προώθηση του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», σύμφωνα με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ.

Εκτός από τους παγκόσμιους ηγέτες, ο Μπάιντεν θα καλέσει στη Σύνοδο μέλη της κοινωνίας των πολιτών και στελέχη του ιδιωτικού τομέα για μια σειρά εκδηλώσεων που επικεντρώνονται στον «σχεδιασμό συγκεκριμένων δεσμεύσεων για τη σύνοδο κορυφής».

Σε περίπου ένα χρόνο, ο Μπάιντεν θα φιλοξενήσει, επίσης, μια δεύτερη Σύνοδο Κορυφής, αυτή τη φορά με φυσική παρουσία των ηγετών, για να «καταγραφεί η πρόοδος που θα έχει σημειωθεί και να χαραχτεί κοινή πορεία προς τα εμπρός».

Παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων

«Ορισμένες χώρες, όπως η Τουρκία και η Ουγγαρία, δεν έχουν προσκληθεί επειδή οι ηγέτες τους υπονομεύουν τα δημοκρατικά συστήματα εδώ και χρόνια» αναφέρει η ιστοσελίδα Politico.

Οργανώσεις της Kοινωνίας των Πολιτών καλούσαν το τελευταίο διάστημα την αμερικανική κυβέρνηση «να τονίσει στις κυβερνήσεις που θα μετάσχουν στη διάσκεψη, τη σημασία της διαβούλευσης με την κοινωνία χωρίς αποκλεισμούς».

Σημειώνεται πως ο Τζο Μπάιντεν έχει χαρακτηρίσει τον Ταγίπ Ερντογάν «αυταρχικό ηγέτη», ενώ ιδιαίτερα επικριτικές για την Τουρκία είναι οι εκθέσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Άλλωστε, κατά την τελευταία τους συνάντηση τον Οκτώβριο, ο αμερικανός πρόεδρος τόνισε στον τούρκο ομόλογό του τη σημασία των ισχυρών δημοκρατικών θεσμών, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κανόνα της σημασίας του νόμου για την ειρήνη και την ευημερία.

Από τότε που ο Τζο Μπάιντεν ανέλαβε τα ηνία του Λευκού Οίκου, στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η αμερικανική κυβέρνηση δείχνει ξεκάθαρα λιγότερη ανοχή στις παραβιάσεις σε σχέση με τον Ντόναλντ Τραμπ.

Τι αναφέρει η τελευταία έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ

Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση (σ.σ. το 2020) του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, αναφορικά με την Τουρκία:

-Οι πολιτικές αρχές διατηρούν ουσιαστικό έλεγχο επί των αξιωματούχων επιβολής του νόμου, με τους μηχανισμούς για τον εντοπισμό και την επιβολή κυρώσεων σε περιπτώσεις κακοποίησης και διαφθοράς να παραμένουν ανεπαρκείς.

-Από την απόπειρα του πραξικοπήματος, οι αρχές έχουν απολύσει ή θέσει σε αναστολή δεκάδες χιλιάδες μέλη της αστυνομίας, του στρατού και της δικαστικής εξουσίας και έχουν κλείσει πάνω από 1.500 μη κυβερνητικές οργανώσεις επικαλούμενες στοιχεία που συνδέονται με την τρομοκρατία, ιδίως για εικαζόμενες σχέσεις με το κίνημα Γκιουλέν.

-Η κυβέρνηση έχει πάρει ελάχιστα μέτρα για να ερευνήσει, διώξει και τιμωρήσει μέλη των υπηρεσιών ασφαλείας και άλλους αξιωματούχους που κατηγορούνται για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η ατιμωρησία παραμένει πρόβλημα.

-Συνεχίζονται οι αυθαίρετες συλλήψεις και η κράτηση δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων, όπως πολιτικών από την αντιπολίτευση και πρώην μελών του κοινοβουλίου, δικηγόρων, δημοσιογράφων, προασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και υπαλλήλων της αμερικανικής αποστολής, για  υποτιθέμενες σχέσεις με τρομοκρατικές ομάδες.

-Διαπιστώνονται τέλος σοβαροί περιορισμοί στην ελευθερία της έκφρασης, στον Τύπο και το Ίντερνετ: αυτό περιλαμβάνει απειλές για την άσκηση βίας κατά δημοσιογράφων, την άσκηση ποινικής δίωξης κατά δημοσιογράφων και άλλων επειδή άσκησαν κριτική σε κυβερνητικές πολιτικές ή αξιωματούχους καθώς και την άσκηση λογοκρισίας και τον αποκλεισμό ιστοσελίδων.

in.gr