ΣΑΤΙΡΙΖΟΝΤΑΣ: Τα πεπραγμένα μιας δεκαετίας!

Γράφει ο Χρήστος Μαλασπίνας

 

Δέκα χρόνια αγκομαχάμε

Μα  την πένα μας χαλάμε!

Δέκα χρόνια σβήσε γράψε,

Κάτσε μέτρησε και κλάψε

 

Δέκα χρόνια εφημερίδα

Μείναμε μισή μερίδα

Απ το πολύ το γράψε,

Κι απ το πιότερο το κλάψε

 

Απ τ΄ αυτάκια τους τα δύο

Πέρασε ένα ωδείο

Μα κείνοι δεν λογιάζουν

Κι αδιάφορα κοιτάζουν

 

Να περνάει ο καιρός με χάρη

Να μην παίρνουνε χαμπάρι

Τούτο θέλει μαεστρία,

Σαν φιλάνθρωπη κυρία

 

Όπου γεμίζει ή αδειάζει

Ξημερώνει ή βραδιάζει,

Το παγκάρι άδειο, γεμάτο,

άδειο βρήκαμε τον πάτο

 

Και φωνάζουν οι απέξω

Θέ μου βόηθαμέ ν΄αντέξω

Κειά που πρέπουνε να γένουν

Και στο ράφι να μην μένουν

 

Τι ζητούνε; μία ψήφο

και την ρίξανε στον κλήρο
Κι έπειτα άξαφνα μια μέρα

Όλους τους εκάναν πέρα

 

Κι όλο λόγους και τσαλίμια

Όλο γλύκες και τακίμια

Λοβιτούρες κι υποσχέσεις

Και χαθήκανε οι θέσεις!

 

Για ΣΑΕ δεν ήλθε η ώρα,

Τούτο  δα ακούμε τώρα

Και Συμβούλιο σαν ζητάνε

Φυσαλίδες αμολάνε…

 

Δέκα χρόνια μ΄ αγωνία

Περιμένουν στη γωνία

Πότε θε να ξεπροβάλει,

Να του κόψουν το κεφάλι!

 

Δέκα χρόνια εφτά νομάτοι

Μας εβγάλανε το μάτι

Κει που θα βάζαμε το πόδι

Μας επήραν και το βόδι!

 

Κι από μία Γραμματεία

χάσαμε όλα τα πρωτεία,

Μας φορέσανε καπέλο

διπλωμάτες με τσερβέλο!

 

Στην καρέκλα καθισμένος

Αναθυμιέται ο καημένος

Όλα κείνα που απέξω

Θα διόρθωνε  μια κι έξω!

 

Μα σαν επήρε εξουσία

Βάρος έγινε η θυσία

Πάνω από το κοιμητήρι

βάρυνε το θυμιατήρι!

 

Πώς ενώ τα ήξερε  όλα

Και τον φώναζαν ξερόλα

Μόλις μπήκε στο κουρμπέτι

όλα ξέχασε τα “πρέπει”;

 

Και μοναχά για το ονόρε

Και τη φήμη του μινόρε

Κοίταξε σαν πήγε πίσω

Όταν έχασε το ίσο

 

Και  σαν το πήρε το πτυχίο

Πρώτο τού κάτσε λαχείο,

Κι από το πρώτο το θρανίο

Βρέθηκε έξω  απ΄ το υπουργείο!

 

Γράψε, κλάψε και προχώρα

Πουθενά δεν πά η χώρα

Μήτε και η πανδημία

θε να γιάνει με τη μία

 

πάμε γι άλλες παραλίες,

πεντακάθαρες και λείες

Δέκα χρόνια ειν΄ αλήθεια

Πάντα ίδια παραμύθια!