Ελληνική παροικία Ιεροσολύμων

Ιερουσαλήμ.-Δημοσίευμα στην ιστοσελίδα της Yedioth Ahronoth (ynet), αναφέρεται στην απόφαση του Βατικανού να επιστρέψει στην Ελλάδα θραύσματα από τα Γλυπτά του Παρθενώνα, τα οποία βρίσκονταν στην παπική συλλογή για περισσότερο από έναν αιώνα και εκτίθεντο στο Μουσείο του Βατικανού. Συγκεκριμένα, πρόκειται για την κεφαλή ενός αλόγου και τις κεφαλές ενός άνδρα και ενός νεανία.

Τονίζεται πως η κίνηση αποτελεί μία δωρεά εκ μέρους του Ποντίφικα προς τον ίδιο τον επικεφαλής της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο Β’, με στόχο την περαιτέρω διευκόλυνση του διαλόγου μεταξύ των δύο Εκκλησιών.

Το πρακτορειακό δημοσίευμα κάνει σαφές ήδη από τον υπότιτλο ότι το Βρετανικό Μουσείο αρνείται να προβεί σε αντίστοιχη κίνηση, επιστρέφοντας δηλαδή στην Αθήνα την δική του συλλογή από τα περίφημα Γλυπτά του Παρθενώνα, παρόλο που η Ελλάδα αξιώνει επίσημα την επιστροφή τους. Σημειώνεται ακόμα ότι τα εκθέματα στο Λονδίνο είναι προϊόν απόσπασης των αρχαιολογικών θησαυρών από τον Λόρδο Έλγιν κατά την περίοδο που η Ελλάδα βρισκόταν υπό οθωμανική κατοχή, καθώς και το επιχείρημα του Μουσείου ότι οι θησαυροί περιήλθαν στην κατοχή του με νόμιμο τρόπο.

Τέλος, στο άρθρο γίνεται αναφορά στο καλλιτεχνικό και ιστορικό μεγαλείο του Παρθενώνα και της Ακρόπολης των Αθηνών

Το δημοσιευθέν Άρθρο στην Kol Ha’ir

Αναλυτικότερα, στην διαδικτυακή έκδοση μίας τοπικής εφημερίδας των Ιεροσολύμων (Kol Ha’ir) δημοσιεύεται άρθρο του Adam Ackerman με θέμα την ιστορία της ελληνικής συνοικίας των Ιεροσολύμων, γνωστή και ως «ελληνική παροικία».

Πρόκειται για μία γλαφυρή περιγραφή της ιστορίας μίας παροικίας που δημιουργήθηκε και άνθισε στην αυγή του 20ου αιώνα, κατόπιν πρωτοβουλίας του τότε Πατριάρχη Ιεροσολύμων, σε μία προσπάθεια να αποσυμφορηθεί το οικιστικό πρόβλημα του χριστιανικού στοιχείου στην παλιά πόλη.

Η αρχή για την ελληνική γειτονιά έγινε το 1902, όταν το Πατριαρχείο αγόρασε γη σε περιοχή εκτός των τειχών και ξεκίνησε να στεγάζει οικογένειες Ελλήνων (περί τους 400), οι οποίοι στην πλειοψηφία τους ήταν διοικητικοί υπάλληλοι, εργαζόμενοι για την τότε Βρετανική Διοίκηση. Αυτό συνέβαινε επειδή ο εν λόγω πληθυσμός είχε υψηλό μορφωτικό επίπεδο, το οποίο επιτυγχάνετο μέσω της εκπαίδευσης που παρείχαν και οι Σχολές του Πατριαρχείου, οι οποίες ενθάρρυναν την εκμάθηση ξένων γλωσσών.

Ο συντάκτης κάνει λόγο για μία θαλερή παροικία με αξιοσημείωτη αρχιτεκτονική και περιποιημένους χώρους. Ο τοπικός πληθυσμός απαρτιζόταν όχι μόνο από Έλληνες, αλλά και Κυπρίους και κάποιος Αρμένιους. Το ελληνικό στοιχείο ήταν τόσο εμφανές, ώστε ακόμα και οι δρόμοι είχαν εκείνη την εποχή ελληνικά ονόματα. Η παροικία βρέθηκε σε κρίση ακριβώς μετά τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας του Ισραήλ το 1948. Το τέλος του πολέμου βλέπει την παροικία να αδειάζει και τον τοπικό χριστιανικό πληθυσμό να επιστρέφει μαζικά σε Ελλάδα και Κύπρο. Η γειτονιά σταδιακά έχασε την πρώτη της ταυτότητα και από την δεκαετία του ’70 και έπειτα το εβραϊκό στοιχείο επικράτησε ολοκληρωτικά.

Ωστόσο, πολύ αργότερα, δημιουργήθηκε ένα κύμα αποκατάστασης μέρους της παλιάς αίγλης της γειτονιάς. Έγινε προσπάθεια για αναστήλωση των κτηρίων με την χαρακτηριστική αρχιτεκτονική που παρέπεμπε στο ελληνικό στοιχείο και δημιουργήθηκαν χώροι συνάντησης των Ελλήνων που παρέμειναν, αλλά που σήμερα δεν αριθμούν πάνω από πενήντα ανθρώπους. Ο συντάκτης αναφέρεται τέλος στην αναστήλωση ενός τυπικού δείγματος ελληνικής αρχιτεκτονικής της εποχής, την οικία του ιατρού Φώτιου Ευκλείδη, από τον Έλληνα αρχιτέκτονα Ηλία Μεσσίνα, η οποία και προορίζεται να γίνει ένα μικρό μουσείο, για να αποτελέσει φόρο τιμής στον ελληνισμό της περιοχής.

Ο συντάκτης είναι συγγραφέας αρκετών εκδόσεων σχετικά με την ιστορία και την τουριστική ξενάγηση στην πόλη των Ιεροσολύμων.

Kol Ha’ir: «Ελληνική Παροικία- Μία από τις παλαιότερες και πιο ενδιαφέρουσες γειτονιές της πόλης», 18.12., χαρακτηρισμός: θετικό, εδώ.