«Οι Ελληνοαμερικανοί – Ιστορία του Απόδημου Ελληνισμού των Η.Π.Α» Μέρος 54ο

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ

“Ο Μαρκέτος που γνώρισα”

Μέρος της ευθύνης, όμως, για τη μη υλοποίηση του σχεδίου αυτού βαρύνει και τον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο, ο οποίος έλαβε αρνητική θέση με το επιχείρημα ότι και το τελευταίο σεντ των Ελληνοαμερικανών ανήκει δικαιωματικά στην Αρχιεπισκοπή. Αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, το 1974, σε ειδική κυβερνητική σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία υπό την προεδρία του Κων. Καραμανλή, πρωθυπουργού τότε, με την συμμετοχή ολόκληρου του υπουργικού συμβουλίου, εξετάσθηκε για μια ακόμη φορά η ιδέα. Στη σύσκεψη, συμμετείχαν ακόμη ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, καθηγητής Ξενοφών Ζολώτας, ο αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος και ο εκδότης του E.K. Η σύσκεψη δεν κατέληξε σε συγκεκριμένες αποφάσεις, διότι και πάλι ο Ιάκωβος υπήρξε εκφραστής αρνητικών μηνυμάτων. Τακτική, που επανέλαβε και την άλλη μέρα το πρωί στη δεύτερη επί του θέματος συνάντηση και, η οποία επακολούθησε ακριβώς για να υπερπηδηθούν οι δυσκολίες της πρώτης.

Στο σημείο αυτό πρέπει να μνημονευθούν οι ισχυρότατοι φιλικοί δεσμοί που είχε αναπτύξει ο πρώην εκδότης με εξέχουσες προσωπικότητες της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής της αμερικανικής αλλά και της ελληνικής πατρίδος. Ξεχωρίζουν – όπως ολοζώντανα προκύπτει από την υπάρχουσα ογκώδη αλληλογραφία – οι δεσμοί του πρώην εκδότη με τους Κων. Καραμανλή, Γ. Ράλλη, Κων. Μητσοτάκη, Δημ. Παπασπύρου, Ποταμιάνο, πατριάρχη Αθηναγόρα, Ευάγγελο. Αβέρωφ, Παύλο Βαρδινογιάννη, Π. Γουλανδρή, Δημ. Γαλάνη, αρχιεπίσκοπο Μακάριο, Μποδοσάκη Αθανασιάδη, Παλαμά, Βρανόπουλο, Μπάμπη Ποταμιάνο, πρόεδρο Τζίμι Κάρτερ, Πολ Σαρμπάνη κ.ά.

Εξάλλου, τα γραφεία της εφημερίδος στη Νέα Υόρκη είχαν επισκεφθεί όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί που έφταναν απ’ την Ελλάδα, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι Θεμιστοκλής Σοφούλης 1947, Κων. Τσαλδάρης και Σοφοκλής Βενιζέλος 1949, Γεώργιος Μαύρος 1951, Νίκος Παπαπολίτης 1951, Γεώργιος Παπανδρέου 1953, Γεώργιος Ράλλης 1968, ο Εθνάρχης Μακάριος 1974, Δημ. Παπασπύρου 1976. Αλλά και εξέχουσες καλλιτεχνικές προσωπικότητες, όπως οι Κώστας Μουσούρης 1975, Ελένη Βλάχου 1975, Αλέξης Μινωτής 1976 κ.ά.

Ειδικότερα η φιλία του πρώην εκδότη με τον αείμνηστο μεγαλοεπιχειρηματία Μποδοσάκη, συνετέλεσε στην ολοκλήρωση του εργοστασίου λιπασμάτων στην Λάρυμνα, που αποτελεί σήμερα κορυφαία βιομηχανική μονάδα της γενέτειρας.

Ηταν η εποχή που ο μεγαλοβιομήχανος, έχοντας επενδύσει το σύνολο του ρευστού που διέθετε, αναζητούσε δάνειο από την Τράπεζα της Ελλάδος, για την ολοκλήρωση του μεγαλεπήβολου έργου του.

Οι σχέσεις του με τον Κων. Καραμανλή βρίσκονταν στο ναδίρ, καθώς ο τελευταίος θεωρούσε τον μεγαλοεπιχειρηματία ως υποκινητή της “ανταρσίας” των 12 βουλευτών του το 1958, που τον είχε οδηγήσει σε πρόωρες εκλογές.

Ετσι, μέσα στο κακό κλίμα, ο τότε διοικητής της Τράπεζας, κ. Ματζαβίνος, ζήτησε από τον Μποδοσάκη να βάλει υποθήκη το σπίτι του στο Ψυχικό προκειμένου να του παραχωρήσει το δάνειο. Προσβολή ασήκωτη για τον Μικρασιάτη και από τους πλουσιότερους Ελληνες όλων των εποχών, με αποτέλεσμα να αποφασίσει να σταματήσει το τεράστιο έργο.

Μπροστά σ’ αυτόν τον εθνικό κίνδυνο, ο Μπάμπης Μαρκέτος συνέλαβε την ιδέα να συμφιλιώσει τους δύο άνδρες. Επιστρατεύοντας στην προσπάθειά του αυτή και τους κορυφαίους τότε (1960) Αθηναίους συναδέλφους του, Κωστή Μπαστιά και Λεύτερη Κωτσαρίδα, πέτυχε τελικά την ιστορική συνάντηση Καραμανλή-Μποδοσάκη στο σπίτι του πρώτου στην οδό Καρνεάδου, στο Κολωνάκι, που έλιωσε τους πάγους, άνοιξε τους κρουνούς της Τράπεζας της Ελλάδος κι έτσι ολοκληρώθηκε ανεμπόδιστα πλέον το εργοστάσιο της Λάρυμνας.

Μία άλλη εντυπωσιακή δραστηριότητα που ανέπτυξε ο Μπάμπης Μαρκέτος στη δεκαετία του ‘50 αφορά στο γεγονός ότι για πολλά χρόνια υπήρξε ο ιθύνων νους της ναυτιλιακής εταιρείας του Ποταμιάνου Greek Line, η οποία με το υπερωκεάνιο Ολυμπία διέσχιζε τον Ατλαντικό, αποτελώντας τη ζωντανή γέφυρα επικοινωνίας των ομογενών με την ελληνική πατρίδα.

Τη δραστηριότητά του αυτή, καθώς και άλλες εμπορικής υφής με την πρώην ελληνική εταιρεία μπύρας Φιξ κανείς δεν έμαθε ποτέ. Όπως ελάχιστοι γνώριζαν το εμπορικό συμβόλαιο που είχε συνάψει το 1973 με τον αείμνηστο Αριστοτέλη Ωνάση και το οποίο εξασφάλιζε στον “Κήρυκα” διαφημιστικές καταχωρίσεις της Ολυμπιακής Αεροπορίας ύψους 70.000 δολαρίων ετησίως, ποσό εξαιρετικά σημαντικό για την εποχή εκείνη.

Η αναγνώριση της προσφοράς του Μπάμπη Μαρκέτου στον Ε.Κ. στην Ομογένεια και στην ελληνική πατρίδα κορυφώθηκαν με την επίσημη τελετή στην ελληνική πρεσβεία στην Ουάσιγκτον, που διοργάνωσε προς τιμήν του το Μάρτιο του 1977 κατ’ εντολή της ελληνικής κυβερνήσεως ο τότε πρέσβης της Ελλάδας, Μενέλαος Αλεξανδράκης.

Λίγες μέρες νωρίτερα, στην τελετή παραλαβής και παράδοσης που είχε γίνει στα γραφεία του “Κήρυκα”, ο πρέσβης, μετά από σχετική εισήγηση του πρωθυπουργού Κων. Καραμανλή στον πρόεδρο της Δημοκρατίας, είχε απονείμει στον Μπ. Μαρκέτο το παράσημο της Ελληνικής Δημοκρατίας. Είχαν προηγηθεί οι τιμητικές απονομές προς τον Μπάμπη Μαρκέτο από την Ελληνική Πολιτεία, ο Χρυσός Σταυρός του Φοίνικος (Οκτώβριος 1949), ο Σταυρός των Ταξιαρχών (Δεκέμβριος 1959), ο Σταυρός των Ταξιαρχών του Τάγματος Γεωργίου Α’ (Ιούνιος 1965), ο Ταξιάρχης του Τάγματος Τιμής (Μάρτιος 1977), από την Κυπριακή Δημοκρατία, αργυρά πλάκα του χάρτη της Κύπρου με χαραγμένη προσωπική αφιέρωση του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Μακαρίου (1977), από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και από τον πατριάρχη Αθηναγόρα, ο τίτλος του Άρχοντος Νοταρίου και ο Σταυρός του Αγίου Όρους, από την Εκκλησία της Βορείου και Νοτίου Αμερικής και από τον αρχιεπίσκοπο Μιχαήλ, το χρυσό μετάλλιο της Ι. Αρχιεπισκοπής Αμερικής.

Στη λιτή εκείνη εκδήλωση ο πρέσβης, κ. Αλεξανδράκης, διάβασε προσωπικό μήνυμα του τότε πρωθυπουργού Κων. Καραμανλή, το οποίο αναφερόταν “στους δύσκολους αγώνες” και την άμεση συμμετοχή του E.K.  στην “ενεργοποίηση της συμπαραστάσεως της Ομογένειας σε όλες τις κρίσιμες στιγμές του Εθνους.” Και επί λέξει σημείωνε ο Κων. Καραμανλής: “Θα απετέλη παράλειψη αν με την ευκαιρία αυτή δεν σου εξέφραζα τις ευχαριστίες μου για την κατανόηση με την οποία παρακολούθησες τους πολιτικούς αγώνες μου. Σου εύχομαι υγεία και ευτυχία.

Ο πρώην πρωθυπουργός Κων. Μητσοτάκης στο δικό του θερμό μήνυμα, αφού ιδιαίτερα στενός ήταν και ο σύνδεσμος που είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους, τόνιζε: “Θυμάμαι με αγάπη τον αγώνα σου στο Εθνος και τη δημοκρατία, καθώς και τη φιλία με την οποία με περιέβαλες σε δύσκολες στιγμές.” Αλλά και ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, Τζίμι Κάρτερ, αναφερόμενος στον απερχόμενο εκδότη σημείωνε μεταξύ άλλων ότι “ ο Ε.Κ. απολαμβάνει εξαιρετικής υπολήψεως (…) κατέστη αποφασιστική δύναμη για τη διατήρηση του ελληνικού πνεύματος και παραδόσεως (…) έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό των αναγνωστών του.”

Ο εθνάρχης της Κύπρου Μακάριος στο δικό του μήνυμα σημείωνε μεταξύ άλλων: “.Αποχωρών ο Μπάμπης Μαρκέτος καταλείπει εις την εφημερίδα το ειδικό του παράδειγμα και υπόδειγμα. Και η εφημερίς, την οποίαν ανέπτυξε εις πολύπλευρον έπαλξιν ευγενών αγώνων και προβολέα του εθνικού φωτός, θα συνεχίσει την έκδοσή της και την πολύτιμον εθνικήν προσφοράν της ακολουθούσα την ωραίαν αγωνιστικήν παράδοσιν που εδημιούργησεν. Η Κύπρος εύρεν εις το πρόσωπον του Μπάμπη Μαρκέτου έναν πολύτιμον φίλον και θαρραλέον αγωνιστήν και θερμόν συνήγορον των δικαίων της.”

Τον Μάρτιο του 1977, ο Μπάμπης Μαρκέτος επιστρέφει στην Ελλάδα. Έκτοτε απέφυγε να ασχοληθεί ενεργά με τα δημόσια πράγματα, αν και του έγιναν σχετικές προτάσεις από τον Κων. Καραμανλή. Αρνήθηκε ακόμη και να δώσει συνεντεύξεις ή άλλως πώς να προσελκύσει επάνω του τα φώτα της δημοσιότητος. Ενδεικτική είναι η περίπτωση του δημοσιογράφου Γιάννη Μιχαλάκη, ο οποίος τον επισκέφθηκε τον Απρίλη του 1988 στο σπίτι του στο Χαλάνδρι.

Λίγες μέρες αργότερα δημοσίευσε στον Ε.Κ. κείμενο εντυπώσεων, το οποίο αναδημοσιεύουμε εδώ – με την άδειά του πιστεύουμε – καθώς περιγράφει με γλαφυρότητα την ανθρώπινη πλευρά του πρώην εκδότη.

Σημειώνει εκεί ο κ. Μιχαλάκης: “Σ’ ένα καλοβαλμένο σπίτι αθηναϊκού προαστίου ζει σήμερα ο κ. Μπάμπης Μαρκέτος με την όμορφη, πάντα γελαστή σύζυγό του. Με δέχτηκαν εγκάρδια και παρά το γεγονός ότι οι τρόποι καλής  συμπεριφοράς επέβαλλαν να μείνω λίγη ώρα, η επίσκεψη μετατράπηκε σε …αρμένικη, αφού έμεινα εκεί τρεις ολόκληρες ώρες.

Και τι δεν είπαμε. Σ’ εμένα δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω έναν άνθρωπο που μόνο από αφηγήσεις τρίτων ήξερα. Έναν άνθρωπο που κράτησε  το τιμόνι του «Ε.Κ.» τριάντα ολόκληρα χρόνια ως εκδότης-διευθυντής και πέντε ως βοηθός εκδότη. Οταν δηλαδή πούλησε τον ‘Εθνικό Κήρυκα’ ο κ. Μπάμπης Μαρκέτος είχε μείνει στην καρέκλα του «πρώτου» περισσότερο από τα μισά χρόνια της εφημερίδας!

Επιδίωξή μου ήταν να αντλήσω ένα μέρος της σοφίας, των γνώσεών του πάνω σε πρόσωπα και πράγματα που συνθέτουν την Ομογένειά μας,  την ιστορία του ξεριζωμένου Ελληνισμού.

Σ’ εκείνον, πιστεύω, δόθηκε η ευκαιρία να θυμηθεί παλιές ιστορίες, αγώνες και αγώνες, ανθρώπους, καλές και κακές στιγμές του Ελληνισμού  της Αμερικής. Γιατί (και παρακαλώ να μη θεωρηθεί αυτό σαν εκδήλωση αλαζονικής εγωπάθειας) οι δημοσιογράφοι ζούμε εντονότερα από τους αναγνώστες τις μεγάλες στιγμές.

Ζούμε το γεγονός την ώρα που γίνεται, μια-μια τις στιγμές που το συνθέτουν για να το ολοκληρώσουμε σαν κείμενο και να το δώσουμε  πλήρες σ’ εσάς. Κι αυτή είναι νομίζω η γοητεία της δουλειάς μας. Η σύνθεση της δουλειάς μας. Η σύνθεση της είδησης στιγμή προς στιγμή, στοιχείο προς στοιχείο. Γι’ αυτό και τα χρόνια υπηρεσίας στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας πιάνουν περισσότερο χώρο στη μνήμη μας ακόμη και από εκείνα που αφιερώνουμε στην οικογένειά μας.

Απόδειξη ο κ. Μπάμπης Μαρκέτος. Αν και δεν το ξέρω, πιστεύω ότι δεν θα μπορούσε ν’ ανεχθεί την παρουσία μου τόσες ώρες αν δεν του ξυπνούσα παλιές μνήμες. Αν δεν τον γύριζα χρόνια πολλά πίσω για να  ξαναζήσουμε καταστάσεις και ν’ αναστήσουμε πρόσωπα βιολογικά αναπαυμένα.

Θα πρέπει εδώ να κάνω μια δήλωση. Ο κ. Μπάμπης Μαρκέτος μου ζήτησε να θεωρήσω τη συνάντηση και συζήτησή μας ιδιωτική και να μη δημοσιεύσω τίποτα. Σεβάστηκα τη θέλησή του κατά το ήμισυ. Κρατώ στην κουβέντα μας τον ιδιωτικό χαρακτήρα της, γράφω όμως όσα έγραψα. Κι αυτό όχι γιατί θέλω να εγγράψω …κάποια υποθήκη εύνοιας. Φαντάζομαι 30  χρόνια θα βαρέθηκε να βλέπει τ’ όνομά του τυπωμένο. Παραβαίνω την υπόσχεση, που μισοέδωσα, είναι αλήθεια, γιατί όπως του είπα και στο διάδρομο, λίγο πριν φύγω, σήμερα, κάποιοι αναγνώστες θα τον φέρουν στη μνήμη τους. Και σ’ αυτούς τους αναγνώστες χρωστάει να δώσει το στίγμα του. Ίσως κάτι περισσότερο. Να τελειώσει και – κυρίως – να τυπώσει τους τρεις τόμους των αναμνήσεών του. Τους χρειάζεται τους  τόμους αυτούς, η ιστορία του ξεριζωμένου Ελληνισμού που πρόκοψε και διακρίθηκε στην Αμερική.

Σήμερα, μέσα από τη στήλη αυτή δίνω την πληροφορία ότι είναι μια χαρά στην υγεία του και – με την άδειά του φαντάζομαι – τον χαιρετισμό του στους αναγνώστες και φίλους του.”

ΑΥΡΙΟ Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ