«Οι Ελληνοαμερικανοί – Ιστορία του Απόδημου Ελληνισμού των Η.Π.Α» Μέρος 16o

Προσπάθειες για την επιστροφή του Κωνσταντίνου

Επί ενα σχεδόν χρόνο, μετά το τέλος του πολέμου, ο Βενιζέλος απουσίαζε κατά το πλείστον στο Παρίσι μαχόμενος για την ικανοποίησι των ελληνικών εδαφικών διεκδικήσεων. Τα στελέχη του κόμματος των Φιλελευθέρων, που ουσιαστικά κατηύθυναν τα εσωτερικά πράγματα της χώρας, έδειχναν συχνά στενότητα ήθους, μνησικακία, και κακότητα έναντι των πολιτικών αντιπάλων τους. Με την πάροδο του χρόνου, οι βασιλόφρονες άρχισαν να αναθαρρύνουν και να ανασυγκροτούν το πολιτικό τους στρατόπεδο, που ουσιαστικά αντιπροσώπευε τους μισούς σχεδόν Έλληνες.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες επίσης, η δράσις των βασιλοφρόνων αναζωπυρώθηκε μετά το τέλος του πολέμου. Καθώς δεν αντιμετώπιζαν πια το στίγμα της Γερμανοφιλίας, η δράσις τους ήταν ευκολώτερη. Την άνοιξι του 1919, άρχισε να εκδίδεται στην Νέα Υόρκη μια εβδομαδιαία εφημερίς με τον τίτλο Νομοταγής.[1] Η πολιτική της γραμ­μή ήταν ακραιφνώς φιλοβασιλική. Σε κάθε σελίδα της εδιάβαζε κανείς λιβέλλους κατά του Βενιζέλου, τον οποίον η εφημερίς αυτή εθεωρούσε ως τον καταστροφέα της Ελ­λάδος.

Κεντρική γραμμή της εφημερίδος ήταν η ανάγκη να αποκατασταθή στον θρόνο ο Κωνσταντίνος. Η εφημερίς στα κύρια άρθρα της απηύθυνε εκκλήσεις προς τον πρόε­δρο Ουίλσων, του οποίου επεκαλείτο τα δημοκρατικά αισθήματα, για την “αποκατάστασι της νομιμότητος” στην Ελλάδα, με την αιτιολογία ότι ή στρατιωτική επέμβασις των Αγγλογάλλων τον Νοέμβριο του 1917 είχε οδηγήσει στην βιαία ανατροπή της καθεστηκυίας τάξεως και στην αντισυνταγματική απομάκρυνσι του Κωνσταντίνου.

Επί πλέον, οι εν Αμερική βασιλόφρονες, όπως οι εν Ελλάδι ομόφρονές τους, έβλεπαν με αμφίβολη ικανοποίησι τις διπλωματικές επιτυχίες του Βενιζέλου. Ιδίως η εγκατάστασις του ελληνικού στρατού στην Σμύρνη εθεωρείτο ως μια τυχοδιωκτική ενέργεια, που πιθανόν να είχε καταστρεπτικές επιπτώσεις. Την άποψι αυτή υπεστήριξε στο βιβλίο του, King Constantine I and the Greek People  (Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος και o Ελληνικός Λαός) ο αμερικανός δημοσιογράφος Πάξτον Χίμπεν, παλαιός φίλος και υποστη­ρικτής των βασιλοφρόνων στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο Χίμπεν είχε αναπτύξει έντονη δραστηριότητα και κατά την πρώτη περίοδο του Διχασμού, με εμφανίσεις και ομιλίες του σε συγκεντρώσεις βασιλοφρόνων. Το βιβλίο αυτό, το είχε γράψει κατά μέγα μέρος τρία σχεδόν χρόνια ενωρίτερα, αλλά η έξοδος της Αμερικής στον πόλεμο και η αλλαγή του κλίματος είχαν καθυστερήσει την έκδοσι. Με το τέλος του πολέμου και την αναρρίπισι της διαμάχης μεταξύ βενιζελικών και βασιλοφρόνων, ο  Χίμπεν πρόσθεσε νέο υλικό στο αρχικό κείμενο και προέβη στην εκδοσί του.

Ο Χίμπεν, τον Ιούλιο του 1920, έστειλε ανταποκρίσεις από την Σμύρνη, τις όποιες ανεδημοσίευσε στα ελληνικά ο Νομοταγής, και στις όποιες ο αμερικανός δημοσιογρά­φος έκανε την απαισιόδοξη πρόβλεψι οτι ο ελληνικός στρατός, εξαντλημένος υστέρα από μια δεκαετία σχεδόν πολεμικών αγώνων, δεν ήταν σέ θέσι να αντιμετώπιση τον στρατό που ωργάνωνε στην Ανατολία ο Μουσταφά Κεμάλ.

Οι βενιζελικοι αντέκρουαν με περιφρόνησι τις απαισιόδοξες αυτές απόψεις και αντιπαρέβαλλαν τα διπλω­ματικά επιτεύγματα του Βενιζέλου, που οικοδομούσε την “Ελλάδα των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων.” Η υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, που επισημοποιούσε την Μεγάλη Ελλάδα –με τα ελληνικά σύνορα ουσιαστικά στα πρόθυρα της Κωνσταντινουπόλεως– εφάνηκε να δικαιώνη τον Βενιζέλο. Ο Εθνικός Κήρυξ υπεδέχθη με ακράτητο ενθουσιασμό την υπογραφή της Συνθήκης και κατεκεραύνωσε εκείνους που άπό φανατισμό δεν ήθελαν να δεχθούν και να αγκαλιάσουν την πραγμάτωσι των προαι­ώνιων ονείρων.

Είναι χαρακτηριστικό της νοοτροπίας των Ελληνοαμερικανών της εποχής, το ότι ο ελληνόφωνος Τύπος στις Ηνωμένες Πολιτείες έδειχνε ελάχιστο ενδιαφέρον για τα αμερικανικά πολιτικά πράγματα. Καίτοι η Αμερική βρισκόταν στις παραμονές προεδρικών εκλογών, οι στήλες των ελληνοαμερικανικών εφημερίδων δεν ησχολουντο με την προεδρική προεκλογική εκστρατεία ούτε στις μικρές των ειδήσεις. Το ενδιαφέρον τους ήταν συγκεντρωμένο στις ελληνικές πολιτικές υποθέσεις. Και οσάκις έστρεφαν την προσοχή τους προς τον εκλογικόν αγώνα των υποψη­φίων προέδρων, το έπρατταν πάντα σε συνάρτησι με τις επιπτώσεις που θα είχε η εκλογή του Δημοκρατικού Κοξ ή του Ρεπουμπλικάνου Χάρντινγκ πάνω στην εξέλιξι των ελ­ληνικών υποθέσεων, και ιδίως πάνω στην ικανοποίησι τών εδαφικών διεκδικήσεων της Ελλάδος.

Το ενδιαφέρον των Ελληνοαμερικανών και του ελληνοφώνου Τύπου για τις ελληνικές πολιτικές υποθέσεις, κο­ρυφώθηκε με την απόφασι του Βενιζέλου να διάλυση την Βουλή και να προκήρυξη εκλογές για την 1η Νοεμβρίου 1920. Με την επάνοδο του στην εξουσία τό 1917, ο Βενιζέ­λος είχε επαναφέρει στην ενέργεια την Βουλή που είχε εκλεγή το 1915, πριν από το ανοιχτό ξέσπασμα του Διχασμού.

Στήν Βουλή εκείνη, το κόμμα των Φιλελευθέρων είχε πλειοψηφία. Βάσει του Συντάγματος, η θητεία της Βουλής του 1915 έπρεπε να είχε τελειώσει το 1919. Αλλά η ανάγκη να αποφευχθούν πολιτικοί κλυδωνισμοί ενώ ακόμη εκκρεμούσαν στην Διάσκεψι της Ειρήνης οι ελληνικές αξιώσεις, είχε οδηγήσει στην παράτασι της θητείας της Βουλής πέρα από την καθιερωμένη τετραετία. Με την υπογραφή της Συνθήκης τών Σεβρών, ο Βενιζέλος έκρινε ότι όχι μόνο επεβάλλετο η προσφυγή στις κάλπες, αλλά και ότι ο διπλωματικός του θρίαμβος του επέτρεπε να προσβλέπη με αισιοδοξία προς το εκλογικό αποτέλεσμα.

Οι Εκλογές του 1920

Με την δεινή ήττα που υπέστη το κόμμα των Φιλελευ­θέρων στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου, άνοιξε μια καινούργια φάσι, που θα είχε τραγική κατάληξι. Οι βασιλόφρονες, φυσικά, υπεδέχθησαν με παραλήρημα ενθουσια­σμού την εκλογική ήττα του Βενιζέλου, και την επάνοδο του Κωνσταντίνου. Τέσσερεις χιλιάδες ελληνοαμερικανοί βασιλόφρονες συγκεντρώθηκαν στην Νέα Υόρκη για να γιορτάσουν το γεγονός. Οι βενιζελικοί, αλλά και γενικά οι φιλελεύθεροι αμερικανικοί κύκλοι εδέχθησαν με κατάπληξι την εκλογική ήττα του Βενιζέλου, ακόμα πιο δυσ­εξήγητη ύστερα από τους διπλωματικούς θριάμβους που είχε καταγάγει στο Παρίσι. Ύστερα από την πρώτη σύγχυσι, οι βενιζελικοι κύκλοι άρχισαν να προετοιμάζωνται για την προπαγανδιστική αντεπίθεσί τους. Κύριος στόχος τους τούς πρώτους μήνες μετά την επάνοδο του Κωνσταν­τίνου στον θρόνο, ήταν η σύζυγος του πρίγκιπος Χριστό­φορου, η Αμερικανίς πρώην σύζυγος του εκατομμυριούχου Γουίλιαμ Λιντς (William Leeds). Οι Φιλελεύθεροι εξαπέλυσαν μύδρους εναν­τίον της αμερικανίδος αυτής, που την κατηγορούσαν ότι είχε χρησιμοποιήσει τα δολλάριά της για να επηρεάση το εκλογικό αποτέλεσμα στην Ελλάδα και να επιτύχη την επάνοδο του Κωνσταντίνου. Η κατηγορία είχε βέβαια αρκετή δόσι υπερβολής, αλλά στην ηλεκτρισμένη ατμόσφαι­ρα της εποχής δεν ήταν εύκολο να διερεύνηση κανείς την αλήθεια. [2]

Οι θριαμβολογίες των βασιλοφρόνων Ελληνοαμερικανών είχαν το αντίκρυσμά τους στις διαμαρτυρίες και τις εκκλήσεις των βενιζελικών. Οι βενιζελικοί Φιλελεύθεροι του Σικάγου σε συγκεντρώσεις τους ενέκριναν ψηφίσματα στα οποία εκαλούσαν τις κυβερνήσεις Αγγλίας και Γαλλίας “ως τις προστάτιδες δυνάμεις” να επέμβουν και πάλι και να επανα­φέρουν “τον σωτήρα Ελευθέριο Βενιζέλο” στην εξουσία. Οι Φιλελεύθεροι Ελληνοαμερικανοί εκινητοποίησαν τους αμερικανούς φίλους των σε μια επίμονη προσπάθεια να επιτύχουν την διπλωματική απομόνωσι του ελληνικού καθεστώτος και έτσι να επιταχύνουν, όπως ήλπιζαν, την εκ νέου απομάκρυνσι του Κωνσταντίνου.

Ένα από τα θέματα που ετροφοδότησαν τις πυρές της διαμάχης, ήταν και η οικονομική ενίσχυσις της Ελλάδος εκ μέρους των Συμμάχων. Τον Φεβρουάριο του 1918, οι κυβερνήσεις Αγγλίας, Γαλλίας, και Ηνωμένων Πολιτειών, είχαν υπογράψει με την κυβέρνησι Βενιζέλου συμφωνία για την παροχή πολεμικού δανείου. Εις αντάλ­λαγμα, η Ελλάς ανελάμβανε την υποχρέωσι να αναλάβη στρατιωτικές επιχειρήσεις στο μέτωπο της Μακεδονίας και στο Αιγαίο. Η Ουάσιγκτων είχε ανοίξει, βάσει της συμφωνίας αυτής, μια πίστωσι πενήντα περίπου εκατομμυρίων δολλαρίων επ’ ονόματι της ελληνικής κυβερνήσεως.

Με την πτώσι του Βενιζέλου, η Αγγλία και η Γαλλία απεφάσισαν να σταματήσουν την εφαρμογή της συμφωνίας, με το επιχείρημα οτι η συμφωνία αφορούσε την πε­ρίοδο του πολέμου και δεν ανεφέρετο στις μεταπολεμικές επιδιώξεις της Ελλάδος. Το ερώτημα που αντιμετώπισαν οι Ελληνοαμερικανοι ήταν ποια θα έπρεπε να είναι η στάσις της Ουάσιγκτον πάνω στην περαιτέρω εφαρμογή της συμφωνίας.

Φυσικά, οι βασιλόφρονες, με επικεφαλής πάντοτε την Ατλαντίδα, εζήτησαν την εφαρμογή της συμφωνίας, με το επιχείρημα ότι η συμφωνία αφορούσε το Ελληνικό Κράτος και ότι, συνεπώς, η αλλαγή κυβερνήσεως δεν δικαιολογούσε την μονομερή ακύρωσι της συμφωνίας. Οι Φιλελεύθεροι κύκλοι, από την άλλη πλευρά, με τον Εθνι­κό Κήρυκα στην πρωτοπορία, υπεστήριζαν ότι η συνέχισις της δανειοδοτήσεως θα εθεωρείτο ως αποδοκιμασία του Βενιζέλου και έγκρισις του Κωνσταντινικού καθεστώτος. Τελικά, η αμερικανική κυβέρνησις δεν επήρε συγκεκριμένη θέσι πάνω στην αντιδικία αυτή. Απλώς άφησε να περάση ο καιρός χωρίς να προβαίνη στις διοικητικές ενέρ­γειες που προϋπέθετε η καταβολή χρημάτων βάσει του δανείου.

Η Συνθήκη των Σεβρών

Πολύ πιο δύσκολους προβληματισμούς εδημιουργούσε το θέμα της Συνθήκης τών Σεβρών. Οι βενιζελικοί δεν μπο­ρούσαν βέβαια να πάρουν την θέσι ότι η συμφωνία είχε γίνει με την κυβέρνησι Βενιζέλου και συνεπώς δεν αφορούσε το νέο καθεστώς στην Αθήνα. Η Συνθήκη εκείνη ήταν όχι μόνο η αποκατάστασις της Μεγάλης Ιδέας αλλά και ο μεγαλύτερος διπλωματικός θρίαμβος του Βενιζέλου.

Τό οτι ο Βενιζέλος, απλός πολίτης πια, είχε πάει στο Λονδίνο για να αποτρέψη την δραστική μεταβολή και ουσια­στική ακύρωσι της Συνθήκης των Σεβρών από την Διάσκεψι που είχε συνέλθει στην βρετανική πρωτεύουσα τον Φεβρουάριο, ενίσχυε ακόμη περισσότερο εκείνους που υπεστήριζαν ότι έπρεπε να καταβληθή κάθε προσπάθεια για να υιοθετήση η αμερικανική κυβέρνησις ευνοϊκή στάσι έναντι των ελληνικών θέσεων. Υπήρχε, βέβαια, μια αντίφασις στην αρνητική στάσι των Φιλελευθέρων έναντι της συνεχίσεως του δανείου προς την Ελλάδα και στην υποστήριξί τους προς την Συνθήκη των Σεβρών. Και τούτο, γιατί η διατήρησις των εδαφών που η Συνθήκη τών Σεβρών είχε θέσει υπό τον ελληνικό έλεγχο, ιδίως στην Μικρά Ασία, προϋπέθετε ισχυρό στρατό και εύρωστη οικονομία. Χωρίς εξωτερική οικονομική ενίσχυσι, η ελληνική υπόθεσις ήταν εκ προοιμίου καταδικασμένη –και χωρίς  ακόμη την μεταστροφή των προθέσεων Αγγλίας και Γαλλίας και την εντονότερη επεκτατική πολιτική της Ιταλίας. Την απλή αυτή διαπίστωσι, ατυχώς, την συσκότιζε –όπως θα συνέβαι­νε και άλλες φορές εις το μέλλον– ο φανατισμός και η μισαλλοδοξία.

Την διατήρησι της Συνθήκης των Σεβρών αλώβητη και αμετακίνητη ζητούσε στην καθημερινή σχεδόν αρθρογραφία του ο Εθνικός Κήρυξ. Στην εκστρατεία του αυτή, ο Εθνικός Κήρυξ είχε συμμάχους όχι μόνο τους ελληνοαμερικανούς Φιλελευθέρους, αλλά και πολλούς Αμερικα­νούς που έβλεπαν με συμπάθεια την ελληνική θέσι. Δημοσιογραφικά όργανα όπως η Κρίστιαν Σάϊενς Μόνιτορ[3] ή η Μπόστον Χέραλντ (Boston Herald), διετύπωναν σέ άρθρα, ή σέ ανταποκρίσεις τους από την περιοχή, φόβους για την τύχη των ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας, όταν θα εξαπέλυε ο Κεμάλ την αντεπίθεσι που προετοίμαζε με την οικονομική ενίσχυσι της Σοβιετικής Ρωσίας, που του είχε δώσει 10.00,0.000 χρυσά ρούβλια, και την ανοχή, ακόμα και ενίσχυσι, των Ιτα­λών και των Γάλλων. Η ακύρωσις της Συνθήκης των Σε­βρών, υπεστήριζαν κύκλοι των Φιλελευθέρων, θα αποτελούσε το σινιάλο που θα άνοιγε τον δρόμο στην κεμαλική αντε­πίθεσι.

Τον Φεβρουάριο του 1921, ενώ η Διάσκεψις του Λονδίνου εμελετούσε την ουσιαστική ανατροπή της Συνθήκης των Σεβρών και την εγκατάλειψι της Ελλάδος, μια επι­τροπή φιλελευθέρων Αμερικανών και Ελληνοαμερικανών επεσκέφθη τον τότε υπουργό των Εξωτερικών Κόλμπι (Colby) και διεμαρτυρήθη για την μελετωμένη αναθεώρησι της Συνθή­κης των Σεβρών.

Στο υπόμνημα της, η επιτροπή εκείνη ετόνιζε ότι “το σφάλμα μιας μερίδος του ελληνικού λαού (να επαναφέρη τον Κωνσταντίνο) δεν επιτρέπεται να αποτελέση την δικαιολογία για να προκληθή μια νέα τραγωδία εις βάρος της ελληνικής φυλής.” Στην προφορική τους παρουσίασι, τα μέλη της Επιτροπής ετόνισαν ότι η τυχόν αναθεώρησις της Συνθήκης θα είχε ως αποτέλεσμα, είτε να περάσουν και πάλι οθωμανική διοίκησι χριστιανικοί πληθυσμοί, είτε να επαναληφθή εναντίον των ελληνικών πληθυσμών μια ανάλογη τραγωδία με εκείνη της σφαγής των Αρμενίων λίγα χρόνια ενωρίτερα. Ανάλογα επιχειρήματα παρουσίασε η επιτροπή, όταν επεσκέφθη τους πρεσβευτές της Αγγλίας, της Γαλλίας, και της Ιαπωνίας στην Ουάσιγκτων. Αντίγραφο του υπομνήματος εστάλη και στην Κοινωνία τών Εθνών.

Την προσπάθεια της επιτροπής υπεστήριξαν με συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις τους χιλιάδες Ελληνοαμερικανοί στην Νέα Υόρκη και στο Σικάγο. Η άνοδος στο προεδρικό αξίωμα του ρεπουμπλικάνου Χάρντιγκ, δεν φαίνεται να είχε άμεση επίδρασι ούτε στην στάσι αλλά ούτε και στα επιχειρήματα των ελληνοαμερικανών Φιλελευθέρων.

Το γεγονός ότι η Ρεπουμπλικανική κυβέρνησις δεν συνέχιζε την δανειοδότησι της Ελλάδος βάσει της συμφωνίας του 1917, αποτελούσε ένδειξι ότι η άνοδος του Ρεπουμπλικάνου προέδρου στην εξουσία δεν εσήμαινε μεταστροφή υπέρ του Κωνσταντίνου. Από την άλλη πλευρά, η τάσις του απομονωτισμού, που ήταν εντονώτερη στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα, δεν ευνοούσε ενεργό αμερικανική επέμβασι υπέρ των ελληνικών αιτημάτων. Επί πλέον, οι ελληνοαμερικανοί Φιλελεύθεροι είχαν ταχθή σχεδόν χω­ρίς εξαίρεσι υπέρ του Δημοκρατικού υποψηφίου κατά την προεδρική εκστρατεία – τουλάχιστον οσάκις έπαιρναν λίγο καιρό από τα ελληνικά πράγματα για να ασχοληθούν με την προεκλογική εκστρατεία στην Αμερική το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1920– και, συνεπώς, οι σχέσεις με την Ρεπουμπλικανική κυβέρνησι Χάρντιγκ δεν μπορούσαν να είναι και τόσο εγκάρδιες.

 


[1] Νομοταγής  (The Loyalist): Εβδομαδιαία ελληνόγλωσση εφημερίδα της Νέας Υόρκης, ιδιοκτησίας Παντελή Σιώρη, “Όργανο των Ελληνοαμερικανών Loyalists”. Επρόκειτο για την εφημερίδα των βασιλοφρόνων, η οποία εκδόθηκε μετά την απομάκρυνση του Κωνσταντίνου από το θρόνο.

 

[2] Ο Χριστόφορος  (1888-1940)  ήταν ο νεότερος γιος του Γεωργίου Α’, αδελφός του βασιλιά Κωνσταντίνου. Ο Χριστόφορος  “ο πιο ασήμαντος ίσως από τα τέκνα του Γεωργίου”, (όπως σημειώνει ο Γιάννης Γιανουλόπουλος στο βιβλίο του ‘Η Ευγενής μας Τύφλωσις’. Εξωτερική Πολιτική και ‘Εθνικά Θέματα’ από την Ήττα του 1897 έως τη Μικρασιατική Καταστροφή, [Βιβλιόραμα], Αθήνα 2001, 3η έκδοση, σ. 235. , ήταν φανατικός αντιβενιζελικός, ο οποίος πίστευε –και το έγραψε στα Απομνημονεύματά του ( Memoirs of  H.R.H. Prince Christopher of Greece (1938)–  ότι ο Βενιζέλος ήταν άτομο “μεικτής καταγωγής, τουρκικής, εβραϊκής και αρμενικής” και πως ο πατέρας του “φρόντισε όταν γεννήθηκε να καλέσει σε χωριστά δωμάτια, τους αντιπροσώπους και των τριών θρησκειών: ένα χριστιανό ιερέα, έναν εβραίο ραββίνο τον ιμάμη.” Είναι λοιπόν πολύ πιθανόν ο Χριστόφορος να χρησιμοποίησε ό,τι μέσο διέθετε για να ανατρέψει τον Βενιζέλο από την εξουσία.

[3] Christian Science Monitor: καθημερινή εφημερίδα (εκτός Σαββάτου και Κυριακής) που εκδίδεται στη Βοστώνη, υπό την αιγίδα της Church of Christ, Scientist. Ιδρύθηκε το 1908 από την Mary Baker Eddy, ως μία αντίδραση στην σκανδαλοθηρία του λαϊκού Τύπου. Ακόμη και σήμερα θεωρείται μία από τις πλέον έγκριτες αμερικανικές εφημερίδες.

ΑΥΡΙΟ: Η άφιξη Βενιζέλου στην Αμερική