«Οι Ελληνοαμερικανοί – Ιστορία του Απόδημου Ελληνισμού των Η.Π.Α» Μέρος 45ο

 

Ο εκβιασμός αρχίζει να αποδίδη

 

Τον Σεπτέμβριο, το θέμα της βοηθείας ήλθε πάλι στο προσκήνιο. Αυτή τη φορά, το κέντρο του βάρους είχε αποφασιστικά μετατεθή από την αμερικανική κυβέρνησι στον αμυντικό παράγοντα. Το Πεντάγωνο που ως τώρα είχε μείνει κάπως πιο μακρυά από το θέμα, με παρασκηνιακή κυρίως ανάμιξι, έρριψε ανοιχτά το βάρος του για την επανάληψι της παροχής οπλών στην Τουρκία. Ακόμα και η στρατιωτική επιτροπή επιτελαρχών των χωρών του ΝΑΤΟ, σε μυστική έκθεσι, ανέφερε ότι με το κλείσιμο των βά­σεων στην Τουρκία, αι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ είχαν χάσει ένα σοβαρό μέσο για τον έλεγχο των στρατιωτικών κινήσεων και την συλλογή πληροφοριών στις νότιες περιοχές της Σοβιετικής Ενώσεως. Ο ίδιος ο γενικός γραμματεύς του ΝΑΤΟ κ. Λουνς[1] ήρθε στην Ουάσιγκτων για να συναντηθή με μέλη του Κογκρέσσου και να πρόσθεση το βάρος του δικού του αξιώματος στην πλάστιγγα.

 

Ήταν φανερό ότι η απειλή που αντιμετώπιζε τώρα η ελληνική πλευρά ήταν πολύ πιο σοβαρή παρά ποτέ εις το παρελθόν, Νέο ξεσήκωμα της Ομογενείας. Δηλώσεις του κ. Τσιργώτη της AHEPA, του Ν. Φάκαρη της GAPA, του Ευγενίου Ρωσσίδη, προέδρου του Αμερικανοελληνικού Ιν­στιτούτου που είχε ιδρυθή πριν λίγους μήνες στην Ουάσιγκτων, του προέδρου της Ομοσπονδίας Ελληνοαμερικανικών Οργανώσεων Ν. Υόρκης ιατρού Μιχ. Σιδέρη, της Επι­τροπής Έκτακτου Ανάγκης. Ο Εθνικός Κήρυξ, για να διευκολύνη τους ομογενείς εδημοσίευσε, όπως και σε προηγούμενες περιπτώσεις, τα ονόματα όλων των δουλευτών κάθε Πολιτείας, καθώς και σχέδιο επιστολής στην αγγλική, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν στην επικοινωνία τους με τά μέλη του Κογκρέσσου.

 

Λίγες εβδομάδες ενωρίτερα το μεγάλο αμερικανικό περιοδικό Τάιμ είχε αφιερώσει ενα από τά κύρια ρεπορ­τάζ του φύλλου της 10ης Ιουλίου στο “Γκρηκ Λόμπυ.” H ελ­ληνική ομάς πιέσεως, έγραφε, που πριν από ενα χρόνο ήταν ανύπαρκτη, σήμερα αποτελεί μια από τις “πιο αποτελεσματικές” στην Ουάσιγκτων. Το δημοσίευμα δεν ήταν και τόσο φιλικό. Κάθε άλλο. Μάλλον έδιδε την εντύπωσι ότι οι ομογενείς προσπαθούσαν να επιβάλουν την πολι­τική που ευνοούσαν για στενά εθνικιστικούς σκοπούς, χω­ρίς να δίδουν την επιβαλλόμενη σημασία στα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών. Το άρθρο αποτελούσε, χωρίς αμφιβο­λία, μια εντυπωσιακή άναγνώρισι του ρόλου και της επιρροής που ασκούσε ο Ελληνισμός της Αμερικής, αλλά τα εχθρικώς διακείμενα στοιχεία θα μπορούσαν να χρησιμο­ποιήσουν το άρθρο εις βάρος της ελληνικής πλευράς.

 

Δεν υπερέβαλλε το Τάιμ  όταν απέδιδε τόση σημασία στην Ομογένεια. Όπως αναφέραμε σε προηγούμενες σε­λίδες η πλειοψηφία των αμερικανών βουλευτών που Στις 24 Ιουλίου απέρριψαν για μια ακόμα φορά τις προσπάθειες για την επανάληψι της βοηθείας με ψήφους 223 έναντι 206, προήρχετο από δεκαπέντε κυρίως Πολιτείες Στις όποιες ευρίσκεται ο κύριος  όγκος του  ομογενειακού  συνόλου.

 

Στο ξεσήκωμα του Ελληνισμού της Αμερικής αναφέρθηκε ο πρόεδρος Φορντ Στις 29 Μαΐου 1975, Στις Βρυξέλλες, λίγο πριν την συνάντησί του με τον πρωθυπουργό της Ελ­λάδος κ. Καραμανλή. Ο κ. Φορντ είπε προς τους δημοσιο­γράφους ότι στην Αμερική ζουν ευδοκιμούντες 3,000,000 Ελληνες, πολλοί των οποίων εΐναι διακεκριμένοι Και ανε­φέρθη στα “λίαν δραστήρια” μέλη τής ΑΗΕΡΑ, υπενθυμίσας οτι, σαν φοιτητής, στο Μίσιγκαν, εργάστηκε στο εστι­ατόριο του ελληνοαμερικανού Άλεξ Ντεμπάρ. Τον πρώτο του αυτόν εργοδότη ανέφερε ξανά ο κ. Φορντ στον λόγο που εξεφώνησε στο δείπνο τής ΑΗΕΡΑ προς τα μέλη του Κογκρέσσου, την 5ην Απριλίου 1976 στο ξενοδοχείο Χίλτον τής Ουάσιγκτων. Ο κ. Φορντ είπε: “…Η σημερινή μου δουλειά εΐναι αρκετά σημαντική για μένα, αλλά το ίδιο ήταν και η πρώτη μου δουλειά, Μου την έδωσε όταν πήγαινα στο Γυμνάσιο, στο Γκράντ Ράπιντς,[2] ο Άλεξ Ντεμπάρ, διακεκριμένο μέλος τής ΑΗΕΡΑ. Ο Άλεξ και εγώ τα ξαναθυμη­θήκαμε σήμερα το απόγευμα στο γραφείο μου, στον Λευκό Οίκο. Του είπα οτι ο μισθός μου ήταν πολύ μικρότερος, αλλά το ωράριο πολύ καλύτερο από αυτό που έχω σήμερα.

 

Ο γνωστός δημοσιογράφος Σουλτζμπέργκερ (Cyrus Sulzberger) τον Μάιο του 1975, μετέδιδε από την Άγκυρα στους Νιου Γιορκ Τάιμς οτι δύο πράγματα είχαν εξοργίσει τους Τούρκους, οι οποίοι απέδιδαν και τα δύο στο “ελληνοαμερικανικό λόμπυ”: Η απόφασι του Κογκρέσσου για την διακοπή τής βοηθείας και ένα ψήφισμα της Βουλής των Αντιπροσώπων με το οποίο καθιερούτο μια ήμερα στη μνήμη των σφαγιασθέντων Αρμενίων υπό των Τούρκων. Λίγες μέρες πριν, το τουρκικό πρακτορείο ειδήσεων επεσήμαινε την “αντιτουρκική εκστρατεία” του Εθνικού Κήρυκος. Αλλά και στην Γενική Συνέλευσι του ΟΗΕ έγινε λόγος για τον ρόλο των Ελληνοαμερικανών από τον υπουργό Εξωτερικών τής Τουρκίας  κ.  Τσαγλαγιανγκίλ.

 

Τον Αύγουστο του 1975, ο τούρκος πρωθυπουργός κ. Ντεμιρέλ,[3] σε αποκλειστική συνέντευξί του προς τους γνωστούς αμερικανούς δημοσιογράφους Έβανς (Evans) και Νόβακ (Novak), μεταξύ άλλων ερωτούσε: “Μπορεί πράγματι να είναι αληθές ότι 3 εκατομμύρια Ελληνοαμερικανών λέγουν εις τα 220 άλλα εκατομμύρια Αμερικανών πως να κυβερνούν την χώρα των;”

 

Εξ άλλου, ο απεσταλμένος δημοσιογράφος στην Άγ­κυρα κ. Μπόουεν Νόρθραπ, της Γουώλ Στρητ Τζέρναλ,[4]  σε μακρο­σκελή ανταπόκρισί του τον Αύγουστο του 1975, έγραφε: “Εκείνο που κάμνει τους Τούρκους να θυμώνουν περισσότερον είναι η εντύπωσις οτι η εξωτερική πολιτική της Αμε­ρικής καθορίζεται υπό του Κογκρέσσου, και μάλλον υπό ενός Κογκρέσσου που οι Τούρκοι πιστεύουν οτι επηρεάσθη από το ελληνοαμερικανικό λόμπυ”. “Κανείς δεν θα παραδεχθή”, είπε ο γερουσιαστής Ινάν,  “οτι μία εθνική ομάδα τριών εκατομμυρίων ανθρώπων [εννοεί τους Ελληνοαμερικανούς] ημπορεί να παρασύρη 200 εκατομμύρια ανθρώπων… Ή Αμερικανός είσαι, ή Έλληνας, δεν ημπο­ρείς να έχης δύο ιδιότητας.”

 

Αλλά η υπό πάντων αναγνωρισθείσα επιρροή της Ομογενείας είχε τώρα να αναμετρηθή και με το “αμυντικό κατεστημένο” και τις πιέσεις που άρχισαν να ασκούν όχι πια μόνο οί στρατιωτικοί επιτελείς της Ατλαντικής Συμμαχίας, αλλά και οι κυβερνήσεις και τά κοινοβούλια των χωρών– μελών.

 

Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός οτι λίγες μέρες πριν την κρίσιμη ψηφοφορία της 2ας  Οκτωβρίου 1975, συνήλθαν οι αντιπρόσωποι των κοινοβουλίων των 15 χωρών του ΝΑΤΟ οι οποίοι, με την εξαίρεσι των αντιπροσώπων της Ελλάδος και την αποχή των Γάλλων, προέβησαν σε έκκλησι προς τους αμερικανούς συναδέλφους τους να ψηφίσουν υπέρ της επαναλήψεως της στρατιωτικής βοηθείας προς την Τουρκία, επικαλούμενοι λόγους ασφαλείας.

 

Μόλις δυο μήνες πριν, και λίγο πριν έρθη κατά τρόπο αιφνιδιαστικό στην Γερουσία (31 Αύγούστου 1975) άλλη πρότασις της αμερικανικής κυβερνήσεως για την επανάληψι της βοηθείας προς την Τουρκία, ο πρόεδρος Φορντ χρειάσθηκε να τηλεφωνήση προς μέλη του Κογκρέσσου, από το Ελσίνκι όπου βρισκόταν για την ιστορική διάσκεψι κορυφής, για να τα πείση να ψηφίσουν υπέρ της κυβερνητικής προτάσεως.

 

Όπως έγραψαν οι Νιου Γιορκ Τάιμς μεταξύ αυτών ήτο ο αφροαμερικανός βουλευτής της Ν. Υόρκης (Μανχάτταν) κ. Τσαρλς Ράνγκελ (Charles B. Rangel), αντίθετος μέχρι τότε προς την βοήθεια. Ο κ. Φορντ του είπε οτι έλαβε την διαβεβαίωσιν του κ. Ντεμιρέλ οτι η Τουρκία  θα  εφαρμόση   αυστηρό  έλεγχο   στην  παραγωγή οπίου. Κατόπιν  τούτου,   εδήλωσε  ο   δουλευτής,   αντιμετωπίζει το θέμα της βοηθείας με “ανοικτή σκέψι.

 

Οι πιέσεις επί του Κογκρέσσου είχαν λάβει, πράγματι, πρωτοφανείς διαστάσεις. Εκείνη την εποχή ο βουλευτής Ρόζενταλ δήλωσε σε συνέντευξι τύπου οτι στα 13 χρόνια της βουλευτικής του θητείας δεν είδε τον Λευκό Οίκο να ασκή τόσης εκτάσεως πιέσεις επί των νομοθετικών σωμάτων και τούτο επικύρωσε και ο βουλευτής Σαρμπάνης.

 

Κάτω από τις καλά μελετημένες και συνδυασμένες πιέσεις της Κυβερνήσεως και των υποτιθεμένων “φίλων” της Ελλάδος στην Ευρώπη, ήρθε ή ψηφοφορία τής Βουλής στις 2  Οκτωβρίου 1975. Με 237 ψήφους έναντι 176, ή Βουλή αποφάσισε να όρη την απαγόρευσι αποστολής του υλικού που είχε ήδη πληρώσει η Τουρκία και να επιτρέψη, υπό όρους, την πώλησι στρατιωτικού υλικού άξιας μέχρι 125 εκατομμυρίων δολλαρίων. Ο ψηφισθείς νόμος προέβλεπε επίσης ότι δεν θα παρείχετο δωρεάν στρατιωτική βοήθεια και ότι ο πρόεδρος Φορντ θα είχε την υποχρέωσι να αναφέρη κάθε δυο μήνες κατά πόσον είχε επιτευχθή πρόοδος στην διευθέτησι του Κυπριακού.

 

Η Γερουσία ενέκρινε παρόμοιο νομοσχέδιο την  επομένη. Μια προσπάθεια που απέδωσε επί τόσους μήνες, φαινόταν τώρα να αποτυγχάνη –αλλά μόνο εν μέρει. Η καθυστέρησι τόσων μηνών είχε στερήσει την τουρκική πολεμική μηχανή από πολύτιμα εφόδια και ανταλλακτικά. Επί πλέον, και μετά την απόφασι τής 1ης Οκτωβρίου, η Τουρκία θα έπρεπε να διαθέτη πολύτιμο συνάλλαγμα για την αγορά οπλών, με μεγάλη επιβάρυνσι του προϋπολογισμού της.

 

Δεν Θα ήταν υπερβολή να ισχυρισθή κανείς ότι η σχετική μετριοπάθεια που επέδειξε όλο αυτό το διάστημα η Τουρκία    –συνεχίζοντας βέβαια την κατοχή τής Κύπρου, τις παντοειδείς προκλήσεις, αλλά αποφεύγοντας τις ακραίες εκείνες ενέργειες που θα ήταν δυνατόν να οδηγή­σουν σε ένοπλη σύγκρουσι με την Ελλάδα, λόγω των δια­φορών στο Αιγαίο– οφείλεται και στις δυσχέρειες που αντιμετώπισε και εξακολουθεί να αντιμετωπίζη η Άγκυρα στον εφοδιασμό με σύγχρονο οπλισμό και ανταλλακτικά.

 

 ΑΥΡΙΟ: Ενοίκιο για τις Βάσεις

 



[1] Joseph Luns Ολλανδός πολιτικός και διπλωμάτης. Από το 1949 έως το 1952 εκπροσώπησε τη χώρα του στα Ηνωμένα Έθνη, και στη συνέχεια ανέλαβε επανειλημμένα το υπουργείο Εξωτερικών. Τον Οκτώβριο του 1971 διορίστηκε γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, αξίωμα που διατήρησε μέχρι τον Μάιο του 1984.

[2]Grand Rapids: Πόλη της κομητείαςKent στο δυτικό Μίτσιγκαν.

[3] Suleyman Demirel (6 Οκτωβρίου, 1924, İslâmköy)– ): Τούρκος πολιτικός, επτά φορές πρωθυπουργός (1965, 1969, 1975, 1977, 1977, 1979, 1991) και Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας (1993).

[4] [The] Wall Street Journal: καθημερινή εφημερίδα της Νέας Υόρκης, μία από τις μεγαλύτερες και πλέον έγκυρες των Η.Π.Α. Ιδρύθηκε το 1889 από τον Charles H. Dow.