Νταλάρα: Καιρός για νέες επενδύσεις στην Ελλάδα

Ο Διευθύνων Σύμβουλος του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου, Τσαρλς Νταλάρα μίλησε για τα κυριότερα από τα τρέχοντα θέματα που συνδέονται με την κρίση χρέους της Ελλάδος σε συνέντευξη την οποία παραχώρησε στον δημοσιογράφο Γιώργο Μπίστη για την «Φωνή της Αμερικής» και τα συνεργαζόμενα μαζί της κανάλια, ΡΑΔΙΟ ΣΚΑΙ της Αθήνας, ΣΙΤΙ ΙΝΤΕΡΝΑΣΙΟΝΑΛ της Θεσσαλονίκης και άλλους σταθμούς εντός και εκτός της Ελλάδος.

Ακολουθεί το κείμενο της τηλεοπτικής αυτής συνέντευξης που μαγνητοσκοπήθηκε στο γραφείο του κυρίου Νταλάρα στην Ουάσιγκτον.

Γ.Μ.: Κύριε Νταλάρα προ εβδομάδος οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης ενέκριναν περαιτέρω μείωση του Ελληνικού χρέους και την χορήγηση 44 δισεκατομμυρίων ευρώ στην Αθήνα από το δάνειο που της έχουν ήδη εγκρίνει. Είναι η ενέργεια αυτή από μόνη της αρκετή για να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά τα άμεσα οικονομικά προβλήματα της χώρας και να μπουν ξανά μπροστά οι μηχανές ανάπτυξης της Ελλάδας;

Τ.Ν.: Γιώργο είναι χαρά μου που βρισκόμαστε εδώ σήμερα για να ανταλλάξουμε απόψεις πάνω σε κρίσιμα θέματα που αφορούν την Ελλάδα και την Ευρώπη.Καλωσορίζω την απόφαση προς υποστήριξη της Ελλάδος. Νομίζω ότι αυτό που έχει μεγαλύτερη σπουδαιότητα δεν είναι η περαιτέρω μείωση του Ελληνικού χρέους αλλά η αποδέσμευση των κονδυλίων που απαιτούνται για την στήριξη του μεταρρυθμιστικού προγράμματος και την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Πρόκειται για κρίσιμες αποφάσεις των Ευρωπαίων μετά από τις εξ ίσου σημαντικές αποφάσεις τις οποίες έλαβε η Ελληνική κυβέρνηση τις τελευταίες εβδομάδες, με την θέσπιση σειράς νομοθετικών μέτρων που προνοούν την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, οι οποίες μακροπρόθεσμα θα οδηγήσουν στην αποκατάσταση της οικονομικής ευρωστίας της Ελλάδος.

Γ.Μ.: Η Αθήνα δαπανά αυτές τις μέρες μεγάλα ποσά, μέχρι 10 δισεκατομμύρια ευρώ, στα πλαίσια προγράμματος επαναγοράς Ελληνικών ομολόγων, το οποίο στοχεύει στο να τοποθετήσει το χρέος της χώρας σε ένα πιο βιώσιμο επίπεδο. Πως βλέπετε την ενέργεια αυτή αλλά και τις προτροπές ορισμένων κύκλων για νέα αναδόμηση του Ελληνικού χρέους.

Τ.Ν.: Η προσπάθεια για μείωση του χρέους με την επαναγορά ομολόγων θα έχει ορισμένα οφέλη για την Ελλάδα εάν εκτελεστεί με επιτυχία στις επόμενες μέρες. Θα μειώσει το χρέος της χώρας κατά περίπου 10% του ΑΕΠ και κάτι τέτοιο θα είναι πολύ χρήσιμο. Πάντως πρέπει να πω ότι προσωπικά θα προτιμούσα τα χρήματα αυτά να είχαν χρησιμοποιηθεί για απευθείας επενδύσεις στην Ελληνική οικονομία. Κι αυτό γιατί πιστεύω πως η μακροπρόθεσμη προοπτική μείωσης του χρέους σε 7, 8 χρόνια δεν βοηθά τόσο πολύ την επίλυση των σημερινών οικονομικών προβλημάτων της χώρας όσο θα βοηθούσαν η αύξηση των επενδύσεων, η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και η ανάπτυξη της οικονομίας. Εάν είχαν ρίξει αυτά τα 10 δισεκατομμύρια ευρώ στην ανάπτυξη επενδυτικών ευκαιριών, στην εκτέλεση έργων υποδομής, καθώς και στην εφαρμογή άλλων προγραμμάτων, τα οποία προβλέπονταν σε σχέδια που είχαν εκπονηθεί σε εποχές μεγαλύτερης οικονομικής ανάπτυξης, τότε νομίζω ότι η Ελληνική οικονομία θα είχε οφέλη αρκετά νωρίτερα.

Γ.Μ.: Πως εκτιμάτε την κατάσταση της Ελληνικής οικονομίας με βάση τις εμπειρίες που αποκομίσατε από τις τελευταίες επισκέψεις σας στην Αθήνα;

Τ.Ν.: Η σημερινή κυβέρνηση έκδηλα οικοδομεί αξιοπιστία για την Ελλάδα ακολουθώντας τον δρόμο δύσκολων μεταρρυθμίσεων που είμαι βέβαιος ότι θα αποφέρουν κέρδη στην οικονομία της. Από την άλλη πλευρά, έχουμε μια συνεχιζόμενη συρρίκνωση της Ελληνικής οικονομίας. Βρισκόμουν στο γραφείο του Πρωθυπουργού όταν ανακοινώθηκε πως στο τρίτο τρίμηνο του χρόνου η Ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε με ετήσιο ρυθμό άνω του 7 τοις εκατό. Τόσο μεγάλη συρρίκνωση δεν είναι δυνατόν να συνεχίζεται για πολύ καιρό σε καμιά δημοκρατική κοινωνία. Πρέπει η κατάσταση αυτή να αρχίσει να αντιστρέφεται και οι μηχανές ανάπτυξης της χώρας να ξεκινήσουν ξανά.

Το υφιστάμενο πρόγραμμα στηρίζεται στην προϋπόθεση ότι η συρρίκνωση της οικονομίας θα συνεχιστεί το 2013 με ρυθμό 4 έως 5 τοις εκατό, επιπροσθέτως της συρρίκνωσης των τελευταίων χρόνων που συνολικά έφθασε σχεδόν το 20 τοις εκατό. Ασχολούμαι με προβλήματα εξωτερικού χρέους επί 35 χρόνια και μπορώ να σας πω ότι ουδέποτε άλλοτε είδα μια εθνική οικονομία να συρρικνώνεται σε τέτοιο μεγάλο βαθμό επί τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Χρειάζεται λοιπόν οι πάντες, οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, η Ελληνική κυβέρνηση και οι αγορές να υποστηρίξουν την ταχεία οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδος. Πιστεύω ότι η Αθήνα μπορεί να τα καταφέρει αλλά ίσως χρειαστεί παράλληλα να αναληφθούν και δεσμεύσεις από μέρους της Ευρωζώνης για πρόσθετη χρηματοδότηση της Ελλάδος του χρόνου, προκειμένου αυτή να παρατείνει για λίγο ακόμα την επίτευξη δημοσιονομικών στόχων της και να έχει μεγαλύτερο περιθώριο για οικονομικές επενδύσεις.

Γ.Μ.: Κύριε Νταλάρα, έχουμε φθάσει στον πάτο της Ελληνικής κρίσης για να αρχίσουμε να ξανανεβαίνουμε ή όχι ακόμα;

Τ.Ν.: Νομίζω ότι πλησιάζουμε αλλά ειλικρινά δεν μπορώ να πω ότι έχουμε φθάσει στον πυθμένα της κρίσης. Βλέπω όμως μια αχτίδα φωτός στον ορίζοντα. Βλέπω να εκδηλώνεται νέο ενδιαφέρον από μέρους Ελλήνων και ξένων επιχειρηματιών. Βλέπω να οικοδομείται σταθερά αξιοπιστία, όχι μόνον από την πολιτική ηγεσία της χώρας αλλά και από την ίδια την Ελληνική οικονομία. Και πιστεύω ότι εάν οι Ευρωπαίοι ηγέτες συνεχίσουν να υποστηρίζουν την πρόσφατη απόφασή τους και να διακηρύσσουν σαφώς με μια φωνή ότι η Ελλάδα θα παραμείνει στο Ευρώ, τότε ο σκεπτικισμός για το μέλλον της Ελλάδος θα αρχίσει να διαλύεται και θα αποκατασταθεί ένα αίσθημα συνεχώς αυξανόμενης εμπιστοσύνης προς την Ελλάδα.

Γ.Μ.: Κύριε Νταλάρα, η Ελλάδα εξασφάλισε τούτες τις μέρες διετή παράταση για την εκπλήρωση των στόχων που έχουν τεθεί στα πλαίσια του προγράμματος οικονομικής στήριξης, που εκπόνησαν από κοινού η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Κι εν τούτοις φαίνεται πως εξακολουθεί να υπάρχει μια κάποια νευρικότητα, τουλάχιστον σε ορισμένους οικονομικούς κύκλους, σχετικά με την ικανότητα της Ελλάδος να περιορίσει δραστικά τις δαπάνες της σε μια περίοδο που αντιμετωπίζει οικονομική ύφεση. Είναι δικαιολογημένη η ανησυχία αυτή;

Τ.Ν.: Ναι και όχι. Είναι δικαιολογημένη η ανησυχία για την ικανότητα της Ελλάδος να πετυχαίνει συνεχώς στόχους μείωσης των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού της εφ όσον συνεχίζεται η συρρίκνωση της οικονομίας της. Αλλά έχω την πεποίθηση ότι η Ελλάδα μπορεί να πετύχει, και αν δεν σημειωθεί καμία απρόοπτη εξέλιξη θα πετύχει, τους στόχους μείωσης των δαπανών της. Το πρόβλημα όμως δεν έγκειται τόσο στον έλεγχο των κρατικών δαπανών της χώρας κατά τα τελευταία χρόνια. Ναι, είναι αλήθεια ότι υπήρξε μία περίοδος υπερβασιών που οδήγησαν στο ξέσπασμα της σημερινής κρίσης το 2008-2009. Αλλά από τότε μέχρι σήμερα η Ελλάδα περιέκοψε τις κρατικές δαπάνες της κατά 12%. Από την εμπειρία μου μπορώ να σας πω ότι ελάχιστες άλλες περιπτώσεις υπάρχουν κατά τις οποίες οι κρατικές δαπάνες μιας χώρας μειώθηκαν κατά 12 τοις εκατό επί δύο χρόνια στην σειρά. Δεν είναι λοιπόν σωστή η εντύπωση που επικρατεί ότι η Ελλάδα δεν έχει πετύχει τους στόχους της στον τομέα της περικοπής των κρατικών δαπανών. Τους έχει πετύχει.

Εκείνο όμως που η Ελλάδα δεν κατάφερε να κάνει είναι να πετύχει στόχους στον τομέα της αύξησης των εσόδων της. Κι αυτό οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους. Πρώτος είναι η αδράνεια με την οποία οι Ελληνικές κυβερνήσεις χειρίστηκαν την συλλογή των εσόδων του δημοσίου και νομίζω πως αυτό το πρόβλημα συνεχίζει να υφίσταται. Αλλά ο κυριότερος λόγος για τα χαμηλά έσοδα του κράτους είναι η ανεμική οικονομία της χώρας. Δεν μπορείς να πετύχεις στόχους αύξησης των κρατικών εσόδων όταν αυτοί στηρίζονται στην προϋπόθεση οικονομικής ανάπτυξης η οποία όμως στην πράξη δεν υλοποιείται. Πέρσι τέτοια εποχή το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχανε όλοι προβλέψει ότι η Ελληνική οικονομία θα συρρικνώνονταν φέτος με ρυθμό 4.8 τοις εκατό. Η συρρίκνωση αυτή έχει τώρα φθάσει στο επίπεδο του σχεδόν 7 τοις εκατό, με αρνητικές προεκτάσεις και στα έσοδα της Ελλάδος, για τις οποίες όμως δεν ευθύνεται η κυβέρνηση της χώρας.

Γ.Μ.: Κύριε Νταλάρα, μια ακόμα χώρα της Ευρωζώνης επιδιώκει τώρα να εξασφαλίσει ευρωπαϊκή και διεθνή βοήθεια για να τακτοποιήσει τα δικά της χρέη. Μιλάω για την Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία μέχρι πρόσφατα πιστεύονταν ότι ήταν μια από τις ισχυρότερες οικονομικά δυνάμεις της Ευρώπης. Τι έχει ακριβώς συμβεί και τι ύψους βοήθεια θα χρειαστεί η Κύπρος για να ξεπεράσει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει;

Τ.Ν.: Χωρίς να μπω σε συγκεκριμένους αριθμούς το μέγεθος της βοήθειας που θα χρειαστεί να χορηγηθεί στην Κύπρο είναι πολύ μικρότερο από το ύψος της βοήθειας που δίνεται στην Ελλάδα. Αυτό που πρώτα-πρώτα έγινε είναι ότι εκδηλώθηκαν αρνητικές επιπτώσεις στην Κύπρο από την δραστηριότητα τραπεζών της που είχαν χορηγήσει μεγάλα δάνεια στην Ελληνική κυβέρνηση και ως εκ τούτου υπέστησαν απώλειες από την αναδιάρθρωση του Ελληνικού χρέους στην οποία συγκατατεθήκαμε όλοι νωρίτερα φέτος. Ήτανε μια ατυχής εξωτερική εξέλιξη που ελάχιστα σχετίζονταν με άλλα θέματα της Κύπρου αλλά ήταν στενά συνδεδεμένη με την κρίση στην Ελλάδα. Υπήρχε όμως και ένα δημοσιονομικό πρόβλημα στην Κύπρο του οποίου πρέπει τώρα να επιληφθεί η Κυπριακή κυβέρνηση.

Από ότι αντιλαμβάνομαι έχει ήδη επιτευχθεί συμφωνία σε ανώτατα επίπεδα εμπειρογνωμόνων της Κυπριακής κυβέρνησης, της Ευρωζώνης, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και δράττομαι της ευκαιρίας να παροτρύνω τις αρχές της Ευρωζώνης να ενεργήσουν γρήγορα και να αναλάβουν πρόσθετες δεσμεύσεις για να σταθεροποιήσουν την Κυπριακή οικονομία, η οποία ευτυχώς δεν αντιμετώπισε τόσο μεγάλα δεινά όσο η Ελληνική οικονομία. Πιστεύω ότι η Ευρώπη έχει εγκαίρως την δυνατότητα να αντιστρέψει την πορεία των πραγμάτων στην Κύπρο και να την σταθεροποιήσει προς όφελος όλων.

Γ.Μ.: Η κρίση χρέους στην Ελλάδα και τα οικονομικά προβλήματα της Κύπρου, της Ιταλίας και της Ισπανίας, θα μπορούσαν να επεκταθούν και σε χώρες της βόρειας Ευρώπης;

Τ.Ν.: Νομίζω ότι αυτό έχει ήδη γίνει, για να είμαι ειλικρινής μαζί σας. Ολόκληρη η Ευρωζώνη έχει επηρεαστεί από την Ελληνική κρίση. Αλλά ας δούμε το θέμα και από την άλλη πλευρά. Η Ελληνική οικονομία έχει κι αυτή επηρεαστεί από τις δομικές ατέλειες της Ευρωζώνης. Δεν πρόκειται λοιπόν για δρόμο μονής κατεύθυνσης. Ναι, η Ελλάδα είχε και συνεχίζει να έχει σοβαρά οικονομικά και δημοσιονομικά προβλήματα τα οποία όμως δεν αναδύθηκαν από κάποιο κενό. Προκλήθηκαν στα τελευταία δέκα και πάνω χρόνια μέσα σε ένα πλαίσιο που φτιάχτηκε με πολύ καλές προθέσεις αλλά όχι τέλειο σχεδιασμό γιατί επέτρεψε να δημιουργηθεί ένα ενιαίο νόμισμα χωρίς κοινή δημοσιονομική βάση και πολιτική. Αυτό άφησε τις χώρες-μέλη να πάνε η κάθε μια προς διαφορετική κατεύθυνση και να κάνουν ότι ήθελαν. Αλλά και οι αγορές έκαναν σοβαρά σφάλματα. Συνέχιζαν να δανείζουν στην Ελλάδα σαν αυτή να ήταν Γερμανία ή Ολλανδία χρησιμοποιώντας χαμηλά επιτόκια και χωρίς να κάνουν πλήρεις εκτιμήσεις των ρίσκων που συνεπάγονταν τέτοια δάνεια προς την Ελλάδα.

Η κρίση θα συνεχίσει να επεκτείνεται από την Ελλάδα στην Ευρώπη μέχρις ότου η συζήτηση για πιθανή έξοδο της Ελλάδας από το Ευρώ κλείσει οριστικά και ελπίζω ότι πλησιάζουμε την ημέρα που θα γίνει αυτό. Όλο και περισσότερες φωνές στην Γερμανία και σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες αναγνωρίζουν πως με μια αντίθετη στάση οι χώρες τους ουσιαστικά καταφέρουν πλήγματα στα δικά τους συμφέροντα και στα συμφέροντα των φορολογουμένων Ελλήνων και Ευρωπαίων πολιτών γιατί όσο συνεχίζουν την δημόσια συζήτηση για το κατά πόσον η Ελλάδα θα παραμείνει στο Ευρώ ή όχι τόσο αυξάνεται και η ανάγκη για περαιτέρω οικονομική υποστήριξη της Ελλάδας. Νομίζω ότι η συζήτηση αυτή παρατράβηξε και πρέπει να τελειώνει.

Η Καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ, που βρίσκεται τώρα σε μια πολύ ισχυρή θέση πολιτικά στο εσωτερικό της χώρας της και οι φωνές όλων των άλλων ευρωπαϊκών πολιτικών και χρηματοπιστωτικών κύκλων πρέπει να ενωθούν και να δημιουργήσουν ένα ενιαίο μέτωπο για την παραμονή της Ελλάδας στο Ευρώ, κάτι το οποίο και θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη προς την Ελλάδα.

Θέλω όμως να πω και δύο ακόμα πράγματα Γιώργο εάν μου επιτρέπεις γιατί νομίζω ότι είναι σημαντικά για την Ελληνική οικονομία. Το ένα είναι η σπουδαιότητα που έχει η εφαρμογή από μέρους της Ελλάδος των μεταρρυθμίσεων που έχουν συμφωνηθεί. Με ενθαρρύνει η στάση της κυβέρνησης του Πρωθυπουργού Σαμαρά κι επίσης η προθυμία και η αποφασιστικότητά του να προβεί σε ιδιωτικοποιήσεις και περαιτέρω μεταρρυθμίσεις στον εργασιακό, τον φορολογικό και άλλους τομείς, στους οποίους ίσως να μην είχε δοθεί η απαιτούμενη προτεραιότητα από μέρους προηγουμένων Ελληνικών κυβερνήσεων ή της ίδιας της Ευρωζώνης. Όταν μιλάμε για αναπροσαρμογή δεν εννοούμε μόνον δημοσιονομική πειθαρχία. Το κύριο κομμάτι της έχει να κάνει με την αύξηση της αποδοτικότητας της Ελληνικής οικονομίας. Έτσι θα προκύψουν τα πραγματικά κέρδη, έτσι θα ξεκινήσει η μελλοντική ανάπτυξη και η δημιουργία νέων εργασιών. Όλα αυτά με κάνουν να νοιώθω ενθαρρυμένος. Πιστεύω ότι η κυβέρνηση στην Αθήνα θα προβεί σε ιδιωτικοποιήσεις, θα κάνει τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις στον εργασιακό τομέα και θα βελτιώσει την αξιοπιστία της στους εδώ επιχειρηματικούς κύκλους.

Το δεύτερο που θέλω να τονίσω είναι ότι έχει έρθει ο καιρός οι ηγέτες της Ευρώπης να στρέψουν την προσοχή τους όχι μόνον στην διευθέτηση του Ελληνικού χρέους αλλά και στην προώθηση επενδύσεων στην Ελληνική οικονομία. Έχουμε αυτή την στιγμή να παραμένουν αναξιοποίητα επενδυτικά κονδύλια διαφόρων αρχών της Ευρωζώνης, συνολικού ύψους κάπου 12 δισεκατομμυρίων. Πρέπει να αξιοποιηθούν. Είναι καιρός να ξεκινήσουμε τις επενδύσεις γιατί έτσι θα αρχίσει η δημιουργία νέων εργασιών στην Ελλάδα από το δεύτερο ήμισυ του 2013. Χρειάζεται να μειώσουμε το ποσοστό ανεργίας όχι απλώς λίγο κάτω από το 25 τοις εκατό αλλά πολύ πιο κάτω από το 20 τοις εκατό προκειμένου να σταθεροποιήσουμε την Ελληνική κοινωνία και το πολιτικό σύστημα της χώρας.

Γ.Μ.: Κύριε Νταλάρα ευχαριστούμε για τον χρόνο που αφιερώσατε κοντά μας σήμερα.

Τ.Ν.: Κι εγώ ευχαριστώ πολύ. Ήταν χαρά μου Γιώργο που κάναμε αυτή την συζήτηση.