Καμία προσφορά για ΔΕΠΑ, μόνο η Socar για ΔΕΣΦΑ

Χωρίς μνηστήρες έμεινε τελικά η ΔΕΠΑ, καθώς ούτε η ρωσική Gazprom, ούτε και η Μ+Μ Gaz των ομίλων Βαρδινογιάννη και Μυτιληναίου κατέθεσαν δεσμευτικές προσφορές, δημιουργώντας επιπλοκές στον κρίσιμο διαγωνισμό, στον οποίο είχαν εναποτεθεί μεγάλες προσδοκίες τόσο για την ανάδειξη της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού, όσο και για την στήριξη των εσόδων.Ορατή πλέον η πιθανότητα κατόπιν των απρόοπτων αυτών εξελίξεων ο διαγωνισμός να κηρυχθεί άγονος.

«Η M&M δεν κατέθεσε προσφορά», είπε στο Reuters υψηλόβαθμος αξιωματούχος που συμμετέχει στην πώληση, μετά την εκπνοή της προθεσμίας για την υποβολή δεσμευτικών προσφορών.

Η μόνη προσφορά που κατατέθηκε στο ΤΑΙΠΕΔ αφορά τον ΔΕΣΦΑ και προέρχεται από την αζερική εταιρεία Socar, μετά την αποχώρηση της ρωσικής Sintez. Tο ύψος της προσφοράς δεν έχει γίνει ακόμη γνωστό.

Τα παραπάνω, εφόσον επιβεβαιωθούν, δείχνουν αποτυχία του διαγωνισμού σε ό,τι αφορά τη ΔΕΠΑ και μερική επιτυχία στο ΔΕΣΦΑ, λόγω της βαρύτητας που έχει η αζερική εταιρεία στην τροφοδοσία της ΕΕ με αέριο από την Κασπία.

Όπως γίνεται εμφανές, η Socar μέσω της εξαγοράς του ΔΕΣΦΑ, επιδιώκει να εντάξει το ελληνικό δίκτυο μεταφοράς, στο ευρύτερο σύστημα μεταφοράς αζερικού αερίου προς την Ευρώπη, στο οποίο εντάσσεται και ο αγωγός ΤΑΡ.

Προβληματισμός για τη στάση των Ρώσων

Κυβερνητικές πηγές, όπως αναφέρει το Βήμα, χαρακτηρίζουν ανεξήγητη τη ρωσική υπαναχώρηση, καθώς ο πρόεδρος της Gazprom είχε έλθει τρεις φορές στην Ελλάδα και είχε πολύωρες συνομιλίες με τον πρωθυπουργό, Αντ.Σαμαρά, και τον υπουργό Οικονομικών, Γ.Στουρνάρα, στις οποίες, όπως είχε διαρρεύσει, είχαν συμφωνηθεί όλες οι λεπτομέρειες της πώλησης.

Η αλλαγή της στάσης της ρωσικής πλευράς από μία επένδυση που είχε χαρακτηριστεί στρατηγικού χαρακτήρα στην Ελλάδα από την ίδια, ήταν εμφανής από την περασμένη εβδομάδα και όπως επεσήμανε το Βήμα της Κυριακής, έγινε κάτω από τις πιέσεις των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Κατά άλλη εκδοχή δημιουργήθηκε την τελευταία στιγμή εμπλοκή, με την Gazprom να συνδέει το προσφερόμενο τίμημα για την απόκτηση της ΔΕΠΑ με τις τιμές προμήθειας φυσικού αερίου που θα δίνει η ρωσική εταιρεία στην Ελλάδα.

Με το σκεπτικό αυτό, η πρόταση του ρωσικού κολοσσού φυσικού αερίου θα οδηγούσε σε χαμηλότερο τίμημα για την εξαγορά της ΔΕΠΑ από το προσδοκώμενο.

Ανώτατες κυβερνητικές πηγές διαβεβαίωναν όμως ότι δεν πρόκειται η ελληνική πλευρά να δεχτεί τίμημα κατώτερο από αυτό που έχει συμφωνηθεί, μετά και την επίσημη παραδοχή της Gazprom ότι πουλάει στην Ελλάδα κατά 30% ακριβότερα το αέριο σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Αργά το απόγευμα έγινε γνωστό ότι η Gazprom επικαλείται την απουσία επαρκών εγγυήσεων ότι η οικονομική κατάσταση της ΔΕΠΑ δεν θα επιδεινωθεί μέχρι την ολοκλήρωση της πώλησης, που εκτιμά ότι θα διαρκέσει περίπου ένα χρόνο, Έτσι εξήγησε γιατί δεν κατέθεσε προσφορά. «Δεν λάβαμε επαρκείς εγγυήσεις» λέει, προσθέτοντας ότι ήδη η ΔΕΠΑ αντιμετωπίζει δυσκολίες. Και ενώ -όπως λέει- παραμένουν σημαντικοί κίνδυνοι που επηρεάζουν την αξία της εταιρείας, «το αντίτιμο της συμφωνίας προτείνεται να οριστικοποιηθεί ήδη από τώρα, χωρίς συνυπολογισμό αυτών των παραγόντων»

Η Gazprom πουλά την Ελλάδα 30% ακριβότερα

Ειδικότερα, όπως προκύπτει από δηλώσεις του ίδιου του Αλεξάντερ Μεντβέντεφ, νούμερο 2 της Gazprom, σε συνέντευξη στη Μόσχα, η ρωσική εταιρεία πουλάει στην Ελλάδα το φυσικό αέριο κατά 30% ακριβότερα από ό,τι στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Ειδικότερα σύμφωνα με τις δηλώσεις του Ρώσου αξιωματούχου, η μέση τιμή των εξαγωγών αερίου της ρωσικής εταιρείας κυμαίνεται για το 2013 στα 370 – 380 δολάρια ανά 1000 κυβικά μέτρα. Η τιμή αυτή μεταφράζεται σε 10,36 δολάρια/MMBtu.

Στην Ελλάδα, ωστόσο, οι τιμές είναι τουλάχιστον 30% υψηλότερες, αφού κυμαίνονται από 13,5-15 δολάρια ΗΠΑ το MBTU. Έτσι για τα 1.000 κυβικά μέτρα, η «ελληνική» τιμή κινείται στα 480-540 δολάρια, δηλαδή 100 έως 160 δολάρια περισσότερο.

Με δεδομένο δε, ότι η ΔΕΠΑ εισάγει κάθε χρόνο περίπου 2,5 δισ. κυβικά μέτρα ρωσικού αερίου, το καπέλο με το οποίο επιβαρύνονται οι Έλληνες καταναλωτές και η εγχώρια παραγωγή κάθε χρόνο ανέρχεται σε τουλάχιστον 250 εκατομμύρια δολάρια το χρόνο.

Newsroom ΔΟΛ