ΚΥΡΙΑΚΗ: Ωδή σ΄ένα ευχαριστώ V.

88 καὶ τὸ γαλάζιο του οὐρανοῦ, χείμαρρος ποὺ τὴν βεβαιότητα

τῶν ἄστρων γιὰ τὴν σταθερότητά τους, θὰ ταράξει,

καὶ στὶς συνειδήσεις τῆς ὅρασής μας, θὰ θέλουν νὰ κρυφθοῦν.

Μὰ ὅλα θὰ βουλιάξουν, ὅπως οἱ ἀπουσίες ἀπὸ τὸ παρὸν

σ’ἕναν οὐράνιον, ἀπύθμενο βυθό.

89 καὶ ἡ σιωπὴ θὰ παρακαλεῖ τὸν λόγο νὰ τῆς ἀποδείξει

πῶς αὐτός, ἀκόμη καὶ τώρα ὑπάρχει

καὶ ὁ λόγος θὰ ἀντικρούει αὐτήν, γιατί καὶ αὐτὸν

τὸν φυλάκισαν, στὴν πολλὲς φορές, ἐπιπόλαια σιωπή.

90 καὶ οἱ ἐπαναστάσεις πιὰ δὲν θὰ ὠφελοῦν,

γιατί τὰ ὄνειρα θὰ γνωρίζουν καὶ εἶχαν καὶ πρωτύτερα

τὴν ἐμπειρία, πὼς θὰ πεθάνουν πρὶν καν γεννηθοῦν.

Μὰ θὰ’χοῦν τὴν ὑπερηφάνεια τὰ ὄνειρα

ὅτι εἶχαν τὴν εὐθύνη, τοὺς ἀνθρώπους

ἀπὸ τὴν ἀταξία τοῦ ληθάργου τους, νὰ τοὺς ξυπνοῦν.

91 καὶ βρέφη θὰ βγοῦν στοὺς δρόμους μὲ ἐλπίδες

νὰ τὰ ἀκολουθοῦν, μὰ καὶ αὐτὰ χωρὶς οἶκτο θὰ θανατωθοῦν.

92 καὶ μήτε γέρους, μήτε δικαίους, μήτε ἱερεῖς, θὰ σεβασθοῦν

ὅταν ἀποφασίσουν ὅτι ὅλοι ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο γένος πρέπει,

σύμφωνα μὲ τὶς προσταγὲς τῆς ἀπουσίας, νὰ ἀφανισθοῦν.

93 καὶ οἱ χορδὲς τῆς λύρας θὰ πάψουν καὶ ἡ γνώμη ποὺ φιλοξενεῖ

τὴν ἀσέβειά μας στὴν ζωή, ἀδιάφορη σὲ τέτοιους ἤχους πιά.

94 καὶ τύμπανα συμφορῶν θὰ ἀκουσθοῦν καὶ δάκρυα

ποῦ δὲν ἤξεραν ὅτι ἦταν τόσα πολλά, θὰ φανοῦν

καὶ ἄνθρωποι πολλοὶ ἀπὸ τὸ παρὸν αὐτό, θὰ χαθοῦν.

95καὶ ὁ ἥλιος, μὲ τοὺς φωτεινοὺς σπαραγμούς του, θὰ θρηνεῖ

καὶ ἡ λευκὴ ψυχὴ τῆς σελήνης κι αὐτὴ θὰ προτιμᾶ νὰ πενθεῖ,

μονάχα ἐμεῖς θηρία, ποὺ δώσαμε ἀκόμη καὶ στὴ χαρά,

τὸ ἄδικο δικαίωμα νὰ πενθεῖ μοναχά, Κύριε.

96 καὶ αὐτὰ ποὺ ὀνομάσαμε στολίδια τὰ κρύβει στὴν ἀνέχεια

τῆς ντροπῆς της, ἡ λογική της ταπεινότητάς μας.

Καὶ αὐτὰ ποὺ ὀνομάσαμε σοφία τὰ ἀποστρέφονται

περισσότερο καὶ ἀπὸ τὴν φοβία τῆς σιωπῆς,

τὰ συνεσταλμένα μᾶς πιὰ λόγια, Κύριε.

97 Γιατί στὸ ἄγνωστο γιὰ ἐμᾶς, πολὺ σοφὰ

δὲν ἄνοιξες δρόμο, νὰ τὸ ἐπισκεφθοῦμε, Κύριε.

Ἐπειδὴ δρόμους δὲν βρήκαμε γιὰ νὰ βαδίσουμε

στὸ σταυροδρόμι τῆς ζωῆς καὶ τοῦ συναισθήματός μας.

98 Ἀμνόμορφες ἁγίων σιωπές, μὴν ἐπιτρέπεις νὰ’ναὶ ἀντιμέτωπες

μὲ λυκόμορφους ἀνθρωπόφιλους λόγους, γιατί βαδίζουνε

ὁλοφάνερα, στὴν κυριαρχία τοῦ βέβαιου ἀφανισμοῦ, Κύριε.

99 καὶ ἡ φωνὴ δικαίου μου ἐπαίτης, ποὺ ἀναρριχήθηκε σὲ πολλὲς ἀκοὲς

μὰ σταυρώσανε, μὲ τὴν ἐπιπολαιότητα τῆς ἀνυπακοῆς τοῦ λόγου μου,

τὶς προσπάθειες νὰ ἀναζητῶ τὶς καλοσύνες τῶν ἀνθρώπων.

ΙΩΑΝΝΗΣ.Η.Μ.ΒΑΣΣΟΣ

[], []