ΚΥΡΙΑΚΗ: Ωδή σ΄ένα Ευχαριστώ XI

157 καὶ εἶδα ἀγγέλους νὰ πηγαινοέρχονται μέσα στοὺς διαδρόμους

τοῦ ἥλιου, φίλοι στὶς διδαχὲς τῆς ἀξιοπρέπειας, μὲ τὰ λευκὰ

καὶ τὰ χρυσὰ φτερά τους νὰ μεταφέρουν τὶς συγκινήσεις

ἀπὸ τὸ πολύτιμο ἀριστούργημα τῆς ζωῆς.

 

158 καὶ ἔλειπαν τὰ σπαθιὰ ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἀγγέλων

καὶ ἔλλειπε ἀπὸ αὐτοὺς ἡ εὐθύνη τῆς τιμωρίας.

 

159 Ἡ Βαβυλώνα τῶν πολιτευμάτων σὲ ἀβύσσους θὰ συρθεῖ

καὶ οἱ λόγοι τῶν πολιτικῶν θὰ προσκρούσουν

στὴν ἀλήθεια τῶν Θείων λόγων καὶ θὰ ἀφανισθοῦν.

 

160 Ἡ αὐτοτιμωρία τῆς Ἀλήθειας, ἡ σιωπὴ

στὰ χείλη τοῦ ἀνθρωποθητοῦ ψεύδους, Κύριε.

 

161 καὶ ἡ  δόξα μου, λάφυρο ἀπὸ τὴν ἀπροσεξία μου στὴν ἀλήθεια,

ἱκανοποίησε τὸ ψεῦδος μου, Κύριε.

 

162 Εἴθε ὁ ἀληθὴς λόγος νὰ συμβαδίζει

μὲ τὸν σεβασμὸ τῆς σιωπῆς στὰ χείλη μου, Κύριε.

 

163 Μακάριος αὐτὸς ποὺ γνωρίζει ὅτι αὐτὸ ποὺ γεννήθηκε

νὰ συντροφεύει τὴν φθορὰ δὲν ἔχει κιόλας

τὴν δυνατότητα τὸ ἴδιο νὰ ἀφανίζεται ὁλοκληρωτικά,

ἀφοῦ δὲν κυριαρχεῖ στὸ ἐγώ του, ἀλλὰ συντροφεύει τὸ ἐγώ του.

 

164 Μακάριος ὅποιος πιστεύει πὼς πρὶν ἀκόμα τελειώσει ἡ σύγχυση

τοῦ θανάτου, αὐτὸς ποὺ πεθαίνει, συγχρόνως ἀνασταίνει τὴν ἐπίκαιρη

ἀμφισβήτηση τοῦ θανάτου του, γιατί αὐτόματα ἔχει ξαναγεννηθεῖ.

 

165 Γιατί αὐτοῦ του εἴδους ἡ φθορὰ δὲν ἀνήκει στὴν περιουσία

τῆς φθορᾶς, ἀλλὰ ξανὰ στὴν ὁμοιογένεια τοῦ Θείου καὶ τῆς ζωῆς.

 

166 Ὁ νοῦς παραλύει ἀπὸ τὶς ἔμμονες θλίψεις τοῦ πόνου

ποῦ μᾶς κατηχοῦν, νὰ ὁδηγούμεθα στὴν ὀργὴ ἢ τὴν ἀπελπισία,

ὄχι οἱ δυνατότητες τοῦ Θείου.

 

167 Γιατί τὴν πραγματικὴ γέννηση καὶ τὴν πραγματικὴ φθορὰ

τῆς ὕλης δὲν τὴν γνωρίζει αὐτὸς ποὺ στὴν δημιουργία

πραγματικά, μὲ τὴν ἀπουσία του, μονάχα μετέχει,

γιατί μόνον ὁ Θεὸς δημιουργεῖ.

 

168 καὶ εἶναι μία πραγματικὴ ἀπόδειξη τῆς ἀφθαρσίας μας

ἡ ἠθελημένη ἀποφυγὴ ἀπὸ τὸ ἐπιπόλαιο σῶμα μας

καὶ ἡ συχνὴ ἐπιθυμία μας νὰ ἐπισκεφτόμαστε

τὸ μεγαλεῖο της δύναμης τῆς ψυχῆς μας.

ΙΩΑΝΝΗΣ Η.Μ.ΒΑΣΣΟΣ