Το παλιό και το νέο αίμα

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ

Η Ελληνική οικονομική κρίση έχει δημιουργήσει μία νέα «φουρνιά» μεταναστών που αναζητούν το όνειρο μιας καλύτερης ζωής  σε άλλους τόπους και άλλες Πολιτείες. Τους συναντάς σχεδόν παντού όπου υπάρχουν ήδη εγκατεστημένοι ελληνικής καταγωγής πολίτες. Στην Αμερική, την Αυστραλία, την Γερμανία και σε άλλες χώρες υποδοχής.

Είναι συνήθως ανύπαντροι νέοι και των δύο φύλλων, αλλά και μεσήλικες γονείς που η ανεργία τους έχει βγάλει στο δρόμο της φυγής. Πόσοι είναι;  Κανείς ακόμη δεν τους έχει καταμετρήσει. Μερικές χιλιάδες άνθρωποι. Πολλοί από αυτούς είναι ομογενείς που είχαν επιστρέψει για μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα και η κρίση τους στέλνει πίσω στις πατρίδες που γεννήθηκαν ή μεγάλωσαν ή δημιούργησαν. Οι υπόλοιποι, είναι Έλληνες που απήυδησαν να αναζητούν μάταια κάποια -όποια- εργασία.

Λίγοι ή πολλοί το βέβαιο είναι πως πρόκειται για ένα ακόμη κύμα φυγής προς το εξωτερικό, ανάλογο με εκείνο των δεκαετιών του ΄50 και του ΄70. Ο ομογενειακός Τύπος ήδη ασχολείται μαζί τους.

Ωστόσο η διαφορά έγκειται  όχι μόνον στο πλήθος αλλά και στο επίπεδο των νέο-μεταναστών. Τις περασμένες δεκαετίες έφευγαν  σωρηδόν από την Ελλάδα κυρίως ανειδίκευτοι εργάτες. Σήμερα αναχωρούν με συμβόλαια εργασίας πτυχιούχοι όλων των επιστημών και  καταρτισμένοι τεχνικοί κάποιας εξειδίκευσης, γιατί αυτοί είναι οι κυρίως άνεργοι, αλλά και διότι μόνον εξειδικευμένους πλέον εργαζόμενους αναζητούν οι χώρες υποδοχής.

Όπως οι παλαιοί έτσι και οι νέο-μετανάστες ξεκινούν με το όνειρο της επιστροφής στο πάτριο έδαφος  μόλις οι συνθήκες το επιτρέψουν.  Των πρώτων,  το όνειρο ξεθώριασε από τις δυσκολίες της ξενιτιάς, από την δημιουργία οικογενειών και από την διαφορετικότητα του τρόπου ζωής στον οποίο, με τα χρόνια,  συνήθισαν.  Των σημερινών, το μέλλον παραμένει άδηλο.

Είναι ανάγκη, όμως, να υπάρξει μέριμνα για την υποδοχή και την πρόσμιξη του νέου με το παλαιό «αίμα» μεταναστών.  Οι ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού πρέπει να οργανώσουν την υποδοχή των νέων μεταναστών ώστε αυτοί να ενταχθούν ευκολότερα στις ελληνικές παροικίες.

Εάν αυτό επιτευχθεί, είναι βέβαιο ότι οι κοινότητες αυτές θα περάσουν μία νέα περίοδο άνθησης καθώς οι νέοι μετανάστες, σπουδαγμένοι και με ξένες γλώσσες, θα ενδιαφερθούν και  για τα κοινά δίνοντας το «φιλί της ζωής» σε παρηκμασμένες σήμερα ελληνικές Ομοσπονδίες, Συλλόγους και Σωματεία.

Αυτό δεν θα γίνει αυτόματα. Χρειάζονται συντονισμένες προσπάθειες ώστε να ενταχθούν στην οργανωτική δομή της ομογένειας οι νέοι μετανάστες. Απαιτείται και πνεύμα συναδέλφωσης και  συνεργασίας. Διαφορές απόψεων, αντιλήψεων και πρακτικών θα υπάρξουν και είναι φυσικό αυτό.

Με πνεύμα αλληλεγγύης, όμως, θα ξεπεραστούν οι όποιες διαφορετικότητες  ώστε η πρόσμιξη του παλιού με το νέο  να γίνει όχι επεισοδιακά και αντιπαραγωγικά, αλλά  με τρόπο ομαλό και δημιουργικό.  Ο ρόλος και της Εκκλησίας θα είναι καταλυτικός. Όπως και η μέριμνα του ελληνικού Κράτους που πλέον πρέπει να αλλάξει άρδην συμπεριφορά προς τους Απόδημους Έλληνες.

Αλλά περί αυτού θα χρειασθεί να επανέλθουμε.