Ελληνίδα σκηνοθέτις βραβεύεται για ντοκιμαντέρ με θέμα την κλειτοριδεκτομή

Συνέντευξη στη Μαρία Θανοπούλου

Έξι χιλιάδες νεαρά κορίτσια και γυναίκες, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, υποβάλλονται καθημερινά σε ακρωτηριασμό των εξωτερικών γεννητικών τους οργάνων. Κι ενώ σε αρκετές χώρες του Δυτικού κόσμου έχει απαγορευτεί μέσω νομοθεσίας η βάρβαρη αυτή πρακτική, ωστόσο συνεχίζει να εφαρμόζεται όχι μόνο στα κράτη που θεωρούν την κλειτοριδεκτομή μέρος της πολιτιστικής τους κληρονομιάς, αλλά και στη Δύση σε κοινότητες μεταναστών από αφρικανικές χώρες. Αυτό το θέμα προσπαθεί να αναδείξει μέσα από το ντοκιμαντέρ της με τίτλο “Bref”, η Χριστίνα Πιτούλη. Η 28χρονη σκηνοθέτις, η οποία σπούδασε δημοσιογραφία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Βαρκελώνη, κατέγραψε μαρτυρίες γυναικών και ανδρών από την Αφρική που ζουν στην Ισπανία. Το “Bref” προβλήθηκε σε αρκετά διεθνή φεστιβάλ αποσπώντας εξαιρετικές κριτικές και πριν από λίγες ημέρες βραβεύτηκε ως το καλύτερο ντοκιμαντέρ στην κατηγορία “Δικαιώματα των Γυναικών” όπου διαγωνιζόταν, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Μάλαγα.

Πώς αποφασίσατε να κάνετε ένα ντοκιμαντέρ με θέμα την κλειτοριδεκτομή;

Η ταινία προέκυψε από τη συνεργασία μου με τη ΜΚΟ “Γιατροί του Κόσμου”. Η οργάνωση αυτή ανάμεσα σε άλλες δραστηριότητές της, κάνει προσπάθειες ευαισθητοποίησης μεταναστών από την Αφρική γύρω από το θέμα της κλειτοριδεκτομής, ενημερώνοντάς τους για τις επιπτώσεις της πρακτικής στην υγεία. Εμένα το ζήτημα της κλειτοριδεκτομής με ενδιέφερε ιδιαίτερα, ως σκηνοθέτη και ως γυναίκα. Μετά από συζητήσεις μας, μου ζήτησαν να κάνω ένα ντοκιμαντέρ που θα τους βοηθούσε στο έργο τους, πράγμα που για μένα ήταν μεγάλη ευθύνη. Αποφάσισα ότι δεν ήθελα να κάνω μια ταινία όπου Δυτικοί θα έδιναν συμβουλές σε Αφρικανούς, καθώς αυτό πολλές φορές φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα, αλλά να δώσω το λόγο σε ανθρώπους που έχουν άμεση σχέση με την πρακτική, που είναι μέρος της κουλτούρας τους. Μέσα από τις εμπειρίες και τις γνώμες των πρωταγωνιστών του “Bref” αποκαλύπτεται στην ταινία η πολυπλοκότητα του ζητήματος, οι παράγοντες που το κάνουν να είναι τόσο ανθεκτικό ακόμα και σήμερα, καθώς και οι λόγοι που κάνουν την αντιμετώπισή του απαραίτητη.

Πόσο εύκολο ήταν να βρείτε γυναίκες και άνδρες να μιλήσουν για αυτό το θέμα μπροστά στην κάμερα;

Ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι της ταινίας. Είναι ένα θέμα που εκτός από πολύ προσωπικό, είναι και πολύ μεγάλο ταμπού. Ο κόσμος δεν συζητάει γι’αυτό, σχεδόν ποτέ. Οπότε χρειάστηκε πολλή προσπάθεια για να κάνω επαφές, να αποκτήσω οικειότητα και σιγουριά ώστε να ανοίξω συζήτηση γύρω από αυτό το θέμα.

Δεν υπήρξε ντροπή από μέρους τους να μιλήσουν για ένα τέτοιο θέμα;

Υπήρξε συστολή εκ μέρους κάποιων, και εκ μέρος άλλων άρνηση, όπως είναι φυσικό. Αυτοί όμως που μου μίλησαν, όταν έφθασε η στιγμή να το κάνουν, νομίζω πως ένιωθαν πια απόλυτα άνετα μαζί μου και η συζήτηση έγινε με μεγάλη ευκολία. Ήταν σημαντικό για εμένα να νιώσουν σίγουροι για το ότι θα τους σεβόμουν και θα τους άκουγα ό,τι κι αν είχαν να πουν.

Υπήρξε κάποια μαρτυρία που σας συγκλόνισε;

Όλες τους για μένα ήταν συγκλονιστικές, και δεν το λέω διπλωματικά. Και μάλιστα, ακόμα και αυτές που τελικά δεν έγιναν μέρος της ταινίας…Αν ήταν να ξεχωρίσω κάποιες, κυρίως ως σκηνοθέτις, θα διάλεγα δύο. Τη μαρτυρία της Μάμα, της κοπέλας που ανοίγει και κλείνει την ταινία. Ο τρόπος με τον οποίο η Μάμα μου διηγήθηκε την εμπειρία της, ήταν για μένα από τις πιο συγκινητικές στιγμές που έζησα κάνοντας την ταινία. Και η άλλη είναι η μαρτυρία ενός από τους δύο άνδρες, του Μπάμπα. Όταν τον ρώτησα αν πιστεύει πως μια γυναίκα μπορεί να είναι πιστή αν δεν είναι κομμένη,  χρειάστηκε πολύ χρόνο για να απαντήσει. Πολύ σιωπή, πολλές μισές λέξεις, φάνηκε ότι το σκεφτόταν για πρώτη φορά. Και σαν αποτέλεσμα κάποιας δύσκολης μαθηματικής πράξης, κατέληξε στο να πει κάτι απόλυτα λογικό για εμάς, αλλά πολύ ριζοσπαστικό για τη δική του κουλτούρα…

Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίσατε στα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ;

Κάποιες από τις δυσκολίες ήταν η πίεση χρόνου, λόγω deadline και κάποια προβλήματα που είχα σε κάποια φάση του γυρίσματος με τον εξοπλισμό. Το «Bref» είναι μια ταινία φοβερά χαμηλού προϋπολογισμού και την έκανα με τη βοήθεια φίλων και συνεργατών που μου παρείχαν τον εξοπλισμό και τη στήριξή τους.

Ποια είναι η άποψη των γυναικών που μιλούν στο ντοκιμαντέρ για την κλειτοριδεκτομή; Υπάρχουν και αυτές που το βλέπουν θετικά;

Φυσικά! Ακόμα και στην Ισπανία υπάρχουν πάρα πολλές γυναίκες που συνεχίζουν να υποστηρίζουν την πρακτική. Αυτές είναι συνήθως γυναίκες που δεν έρχονται σε επαφή με κόσμο εκτός της Αφρικής κοινότητας, πολλές δεν μιλούν καν τη γλώσσα, δεν έχουν λάβει πληροφόρηση. Ή αν το έχουν κάνει, δεν έχουν καταφέρει να αμφισβητήσουν όλα όσα ήξεραν και πίστευαν σε όλη τους τη ζωή. Αυτές οι γυναίκες θεωρούν απαραίτητο να στείλουν τις κόρες τους στην Αφρική όταν φτάσουν στην κατάλληλη ηλικία για να τις ακρωτηριάσουν, ώστε να τους εξασφαλίσουν ένα καλό μέλλον στην πατρίδα τους. Και επειδή στην Ισπανία αυτό είναι παράνομο, τα κορίτσια συνήθως δε γυρνάνε ποτέ. Αυτές οι γυναίκες δεν είναι κακές μητέρες φυσικά, ούτε ανόητες. Κάνουν αυτό που έχουν μάθει πως είναι καλύτερο. Άλλες γυναίκες όμως, ερχόμενες στην Ισπανία ανακάλυψαν ότι υπάρχουν γυναίκες που δεν είναι κομμένες, ότι η κλειτορίδα δεν αποτελεί θανάσιμη απειλή και ότι η αιμορραγία δεν προκαλείται από τα κακά πνεύματα. Κάποιες από αυτές τις γυναίκες λοιπόν, αναθεώρησαν όσα ήξεραν και προσπαθούν να πάρουν διαφορετικές αποφάσεις για το μέλλον των κοριτσιών τους, έχοντας όμως να αντιμετωπίσουν πολλά κοινωνικά εμπόδια. Στο “Bref” μίλησαν γυναίκες που είναι εναντίον και γυναίκες που είναι υπέρ. Άνδρες που το υποστηρίζουν και άνδρες που έχουν αλλάξει γνώμη. Όλες αυτές οι φωνές υπάρχουν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, και ήθελα πολύ να είναι όλες παρούσες στην ταινία.

Στην Ισπανία πραγματοποιείται στα νέα κορίτσια κλειτοριδεκτομή; 

Είναι δύσκολο να απαντήσει κανείς με σιγουριά. Εδώ και δέκα χρόνια απαγορεύεται από τη νομοθεσία, και την περασμένη μόλις χρονιά τιμωρήθηκαν για πρώτη φορά από το νόμο δύο γονείς από το Μάλι για τον ακρωτηριασμό των γεννητικών οργάνων των δύο κορών τους. Το πιο συχνό φαινόμενο είναι να στέλνουν οι οικογένειες τις μικρές πίσω στην Αφρική για διακοπές, όταν φθάσουν στην κατάλληλη ηλικία, και εκεί να τους κάνουν κλειτοριδεκτομή όπως επιβάλλεται. Οι περισσότεροι από τους Αφρικανούς μετανάστες εδώ ζουν με το όνειρο να γυρίσουν πίσω. Οπότε, πρέπει να εξασφαλίσουν στις κόρες τους ένα σίγουρο μέλλον εκεί, ακρωτηριάζοντάς τες. Παράλληλα όμως με τη νομοθεσία, στην Ισπανία εφαρμόζεται ένα πρωτόκολλο πρόληψης: αν ο δάσκαλος μάθει ότι μαθήτριες σε ηλικία ρίσκου από χώρες της υποσαχάριας Αφρικής πρόκειται να πάνε για διακοπές στις χώρες τους, υποχρεούται να ενημερώσει την κοινωνική υπηρεσία πρόνοιας. Αυτή κανονίζει να εξεταστούν οι μικρές από παιδίατρο για να δει αν είναι ήδη ακρωτηριασμένες ή όχι. Αν δεν είναι, οι γονείς πρέπει να υπογράψουν ότι δε θα τις ακρωτηριάσουν στις διακοπές. Όταν γυρίσουν, ο παιδίατρος εξετάζει εκ νέου τις μικρές για να δει αν όλα είναι εντάξει. Αν ανακαλύψει ότι έχουν κοπεί, αυτομάτως οι κηδεμόνες αντιμετωπίζουν κατηγορίες κακουργήματος. Αυτό κάποιες φορές πραγματικά βοηθάει την κατάσταση, ειδικά όταν λειτουργεί ως επιχείρημα των γυναικών απέναντι στις οικογένειες τους πίσω στην Αφρική. Όμως, δυστυχώς, ένα πολύ συχνό αποτέλεσμα είναι τα κοριτσάκια να μη γυρνάνε ποτέ πίσω στην Ισπανία…

Που κατά τη γνώμη σας οφείλεται το γεγονός ότι το 2014 εκατομμύρια γυναίκες υπόκεινται σε αυτόν τον ακρωτηριασμό;

Η έλλειψη πληροφόρησης και η άγνοια είναι κατά τη γνώμη μου οι βασικές αιτίες, καθώς και οι κοινωνικές δομές και η θέση της γυναίκας μέσα σε αυτές. Ο τρόπος με τον οποίο πολλές φορές γίνεται η προσπάθεια ευαισθητοποίησης από το Δυτικό κόσμο επίσης προκαλεί εμπόδια, καθώς συχνά ερμηνεύεται ως πολιτιστική και ιδεολογική “επίθεση”. Θέλει πολλή προσπάθεια, λεπτούς χειρισμούς και κυρίως να υποστηρίξουμε μια αλλαγή από μέσα. Για παράδειγμα, όλες αυτές οι γυναίκες και οι άνδρες που ερχόμενοι στην Ευρώπη ενημερώθηκαν και άλλαξαν στάση, θα πρέπει να βρουν τη στήριξη για να μπορέσουν να μεταδώσουν αυτόν τον τρόπο σκέψης στις οικογένειές τους και στους ανθρώπους της κουλτούρας τους. Ένας άλλος πολύ σημαντικός λόγος είναι το ότι η κλειτοριδεκτομή συνεχίζει να είναι ένα μεγάλο ταμπού, κανείς δε συζητάει γι’αυτό. Έτσι προστατεύεται από ένα πέπλο μυστηρίου που αποκλείει κάθε διαπραγμάτευση και μπλοκάρει κάθε προσπάθεια ενημέρωσης. Αυτό προσπαθεί να αντιμετωπίσει το «Bref». Δείχνοντας ανθρώπους που σπάνε αυτή τη σιωπή, μιλούν ανοιχτά, λένε ειλικρινά τη γνώμη τους. Μέσα από όλες τις μαρτυρίες τους προκαλούν συζητήσεις, διαφωνίες και σκέψη. Δίνουν πάτημα στο να ανοίξει ένας διάλογος που μπορεί να οδηγήσει σε έναν διαφορετικό τρόπο σκέψης.

Το ντοκιμαντέρ σας πριν από λίγες ημέρες βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Μάλαγα. Ποια είναι τα συναισθήματά σας;

Είμαι πάρα πολύ ευτυχισμένη! Οι προβολές της ταινίας σε τόσες διαφορετικές χώρες και οι διακρίσεις που έχει λάβει μου δίνουν πολύ μεγάλη ικανοποίηση. Η μεγαλύτερη ικανοποίηση όμως έρχεται από τις προβολές που γίνονται μέσω των διαφόρων οργανώσεων που κάνουν προσπάθειες ευαισθητοποίησης των Αφρικανικών κοινοτήτων. Το feedback που μου δίνουν είναι πολύ συγκινητικό, γιατί μου λένε ότι η ταινία βοηθάει πολύ στο έργο τους, ανοίγοντας πολλές συζητήσεις και δίνοντας θάρρος στις γυναίκες να μιλήσουν γι’ αυτό.

Ποιο σχόλιο που ακούσατε για το “Bref” σας έκανε να νιώσετε υπερήφανη;

Ένα σχόλιο μιας γυναίκας στο Λονδίνο που μου είπε πως η ταινία καταφέρνει να μην οδηγήσει σε μια οπτική άσπρου-μαύρου που είναι τόσο συχνή σε τέτοιου είδους θέματα και το σχόλιο μιας κυρίας μετά την προβολή της ταινίας στη Θεσσαλονίκη που μου είπε ότι για πρώτη φορά συνειδητοποίησε ότι άνθρωποι που ζουν δίπλα της μπορεί να αντιμετωπίζουν αυτό το ζήτημα…

Βρεθήκατε στη Βαρκελώνη για να κάνετε μεταπτυχιακό, τι σας κράτησε εκεί;

Κατά τη διάρκεια του μεταπτυχιακού μου, σκηνοθέτησα εδώ το πρώτο μου ντοκιμαντέρ “Des de baix”, με θέμα τη στερεοτυπική εικόνα των ανθρώπων με νανισμό, που χρηματοδοτήθηκε από το πανεπιστήμιο μου και την Καταλανική τηλεόραση. Μετά από αυτό, ξεκίνησε μια σειρά συνεργασιών και ευκαιριών που με έχει κρατήσει εδώ μέχρι σήμερα.

Ποιο είναι κατά τη γνώμη σας “το πιο βαρετό πράγμα στον κόσμο”;

Για τα περισσότερα παιδιά δημοτικού και γυμνασίου της Ισπανίας το πιο βαρετό πράγμα στον κόσμο είναι… το να τραγουδάς στη χορωδία του σχολείου. Για τους μικρούς πρωταγωνιστές της νέας μου ταινίας όμως, αυτό είναι το μεγαλύτερο τους πάθος!

Μιλήστε μας για τη νέα σας δουλειά.

Η νέα μου δουλειά λοιπόν, λέγεται “Το πιο βαρετό πράγμα στον κόσμο”. Είναι ένα ντοκιμαντέρ παρατήρησης που ακολουθεί τις περιπέτειες της Χορωδίας Βιβάλντι, μιας από τις πιο σημαντικές και διάσημες επαγγελματικές χορωδίες της Ισπανίας. Οι τραγουδιστές, παιδιά από 7 έως 17 ετών, θυσιάζουν καθημερινά και χωρίς εξαιρέσεις τα διαλείμματα του σχολείου για να μελετήσουν τραγούδι και να κάνουν πρόβες. Τα γυρίσματα κράτησαν έξι μήνες, όσο η χορωδία προετοιμάζεται για να διαγωνιστεί στον πρώτο της διεθνή διαγωνισμό, που θα αναδείξει την καλύτερη παιδική χορωδία στον κόσμο. Είναι ένα ντοκιμαντέρ που μιλάει για την προσπάθεια, τη φιλία, το πέρασμα από την παιδική ηλικία στην εφηβεία, τις πρώτες επιτυχίες και απογοητεύσεις…Είναι η πρώτη μου μεγάλου μήκους ταινία, τη σκηνοθετώ με τον Carlos Muñoz και τώρα μπαίνει στο στάδιο του μοντάζ. Είμαι πολύ ευχαριστημένη από το υλικό που έχουμε και ελπίζω του χρόνου να την παρουσιάσουμε στην Ελλάδα!

Θα επιστρέψετε στην Ελλάδα ή σας φοβίζει η κατάσταση που επικρατεί εδώ;

Η αλήθεια είναι ότι έμεινα στην Ισπανία γιατί προέκυψαν πράγματα που με κράτησαν εδώ. Αναγνωρίστηκε η προσπάθεια μου και μου δόθηκαν ευκαιρίες. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Θέλω όμως πολύ να επιστρέψω και να κάνω ταινίες στην Ελλάδα. Εκτός του ότι μου λείπει πολύ, θεωρώ ότι υπάρχουν πάρα πολλά θέματα και πολλές ιστορίες που αξίζει να ειπωθούν. Από την άλλη, η κατάσταση πολλές φορές με απογοητεύει. Κυρίως επειδή βλέπω ότι υπάρχουν τόσοι άνθρωποι με ταλέντο, όρεξη και δημιουργικότητα, που μπορούν να κάνουν πολύ αξιόλογα πράγματα και η επικρατούσα ανασφάλεια, η μιζέρια και η έλλειψη ευκαιριών καταφέρνει να τους πείσει συχνά για το αντίθετο.

ΠΗΓΗ: News.gr