ΣΑΤΙΡΙΖΟΝΤΑΣ: Ήμουνα μία κάλπη!

Γράφει ο Χρήστος Μαλασπίνας

Πρωϊνό Κυριακής! Μέρα σχόλης! Όλα μέσα στην αποθήκη είναι ήσυχα, γαλήνια! Και γω, ένα κουτί από πλεξιγκλάς, ένιωθα  όμορφα. Κάποια μόρια σκόνης μονάχα περιδινίζονται στο εσωτερικό μου… Όλα προμηνύουν μια όμορφη ξεκούραστη μέρα… Έτσι σκεφτόμουνα.
Ώσπου, ξαφνικά, βρίσκομαι στο μέσον του πουθενά! Μια τεράστια αίθουσα, κόσμος, φασαρία! Ποιος με κουβάλησε εδώ; Γιατί; Αναπάντητα ερωτηματικά…
Κάποιος πλησιάζει τη σχισμή του στόματός μου και ρίχνει μέσα μου έναν άσπρο φάκελο! Τι στο καλό, για γραμματοκιβώτιο με πέρασε;
Πριν συνέλθω από την έκπληξή μου, κι άλλος ρίχνει ακόμη ένα φάκελο και έπειτα κι άλλος και άλλος… Πολλοί! Το εσωτερικό μου άρχισε να γεμίζει με ομοιόμορφους φακέλους! Ένιωθα τέτοια βαρυστομαχιά! Πως θα απαλλαγώ από όλα αυτά, σκεφτόμουνα και ένοιωθα την απελπισία να με κυριεύει…

Τώρα οι φάκελοι είχαν φτάσει μέχρι τη μέση και ακόμη συνέχιζαν να ρίχνουν… Ποιος το πίστευε ότι μέρα Κυριακή εγώ θα περνούσα τέτοια βάσανα!
Ε, δεν υπάρχει κανένας λογικός άνθρωπος να τους σταματήσει; Όλο μυστήρια βίτσια έχουν οι άνθρωποι! Πώς ανέχονται τελικά ο ένας τον άλλο, ούτε που το καταλαβαίνω!..
Αχ, να μπορούσα να ανοίξω τουλάχιστον κανένα φάκελο να δω τι είχε μέσα! Φαντάζομαι κάτι πολύτιμο, γι αυτό τους έκρυβαν μέσα μου, για να είναι ασφαλείς αυτοί και το περιεχόμενό τους! Να είχαν χρήματα μέσα; Μήπως τίποτε χρυσαφικά; Μήπως καμιά θαυματουργή σκόνη από αυτές που τις λένε φάρμακα;
Αδύνατον να λύσω το γρίφο. Ούτε και να ανοίξω φάκελο μπορούσα! Και τότε μου κατέβηκε μια ιδέα! Βρε, σκέφθηκα, μήπως κάποιοι προσπαθούν να με δωροδοκήσουν; Ναι, αυτό θα είναι! Έχω ακούσει που οι άνθρωποι για να κάνουν οποιαδήποτε δουλειά τους δίνουν φακελάκι! Ναι, ναι, αν αυτό είναι, τότε σίγουρα θα έχει χρήματα μέσα…
Αλλά, πάλι, να με δωροδοκήσουν εμένα, ένα άδειο κουτί, γιατί; Τι να θέλουν; Τι μπορώ εγώ να κάνω, ένα ταπεινό και άδειο κουτί, έστω και από πλεξιγκλάς;
Βάλθηκα να παρατηρώ αυτούς που έριχνα το φάκελο μπας και καταλάβω τι ήθελαν!  Κάποιοι έριχναν το φάκελο με θυμό. Κάποιοι έβριζαν. Κάποιοι γελούσαν και κάποιοι άλλοι έλεγαν «μπόρα είναι θα περάσει»… Τϊποτα δεν καταλαβαίνω…

Μικρός, θυμάμαι μου έλεγε ο πατέρας μου ότι σαν μεγαλώσω εγώ θα μπορώ να ανεβάζω και να κατεβάζω κυβερνήσεις! Να βγάζω δημάρχους και να αποφασίζω για σπουδαία πράγματα. Αλλά δεν μου εξήγησε πως θα τα κατάφερνα όλα αυτά. Μου είπε μόνο πως σαν έφτανε η κατάλληλη ώρα, θα το ανακάλυπτα μόνο μου!
Κοντεύει μεσημέρι, κι ακόμα να τελειώσει το μαρτύριό μου! Όλο και περισσότερος κόσμος μπαίνει στην αίθουσα και όλο και περισσότεροι φάκελοι σωρεύονται στο εσωτερικό μου! Σε λίγο, το βλέπω, θα φτάσουνε ίσαμε πάνω, μέχρι το καπάκι, θα φράξουν τη σχισμή και τότε πως θα αναπνέω;
Ξανασκέφτομαι τον πατέρα μου. Προσπαθώ να θυμηθώ αν και κάτι άλλο μου είπε, που θα με βοηθούσε να καταλάβω γιατί τόσοι πολλοί άνθρωποι θέλουν να με δωροδοκήσουν ή θέλουν να με πνίξουν…

Α,αα ναι, θυμάμαι κάτι! Μου είχε πει σε ανύποπτο χρόνο ότι μια φορά ένας άνθρωπος είχε, λέει, θυμώσει τόσο πολύ μαζί του που τον κλώτσησε! Γιατί, ματαλέει, τον «μαύρισε»! Μετά μου είπε πως αυτός ο άνθρωπος ήτανε πολιτικός… Άλλοι, όμως, πολιτικοί, μου είπε ότι τον φιλάγανε από χαρά, γιατί τους έδωσε αξιώματα…
Ήτανε σπουδαίος, φαίνεται ο πατέρας μου…
Προφανώς, εγώ δεν κάνω αυτό που θέλουν και προσπαθούν να με πνίξουν με φακέλους…
Την ώρα που σκεφτόμουνα αυτά, κάποιος με γύρισε ανάποδα! Έλα Θεέ μου! Τι του ‘ρθε του χριστιανού να με τουμπάρει στα καλά του καθουμένου;
Μετά κάποιος μου άνοιξε το καπάκι…
Φρουουουου, όλοι οι φάκελοι χύθηκαν απάνω το τραπέζι! Επιτέλους, ελευθερώθηκα! Όμως, μη, μη, μηηηη!!!
Που ν΄’ ακούσουν οι άνθρωποι. Μάταια φώναζα. Αν άκουγαν, ο κόσμος θα ήτανε διαφορετικός!

Έτσι, αφού με άδειασαν μου έδωσαν μια και με πέταξαν στην άκρη…

Γενικά οι άνθρωποι όταν σε χρησιμοποιήσουν σε πετάνε…
Από εκεί που βρέθηκα προσπαθώντας να ξεχάσω τους πόνους που ένιωθα στις αιχμές μου από το πέσιμο, άκουγα τους ανθρώπους να ανοίγουν τους φακέλους, να μετράνε, μετά να φωνάζουν, μετά να ξαναμετράνε, μετά να λένε πόσοι ψήφισαν, ποιους ψήφισαν…

Και τότε κατάλαβα τι ήθελε να μου πει ο πατέρας μου!
Δεν ήμουνα ένα οποιοδήποτε κουτί!

Ήμουνα μία κάλπη!