Ιερόσυλοι έκλεψαν τα άμφια του Πατριάρχη Αθηναγόρα – Το έργο του

Τα άμφια του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Αθηναγόρα, καθώς και κειμήλια μεγάλης ιστορικής αξίας αφαίρεσαν ιερόσυλοι από τον ιερό ναό Υπαπαντής του Χριστού στο Βασιλικό Πωγωνίου.

Η Ένωση Βασιλικιωτών καθιστά ακόμη πιο πιεστική την ανάγκη λήψης μέτρων για τη διαφύλαξη και την περιφρούρηση της περιοχής και την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Τα άμφια ήταν δωρεά της Αρχιεπισκοπής Αμερικής. Ως γνωστόν ο Αθηναγόρας εξελέγη Πατριάρχης  όντας Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής.

Ο Περιφερειάρχης Ηπείρου Αλ. Καχριμάνης δήλωσε τα εξής “Πιστεύω ότι κύκλωμα είναι το ίδιο. Είναι αυτοί που μπαίνουν στις εκκλησιές, αυτοί που πουλάνε τις εικόνες και αυτοί που καλύπτουν το όλο κύκλωμα…Το ελληνικό κράτος δεν είδε με την πρέπουσα σημασία το όλο ζήτημα. Έχουν πάρα πολλά στοιχεία από την Σκότλαντ Γιάρντ”.

”Θεωρώ, ότι όσο ψηλά και να είναι κάποιοι, πρέπει να δώσουν λόγο στην Δικαιοσύνη. Αν το κράτος, θέλει να σώσει την αξιοπρέπειά του, πρέπει άμεσα να ασχοληθεί πολύ σοβαρά με το θέμα” πρόσθεσε.

ΠΗΓΗ:Dogma.gr

ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ (Από το βιβλίο του Μπάμπη Μαρκέτου ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ, Μέρος 33)

Ήταν σπαρμένα με πολλά αγκάθια τα πρώτα χρόνια της ποιμαντορίας του Αθηναγόρα (ΡΗΡ: στην Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αμερικής). Η οικονομική κρίσις είχε πλήξει σκληρά τις κοινότητες, με αποτέλεσμα να κλείσουν προσωρινά πολλοί ναοί. Η προσπάθεια του Αθηνα­γόρα να ενίσχυση το κύρος της Αρχιεπισκοπής τερματίζοντας την κατάτμησι και τον φατριασμό των κοινοτήτων, συνήντησε στην αρχή την πείσμονα και μυωπική αντίδρασι πολλών που είχαν εθισθή επί δυο δεκαετίες στην ασυνάρ­τητη πολυαρχία του παρελθόντος. Ο θόρυβος, βέ6αια, για την συγκεντρωτική πολιτική του Αθηναγόρα ήταν μάλλον υπερβολικός, όταν σκεφθή κανείς ότι η Αρχιεπισκοπή δεν είχε καν την δύναμι να επιβάλη ούτε ενός δολλαρίου τον χρόνο τακτική εισφορά, και αναγκαζόταν να εξαρτάται από τις εθελοντικές συνεισφορές των πιστών. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, το 1942, το ετήσιο εισόδημα της Αρχι­επισκοπής ανήρχετο στο ηγεμονικό(!) ποσόν των 41.000 δολλαρίων. Και μετά την εισαγωγή του θεσμού του ενός δολλαρίου (μονοδολλάριο) το 1943, τα έσοδα της Αρχι­επισκοπής παρέμειναν μάλλον πενιχρά. Το 1944 ήσαν 62.657, το 1945, 92.000, το 1948, 100.320, και το 1950, 82.000.

Παρ’ όλους τους περιωρισμένους πόρους της Αρχιεπισκοπής, ο Αθηναγόρας επετέλεσε αξιόλογο έργο. Όταν εξελέγη πατριάρχης το 1948, και έφυγε με το προσωπικό αεροπλάνο του προέδρου Τρούμαν για το Φανάρι, η Αρχιεπισκοπή είχε κάτω από την δικαιοδοσία της τριακόσιες και πλέον κοινότητες, με πολυάριθμους επιβλητικούς ναούς.

Το σπουδαιότερο, οι ανταγωνισμοί και οι διαμάχες που τόσο είχαν ταλανίσει τις ελληνορθόδοξες κοινότητες επί δυό δεκαετίες, αποτελούσαν τώρα μια μακρυνή, ξεθωριασμένη, δυσάρεστη ανάμνησι. Βγαλμένη μέσα από τα σπλάγ­χνα της πρώτης γενεάς των μεταναστών, προχωρούσε με σταθερά βήματα η δεύτερη και τρίτη γενεά, γέννημα και θρέμμα της Αμερικής, νέοι και νέες με ελληνική καταγωγή, αλλά ταυτόχρονα ένας καινούργιος κόσμος ποτι­σμένος με την αμερικανική κουλτούρα, βασικά αγγλόφω­νος, με νέες απαιτήσεις και νέα προβλήματα, που εκαλούσε την ορθόδοξη Εκκλησία να πάρη θέσι και να δια­μόρφωση λύσεις. Ήδη, ο Αθηναγόρας με την κρυστάλλινη διορατικότητα που πάντοτε τον διέκρινε, είχε διαγνώσει την ανάγκη να δημιουργηθή γηγενής κλήρος, ιερείς γεν­νημένοι στην Αμερική, που να έχουν κοινές πολιτιστικές εμπειρίες με το ορθόδοξο πλήρωμα των κοινοτήτων τους, έτοιμοι να πάρουν στά χέρια τους τον πυρσό της Ορθοδο­ξίας, όταν αναπόφευκτα η ηγεσία των κοινοτήτων θα περνούσε από τα χέρια των πρώτων μεταναστών στους εκπροσώπους της δεύτερης και της τρίτης γενεάς. Το 1937, με την οικονομική ενίσχυσι Ελληνοαμερικανών που είχαν επι­τύχει στον επιχειρηματικό τομέα, ο Αθηναγόρας ίδρυσε, στην πόλι Πόμφρετ (Pomfret) της Κοννέκτικατ την Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού, που δέκα χρόνια αργότερα μεταφέρ­θηκε στην σημερινή της έδρα στο Μπρούκλιν (Brookline) της Μασσαχουσέττης.

Παράλληλα, ο Αθηναγόρας έστρεψε την προσοχή του προς την διατήρησι και διαιώνισι της ελληνικής γλώσσας     –γιατί, όπως θα έλεγε αργότερα, “μιά εθνότης που ξεχνά την γλώσσα της, χάνει την υπόστασί της.” Τον Σεπτέμβριο του 1944, η Φιλόπτωχος Αδελφότης που ο Αθη­ναγόρας είχε ιδρύσει το 1931, αγόρασε για 55.000 δολλάρια την θαυμάσια έπαυλι Ρούπερτ (Rupert) εις το Γκάρισον (Garrison) της Νέας Υόρ­κης για την εγκατάστασι της Ακαδημίας του Αγίου Βασιλείου, που θα γινόταν το φυτώριο για την εκπαίδευσι κυρίως αμερικανογεννημένων διδασκάλων της ελληνικής [γλώσσας] για τα παιδιά της νέας γενεάς. Τά ιδρύματα αυτά ήταν η “σπορά του καλού σπορέως”, που θα απέδιδε καρπούς, όπως ήλπιζε ο Αθηναγόρας, αργότερα.

Για την Ομογένεια, η γλώσσα και η Ορθοδοξία αποτελούσαν τα δυο βασικά κριτήρια, αλλά και τις δυο θεμελιακές προϋποθέσεις για την διατήρησι της ελληνικής υφής της. Κιόσο μεν η τεράστια πλειοψηφία απετελείτο από τους μετανάστες που είχαν έλθει από την Ελλάδα, δεν υπήρχε καν πρόβλημα. Αλλά με τους περιορισμούς των “αναλογιών” που είχαν επιβάλει οι μεταναστευτικοί νόμοι του 1921 και 1924, η ανανέωσι του ελληνοαμερικανικού στοιχείου με καινούργιο αίμα άπό την Ελλάδα είχε σχε­δόν στερέψει, ενώ ταυτόχρονα έφευγαν από την ζωή ο ένας μετά τον άλλο οι πρωτοπόροι. Η δεκαετία του 1950, ήταν ίσως η πιο κρίσιμη για την επιβίωσι του ελληνοαμε­ρικανικού στοιχείου και ιδιαίτερα της Εκκλησίας. Με το πέρασμα των ελληνογεννημένων μεταναστών, καταθλι­πτικά ερωτήματα επίεζαν όλους εκείνους που ενδιεφέροντο για την Ομογένεια και την μελλοντική της εξέλιξι. Θα χανόταν η δεύτερη και η τρίτη γενεά μέσα στο παμφάγο αμερικανικό χωνευτήρι; Θα έπαιρναν μαζί τους στον τάφο τους την ελληνικότητα τους οι μετανάστες της πρώτης γενεάς; Ο γράφων θυμάται τον αρχιεπίσκοπο Μιχαήλ να λέη σε συντροφιά ομογενών σε ενα φιλικό σπίτι στην πόλι Σύρακιουζ[1] της Νέας Υόρκης: “Οι αριθμοί μιλούν εναντίον μας, αγαπητοί μου. Ο αδυσώπητος νόμος της Φύσεως μας παίρνει έναν-έναν τους πρωτοπόρους. Μόνον βασική αλλαγή της μεταναστευτικής νομοθεσίας είναι δυνατόν να μεταβάλη τά πράγματα.” Κατά την κρίσιμη εκεί­νη καμπή, όταν η Ομογένεια αντιμετώπιζε την προσαρ­μογή της στις νέες συνθήκες της μεταπολεμικής Αμερι­κής, και την μεταλαμπάδευσι του ομογενειακού πυρσού στις νέες Αμερικανογεννημένες γενεές, έτυχε να 6ρεθή στο πηδάλιο ένας εμπνευσμένος και διορατικός ιεράρχης, ο Μιχαήλ, που διεδέχθη στον αρχιεπισκοπικό θρόνο τον μεγάλο Αθηναγόρα.

*Η ορθογραφία είναι του πρωτοτύπου.

ΡΗΡ