Σε σένα πατέρα – Με αφορμή την Γιορτή του Πατέρα

Της ΛΙΤΣΑΣ ΓΚΟΓΚΑ
Από τον Neoskosmos.com

Μέσα στον εγκέφαλό μου υπάρχει ένα συρταράκι κλειδωμένο, αλλά τώρα ήρθε η ώρα να το ανοίξω μια και μου ‘χει γίνει ενοχλητικό., και θα σας προσφέρω ό,τι έχω κρυμμένο εκεί από τότε που ήμουν 8-9 χρονών.

O πατέρας μου εκείνα τα χρόνια είχε μια δουλίτσα και λίγο πολύ έβγαζε το μεροκάματο για να υπάρχει στο σπίτι ένα πιάτο φαΐ και μια φραντζόλα ψωμί, που ο πατέρας μου κατάφερνε να κόβει 11 φέτες ώστε να μην αδικεί κανέναν. Και η μητέρα μου με τη νοικοκυροσύνη της τα ‘φερνε βόλτα. Η δουλειά του πατέρα μου ήταν να κόβει εισιτήριο όταν έμπαινε και όταν έβγαινε αυτοκίνητο στην πόλη του Αιγίου, έτσι γινόταν τότε, καθώς και σε κάθε πόλη της Ελλάδας.

Εκεί στην άκρη του Αιγίου, προς την Πάτρα, υπήρχε ένα μικρό σπιτάκι σαν παράγκα μπορώ να πω. Εκεί μέσα υπήρχε ένα τραπέζι, κι απάνω στο τραπέζι υπήρχαν όλα τα εισιτήρια (τα διπλότυπα) έτσι τα έλεγε, γιατί το ένα το κράταγε και το άλλο το έδινε στον οδηγό του οχήματος) που έπρεπε να κόβει ο πατέρας μας ανάλογα με το όχημα και με το που πήγαινε το καθένα και να παίρνει τα χρήματα, να κρατάει λογαριασμό και να παραδίδει τα χρήματα στο γραφείο που είχαν ο Μουστής και ο Βάβαλης, που είχαν πάρει τα διόδια με πλειστηριασμό, έτσι μας έλεγε ο πατέρας μας. Ακόμη, θυμάμαι και μια καρέκλα και ένα μονό κρεβάτι. Τώρα γιατί αυτό το κρεβάτι το είχαν ποτέ δεν κατάλαβα και πολλές φορές που ήμουν εκεί ρωτούσα τον πατέρα μου γιατί το είχαν αφού δεν υπήρχε περίπτωση να ξαπλώσουν, τα αυτοκίνητα, λεωφορεία και φορτηγά πηγαινοέρχονταν συνέχεια.

Αλλά εκείνο το κρεβατάκι ήταν η σωτήρια σανίδα για μας και θα σας το πω πιο κάτω. Σ’ εκείνο το μέρος που ήταν το σπιτάκι, ή το φυλάκιο, όπως το ‘λεγε ο πατέρας μας ήταν σε εξαιρετική τοποθεσία, πανέμορφη ζωγραφιά του Αιγίου.

Ήταν δίπλα στη θάλασσα, χάμου ήταν η ακρογιαλιά του Άνθη, έτσι το ‘λεγαν, εκεί πολλοί κατέβαιναν για μπάνια. Αν σήκωνες το βλέμμα έβλεπες την εκκλησία, την Παναγία την Τρυπητή, ήταν σ’ ένα ύψωμα, σωστός βράχος. Εκεί, λεγόταν, πως κάποιος βρήκε την εικόνα της Παναγίας της Ζωοδόχου Πηγής, κι εκεί έχει χτιστεί η εκκλησία, που κάνει χρυσές δουλειές.

Κόσμος από όλη την Ελλάδα έρχονται στη γιορτή της, που εορτάζεται την Παρασκευή μετά το Πάσχα. Έρχεται ο κοσμάκης να προσκυνήσει, να ξενυχτήσει, να προσευχηθεί να γίνει το θαύμα να θεραπευτεί κάποιος δικός του που υποφέρει. Έχει διαδοθεί πως είναι θαυματουργή. Αλλά εγώ, ως τα 22 μου ,που έφυγα για την Αυστραλία, δεν είχε γίνει κανένα θαύμα.

Πρέπει όμως να ομολογήσω πως ήταν ένα κόσμημα για την πόλη του Αιγίου. Κοσμοσυρροή, κόσμος πονεμένος, όλο το χρόνο μάζευαν τις οικονομίες του για να κάνει το ταξίδι ελπίζοντας στο θαύμα. Όταν έβλεπες την εικόνα της Παναγίας, σ’ έπιανε φόβος, συμπόνια και αγανάκτηση για του ανθρώπου τα πιστεύω και την μάταιη ελπίδα. Εκεί έβλεπες, χρυσά χέρια, πόδια, βραχιόλια, σταυρούς, δαχτυλίδια κι ό,τι μπορείς να φανταστείς, όλα χρυσά και αργυρά. Κάθε χρόνο τα μάζευαν και τα πήγαιναν στο χρυσοχοείο, όπως έλεγε ο καντηλανάφτης και πολλοί άλλοι μέσα στην πόλη, μεγάλη επιχείρηση σας λέω. Αλλά και μεγάλη πανήγυρις για την πόλη η μέρα της Ζωοδόχου Πηγής. Όλα τα σχολεία,οι πρόσκοποι, οι οργανισμοί, η φιλαρμονική. Το γυμνάσιο, τα κορίτσια και τ’ αγόρια με τα νιάτα τους και τις ωραίες στολές, ήταν πράγματι πολύ ωραία όλα και η τελετή αξέχαστη. Άντρες του λιμεναρχείου κρατούσαν την εικόνα και την περιέφεραν σε όλη την πόλη. Δεξιά και αριστερά ήσαν κορίτσια του Γυμνασίου, ντυμένα λευκά κρατώντας καλαθάκια με τριαντάφυλλα, άλλες κρατούσαν κρίνο και προχωρούσαν με βήμα που έδινε η φιλαρμονική. Τι να πω με τα νιάτα και τις στολές, τα λουλούδια και τη μουσική ήταν ένα πολύ ωραίο και αλησμόνητο θέαμα. Πράγματι είναι σπουδαίο να είσαι νέα και να παρακολουθείς ένα τέτοιο υπερθέαμα. Ένα τρέμουλο με συνέπαιρνε και δεν ήθελα να τελειώσει αυτή η τελετή.

Εκεί λοιπόν στο φυλάκιο που ο πατέρας μας εν αγωνία έτρεχε έξω να κόψει το εισιτήριο για το φόρο των διοδίων, λέω εν αγωνία, γιατί όπως μας έλεγε, μερικοί μόλις πλησίαζαν ανέπτυσσαν ταχύτητα και προσπερνούσαν χωρίς να πληρώσουν φόρο. Είπα, πιο πάνω πως το φυλάκιο ήταν κοντά στη θάλασσα, οι ψαράδες άφηναν τα κιβώτια γιομάτα ψάρια στον πατέρα μου να τα φυλάει κι αυτοί πήγαιναν απάνω στην ψαραγορά να κανονίσουν για τη μεταφορά και την πώληση. Στην επιστροφή του έδιναν ψάρια, πληρωμή για τη φύλαξη, κι ο πατέρας μας ήταν ενθουσιασμένος όταν είχαν καλή ψαριά, γύριζε στο σπίτι χαρούμενος.

Η μητέρα έπαιρνε το δίχτυ με τα ψάρια κι άρχιζε τη μαγειρική. Εμείς τα παιδιά τριγύρω ήμασταν χαρούμενα που το βράδυ θα είχαμε καλό φαγητό.
Ο πατέρας μας ήταν φιλήσυχος άνθρωπος, συμπαθητικός, ήρεμος, χλωμός. Είμαστε εννέα παιδιά και πότε δεν είχε χτυπήσει κανένα. Ο λόγος του ήταν αρκετός, χρέος μας να τον ακούμε. Ήταν θεοσεβούμενος πάντα έλεγε «έχει ο Θεός», όταν τον ρωτούσαν τα μεγάλα παιδιά τι θα φάμε αύριο. Αλλά έλα που όπως αποδείχτηκε, ο Θεός δεν έχει, δε νοιάζεται για το πώς ο Παναγιώτης θα ταΐσει τη φαμίλια του.

Και να μια ωραία πρωία έχει επίσκεψη από το αφεντικό του και του αναγγέλλει πως απολύεται από τη δουλειά του, αλλιώς θα γίνεται τώρα, οι οδηγοί θα πληρώνουν απάνω στο γραφείο του αφεντικού για τα διόδια.

Όπως μας ομολόγησε ο πατέρας μας στενοχωρήθηκε πολύ, σαν ν’ άνοιξε η γη, σαν να ‘γινε σεισμός στα σωθικά του. Τι να κάνει τώρα; Πώς θα ζήσουν τόσοι άνθρωποι χωρίς μεροκάματο; ούτε ξέρει πώς τα κατάφερε να φτάσει στο σπίτι με τέτοια συμφορά. Εμείς τα παιδιά τα χάσαμε, μας φαινόταν αδύνατον να μην έχει δουλειά ο πατέρας μας.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά αποφασίσαμε και ξενιτευτήκαμε. Είμαστε πέντε αδέρφια στην Αυστραλία και τέσσερα στην Ελλάδα. Εμείς ζούμε με τη νοσταλγία και πονάμε για όλα που αφήσαμε στην πατρίδα.
Τώρα τα γράφουμε για να βρίσκουμε παρηγοριά.

Πάντα σκέπτομαι τον πατέρα μου, βασανισμένο, στενοχωρημένο, στερημένο από όλα τα αγαθά της γης. Και να πιει έναν καφέ και να διαβάσει μια εφημερίδα περπάταγε όλο το δρόμο από την αλυκή έως απάνω στην πόλη. Έπρεπε να περάσει το σταθμό, να ανέβει τα σκαλάκια, ή το καλντερίμι, να περάσει την Ερμού για να φτάσει επιτέλους στο καφενείο του Φετά. Όταν τον σκέπτομαι πονάω γιατί εδώ που ήρθαμε τα πρώτα χρόνια ήσαν δύσκολα και δεν καταφέραμε να του προσφέρουμε έναν καφέ, μια εφημερίδα, να χαρεί ο καημένος από τα παιδιά του. Έφυγε νωρίς, πικραμένος, στερημένος. Η Ζωή πολύ πικρή για μερικούς. Πατέρα τα γράφω για σένα. Στη μνήμη του πατέρα μου.